Documento Media

Σκύλος στη θάλασσα

Μια σπουδαία αλληγορία για το μεταναστευτικό είναι το νέο έργο του Γιάννη Τσίρου «Αράφ» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη

Ηρακλής Λογοθέτης

Ενας ξενοδόχος σε κάποιο νησί του Αιγαίου και ο κηπουρός τού ξενοδοχείου βγαίνουν με μια βάρκα στα ανοιχτά. Ομως αντί για καλή ψαριά βρίσκουν ένα μισοπνιγμένο σκύλο που δεν θ’ αργήσει να αποδειχθεί κακός μπελάς και για τους δύο, αφού μετά τη σωτηρία του θα δαγκώσει άσχημα τον κηπουρό και θα γίνει φόρτωμα στον ξενοδόχο. Ο σκύλος, λέει η κτηνίατρος του νησιού, πρέπει πρώτα (και σύμφωνα με τον κανονισμό) να στειρωθεί και ύστερα να μεταφερθεί στο καταφύγιο που μαντρώνουν τα αδέσποτα. Εν αναμονή της τουριστικής σεζόν μάλιστα ο ξενοδόχος επείγεται να διώξει το ζώο που έσωσε γιατί φοβάται πως τα γρυλίσματά του θα τρομάζουν τους πελάτες και συμφωνεί με την κτηνίατρο. Ο κηπουρός πάλι διαφωνεί. Και έχει κάθε λόγο, γιατί το καταφύγιο είναι δίπλα στον οικισμό που διαμένει και οι κάτοικοι βλέπουν ότι τα συνωστισμένα ζώα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τις δυνατότητες της δομής και τρέμουν στην ιδέα ότι θα σπάσουν τους φράχτες και θα ξεχυθούν πρώτα στο χωριό τους και μετά στο νησί με άγριες διαθέσεις. Εχουν λοιπόν αποκλείσει τον δρόμο που οδηγεί στο καταφύγιο και

απειλούν ότι δεν θα επιτρέψουν τη μεταφορά άλλων ζώων. Ετσι η μεταφορά του ανεπιθύμητου σκύλου κινδυνεύει να έχει απρόβλεπτη έκβαση, οι ήρωες καταλαμβάνονται από αμφιβολίες και η κατάσταση περιπλέκεται από την επίφοβη παρουσία μιας εκπροσώπου φιλοζωικών οργανώσεων.

Το αβέβαιο μέλλον και οι καταυλισμοί

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η υπόθεση του καινούργιου έργου που έγραψε ο Γιάννης Τσίρος και σκηνοθετεί ο Γιώργος Παλούμπης. Κάτω από τις ρεαλιστικές και ευανάγνωστες αράδες του, εντούτοις, μετά το πρώτο τέταρτο της παράστασης ο θεατής θα διακρίνει, κάπως αόριστα στην αρχή, μια αλληγορία που στην εξέλιξη της δράσης θα γίνει σαφέστερη. Ο σκύλος συμβολίζει όσους μετανάστες μετά βίας διασώζονται από τον πνιγμό στην προσπάθειά τους να περάσουν τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας – και η δαγκωνιά του σκύλου εκφράζει τον ενστικτώδη φόβο τους για το αβέβαιο μέλλον που τους περιμένει στην Ευρώπη. Ξενοδόχος είναι ο ελληνικός λαός που προσβλέπει στους τουρίστες αλλά στέκεται καχύποπτα απέναντι στους ξενομπάτες που απειλούν την ειδυλλιακή εικόνα της χώρας, ενώ το ξενοδοχείο, που διόλου συμπτωματικά ονομάζεται Αιγαίο, αποτελεί μικρογραφία των ακριτικών μας νησιών. Το καταφύγιο των αδέσποτων, που περιγράφεται

και ως κολαστήριο, δεν είναι παρά οι άθλιοι καταυλισμοί των ξεριζωμένων – και η εκπρόσωπος των φιλοζωικών οργανώσεων ταυτίζεται με τις ΜΚΟ των αλληλέγγυων στους μετανάστες.

Σκυλοφοβία και ξενοφοβία

Το σπουδαίο όμως είναι πως ο Τσίρος, που σίγουρα δεν ανήκει στους θιασώτες της στρατευμένης τέχνης, διαχειρίζεται την όλη υπόθεση με τρυφερότητα και χιούμορ. Δεν συνθηματολογεί ούτε κρίνει τους ήρωές του με βάση ηθικά προαπαιτούμενα, αλλά εκθέτει τα κίνητρα του καθενός ανάλογα με την όλη του συγκρότηση. Αποφεύγει τον πειρασμό να μετατρέψει το θέατρο σε δικαστήριο ειδικού σκοπού και περιορίζεται στην απροκατάληπτη έκθεση όλων των πλευρών του μεταναστευτικού προβλήματος αφήνοντας τον θεατή να πάρει τη δική του θέση για το αν σώζοντας μια ύπαρξη από τον θάνατο καθίστασαι υπεύθυνος για τη ζωή της.

Εξίσου αμερόληπτος και άρα διόλου παιδαγωγικός είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασης. Ο Παλούμπης είναι παλιός γνώριμος του Τσίρου. Εχει συνεργαστεί κατ’ επανάληψιν μαζί του, στην «Αόρατη Ολγα» και στα «Αξύριστα πηγούνια». Ξέρει επομένως τα χνότα του και τα βρίσκει με τους ήρωές του. Οπότε δεν αντιμετωπίζει το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του έργου ως προσχηματικό ούτε υπονομεύει την

Ο συγγραφέας αποφεύγει τον πειρασμό να μετατρέψει το θέατρο σε δικαστήριο ειδικού σκοπού και περιορίζεται στην απροκατάληπτη έκθεση όλων των πλευρών του προβλήματος

παραλληλία σκυλοφοβίας και ξενοφοβίας με πρόωρες αποκαλύψεις και βολικά συμπεράσματα. Αξιοποιεί το ρεαλιστικό σκηνικό και τα καθημερινά κοστούμια που σχεδίασε η Νατάσσα Παπαστεργίου για να τονίσει την ευπάθεια των ηρώων σε απρόβλεπτες συνθήκες και υπογραμμίζει με μαλακό μολύβι τις συνειδησιακές τους μεταπτώσεις. Επιπλέον, διαμορφώνει σχεδόν απαρατήρητα το κλίμα της παράστασης με τη συνέργεια των διακριτικών φωτισμών του Βασίλη Κλωτσοτήρα και της ήπιας μουσικής σύνθεσης του Κώστα Νικολόπουλου. Ετσι, η ένταση της δράσης, τα ξεσπάσματα και οι συγκρούσεις των χαρακτήρων του έργου όχι μόνο δεν επισκιάζουν τα κίνητρά τους, αλλά υποδηλώνουν την αδήριτη ανάγκη της συνεννόησης μέσω των διαφορών τους.

Κυρίως όμως ο Παλούμπης είναι σκηνοθέτης που εμπιστεύεται τους ηθοποιούς του, αναγνωρίζει την υποκριτική τους ποιότητα και αναδεικνύει τα φυσικά προσόντα του καθενός με βάση τον προσωπικό τους βηματισμό. Ο Φώτης Λαζάρου διαπρέπει στον ρόλο του κηπουρού με την αβίαστη πειθώ της γνήσιας λαϊκότητας και συνδυάζοντας το καχύποπτο βλέμμα με την αστεία νευρικότητα αποδίδει στην εντέλεια τον έμφοβο χαρακτήρα που υποδύεται και οδηγεί με τις ανεξέλεγκτες θυμικές του εκτινάξεις την παράσταση στην κορύφωσή της. Η Ράνια Σχίζα αντιμετωπίζει τα ηθικά διλήμματα της κτηνιάτρου ηρωίδας της με την αρμόζουσα στην περίσταση αμφίδρομη κίνηση και ισορροπεί αξιοθαύμαστα μεταξύ εξωτερικής αποφασιστικότητας και εσωτερικών δισταγμών. Ο Ιωσήφ Πολυζωίδης σχεδιάζει με ενάργεια τη φυσιογνωμία του συμφεροντολόγου αλλά όχι ανάλγητου ξενοδόχου, ζυγίζοντας ακριβοδίκαια τις δύο του όψεις και αναδεικνύοντας τη σύνθεση ιδιωτικής μέριμνας και δημόσιας πράξης ως κινητήριο μοχλό της παράστασης.

Ville | Θέατρο

el-gr

2023-12-03T08:00:00.0000000Z

2023-12-03T08:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283399131560976

Documento Media