«O ελληνοτουρκικός διάλογος και η κυβέρνηση Μητσοτάκη»
Παρέμβαση για τα εθνικά θέματα από τον επικεφαλής της πολιτικής κίνησης ΠΡΑΤΤΩ
Του Νίκου Κοτζιά
Σε τέσσερις μέρες έρχεται για επίσημη επίσκεψη ο Ερντογάν στην Αθήνα. Είμαι σταθερά οπαδός του διαλόγου με τις χώρες που έχουμε διαφορές και εντάσεις. Ο διάλογος με τους αυθεντικούς φίλους είναι αυτονόητος, με χώρες όπως η Τουρκία πρέπει να τον επιδιώκουμε προσεκτικά. Η επίσκεψη αυτή ασφαλώς θα αξιολογηθεί από τα αποτελέσματά της. Αλλά οφείλω να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις και αποσαφηνίσεις εκ των προτέρων και να απαντήσω στα εξής ερωτήματα: Πρώτον, έρχεται ο Ερντογάν τη σωστή στιγμή ή όχι, ως επισήμαναν οι παλαιοί πρόεδροι της ΝΔ και πρώην πρωθυπουργοί της χώρας Αντ. Σαμαράς και Κ. Καραμανλής; Δεύτερον, η ατζέντα της συζήτησης είναι αυτή που οφείλει να είναι; Ή υπάρχουν σε αυτήν σκιές; Kαι τρίτον, η προετοιμασία είναι αυτή που έπρεπε να είναι;
Η στιγμή της επίσκεψης. Καταρχάς, α) Η ΝΔ οφείλει να κάνει αυτοκριτική για τις αθλιότητες που έπραξε και λάλησε κατά την επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα επί κυβέρνησης Τσίπρα. Μια δύσκολη επίσκεψη που αντιμετωπίστηκε ορθολογικά και με μια εξαιρετική ομιλία του τότε πρωθυπουργού με την οποία απαντήθηκαν όλες οι αιτιάσεις της τουρκικής πλευράς.
β) Η ζωή απέδειξε ότι για τη χώρα δεν είναι αποτελεσματική η επιλογή να μη μιλά η Αθήνα με την Αγκυρα και ακόμη λιγότερο να δίνει η κυβέρνηση του Μητσοτάκη υποσχέσεις στην Τουρκία άνευ αντικρίσματος. Η αντιμετώπιση της Τουρκίας δεν μπορεί να είναι πεδίο επικοινωνιακής πολιτικής και αποπροσανατολιστικής προπαγάνδας στα εθνικά θέματα. Να θυμίσω πόσες φορές μου επιτέθηκε ο Μητσοτάκης προσωπικά λέγοντας υποκριτικά ότι εκείνος θα έβαζε το ένα ή το άλλο βέτο, που ποτέ δεν έκανε; Εμείς δεν αφήσαμε ποτέ τον διάλογο, ενώ ήμασταν σαφείς και κατηγορηματικοί στην υπεράσπιση των δικαίων της πατρίδας και για αυτό δεν είχαμε τα επεισόδια που είχε συνεχώς ολόκληρη την πρώτη τετραετία η κυβέρνηση της ΝΔ.
γ) Η κυβέρνηση με την πρόσκληση στον Ερντογάν αυτήν τη στιγμή έχει δημιουργήσει ένα διττό πρόβλημα. Το πρώτο αφορά την προπαγάνδα της σύμφωνα με την οποία «η Τουρκία ήταν από το 2019 μέχρι και τα μέσα του 2023 διεθνώς απομονωμένη», ιδιαίτερα ως προς τη Δύση. Η αλήθεια ήταν ότι κάθε άλλο παρά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σημάδια απομόνωσης στη Δύση άρχισε να δείχνει η Τουρκία με τις επιθέσεις που κάνει ενάντια στο Ισραήλ, με τη στήριξη που δίνει στη Χαμάς και σε τρομοκρατικές οργανώσεις στη Συρία και στο Ιράκ, με τις φυλακίσεις χιλιάδων Κούρδων, ακόμη και νομίμως εκλεγμένων, καθώς και με τους βομβαρδισμούς κουρδικών πληθυσμών σε αναντιστοιχία με όσα λέει για τη Μέση Ανατολή. Δηλαδή η κυβέρνηση καμάρωνε για την απομονωμένη Τουρκία όταν δεν ήταν και όταν πράγματι άρχισε να γίνεται, την προσκάλεσε στην Αθήνα. Αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό, αλλά σίγουρα προβληματικό.
Ο Ερντογάν έρχεται στην Ελλάδα όταν έχει ανοίξει πολλαπλά μέτωπα με χώρες που θέλουμε να έχουμε σχέσεις. Σημειώνω δε ότι η ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε τις τριμερείς που είχαμε η Κύπρος και η Ελλάδα με αραβικές χώρες, ιδιαίτερα με την Παλαιστίνη και τη Λιβύη. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε αντί να είναι μια δύναμη διαμεσολάβησης και διαπραγμάτευσης στην περιοχή, όπως κάναμε εμείς, να γίνει τμήμα του προβλήματος στα μάτια του αραβικού κόσμου και, ταυτόχρονα, να δίνει διέξοδο στον υβριστή της άλλης πλευράς. Οπως στα Βαλκάνια, έτσι και στην ανατολική Μεσόγειο υπονομεύει, έστω και άθελά της, εξαιτίας των επιλογών της, τις κατακτήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Δεύτερον: Η ατζέντα. Η κυβέρνηση της ΝΔ με τον τρόπο και τη μέθοδο που ανέλαβε να συνομιλεί και να διαπραγματεύεται, δηλαδή φοβικά, προβληματικά και με αδιαφάνεια, καθώς και με δηλώσεις εκ των προτέρων υποχώρησης, συνέβαλε καθοριστικά στο να αυξηθεί η ατζέντα των διεκδικήσεων της Τουρκίας τα τελευταία έτη. Σήμερα οι διεκδικήσεις της Τουρκίας αφορούν πολύ ευρύτερο θεματολόγιο από εκείνο που υπήρχε προηγούμενα, ενώ οι παλιές αποσπασματικές κορόνες της Αγκυρας έχουν μετατραπεί σε σταθερά σχέδια σε βάρος της χώρας με σαφή προγραμματική αποκρυστάλλωση που έχει πάρει τη μορφή αφηγήματος και προωθείται σταθερά (από το «Turkaegean» μέχρι τη Ζουράφα).
Η κυβέρνηση είχε κάνει μια μεγάλη καμπάνια αυτοεπιβράβευσης για τις διερευνητικές με την Τουρκία. Κάτι που γινόταν για τρεις δεκαετίες. Η προπαγανδιστική μηχανή της ΝΔ τις παρουσίασε ως τη μέγιστη επιτυχία της, λες και ήταν δική της ανακάλυψη. Το πρόβλημά της στην πραγματικότητα ήταν ότι
Το καινούργιο που φέρνει στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις η ΝΔ είναι η εγκατάλειψη των διερευνητικών με τη δεσμευτικά περιορισμένη θεματολογία τους και η διαμόρφωση ενός «ευρέος» πλαισίου συζητήσεων με την Τουρκία
την ενοχλούσε το γεγονός ότι οι διερευνητικές έχουν μια δεσμευτική ατζέντα την οποία επίμονα η Τουρκία προσπάθησε να παρακάμψει αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση από καμιά ελληνική κυβέρνηση, πλην της ΝΔ. Η ΝΔ ανακάλυψε μια νέα πατέντα: τις εγκατέλειψε σιωπηρά και συμφώνησε σε ένα άλλο «ευρύτερο πλαίσιο» έτσι όπως το επιθυμούσε η Αγκυρα.
Η κυβέρνηση ανήγγειλε ότι διαπραγματεύεται μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και την προώθηση μιας θετικής ατζέντας σε ζητήματα σχετικά χαμηλής στρατηγικής σημασίας. Και τα δύο είναι καλό να γίνονται. Αλλά δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο ή πρωτότυπο. Τα ΜΟΕ, στρατιωτικά και πολιτικά, έχουν προωθηθεί εδώ και δεκαετίες, από την εποχή της συμφωνίας Παπούλια – Γιλμάζ. Οσο για τη θετική ατζέντα, αυτή ως όρος και πολιτική συγκροτήθηκε και προωθήθηκε επί κυβέρνησης Τσίπρα. Την οποία εξύβρισαν οι της ΝΔ. Αλλά και μερικά «αριστερά» στηρίγματά της, τα οποία προκειμένου να βοηθήσουν τη ΝΔ να υλοποιήσει αυτό που θα ονοματίσω αμέσως μετά, υβρίζουν την πολιτική που ακολουθήσαμε για τα ελληνοτουρκικά στο διάστημα 2015–18 και στο κυπριακό. Αυτή η αρρώστια στην Ελλάδα είναι γνωστή: καταδίκη του ελληνικού πατριωτισμού και δικαιολόγηση του τουρκικού υπερεθνικισμού – σοβινισμού.
Το καινούργιο που φέρνει στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι ούτε τα ΜΟΕ ούτε η θετική ατζέντα. Είναι η εγκατάλειψη των διερευνητικών με τη δεσμευτικά περιορισμένη θεματολογία τους και η διαμόρφωση ενός «ευρέος» πλαισίου συζητήσεων με την Τουρκία που να αφορά το σύνολο των κατά την Τουρκία ελληνοτουρκικών διαφορών. Η ίδια, βέβαια, μαζί με τους συμμάχους της ονοματίζει κάθε απόρριψη και αντίσταση στις υποχωρήσεις της ως εθνικισμό.
Τρίτον, η προετοιμασία. Η κυβέρνηση δεν κάνει επαρκή προετοιμασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Το ίδιο το υπουργείο των Εξωτερικών δυσλειτουργεί. Δεν υπάρχουν οδηγίες προς τις πρεσβείες. Οι διευθύνσεις δεν έχουν κατευθύνσεις. Προσωπικές εμμονές και επιλογές προτάσσονται των αναγκών της χώρας. Σπουδαίοι διπλωμάτες τίθενται στο περιθώριο ενώ πρυτανεύει το κριτήριο της «κουμπαριάς»– και σε αυτό, δυστυχώς, κυριολεκτώ. Η ηγεσία του δεν λειτουργεί συλλογικά. Το αποτέλεσμα είναι η όποια προετοιμασία να περιορίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις με τους τρίτους και ο υπουργός να είναι μόνο κατά το όνομα υπουργός. Ενα δε από τα χειρότερα ζητήματα είναι ότι αυτή η ηγεσία θεωρεί το κυπριακό «βάρος» και όχι θεμελιακό εθνικό ζήτημα συνδεδεμένο άμεσα και με τις εξελίξεις και τις προοπτικές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τέλος, είναι άμεσα αναγκαίο να συνεργαστούν οι δημοκρατικές– προοδευτικές δυνάμεις για ένα πατριωτικό σχέδιο αντιμετώπισης και θετικής προώθησης χωρίς υποχωρήσεις και επιπολαιότητες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μπροστινή Σελίδα
el-gr
2023-12-03T08:00:00.0000000Z
2023-12-03T08:00:00.0000000Z
https://epaper.documentonews.gr/article/282080576601104
Documento Media