Documento Media

Η πόλη καίγεται

Αντιγνωμίες για την ταινία «Athena» του Ρομαίν Γαβρά και το αμφίσημο ιδεολογικό της υπόβαθρο

Βασίλη Μαζωμένου Σκηνοθέτη – σεναριογράφου – παραγωγού Νέστορα Βικέλ Συγγραφέα γουέστερν

«Η επιφάνεια ήταν ακίνητη, παγωμένη. Ενα υπόγειο βουητό πλησίαζε, που μόνο κάποια αυτιά μπορούσαν να το ακούσουν» (Χέγκελ)

Ηταινία «Athena» του Ρομαίν Γαβρά αποτελεί μια σημαντική σύγχρονη καταγραφή ενός μέλλοντος που είναι ήδη παρόν. Ενα δυστοπικό παρόν στο οποίο μας έχουν οδηγήσει όχι απλώς ο καπιταλισμός αλλά η ίδια η Δύση και ο πολιτισμός της. Αυτή που από φωτισμένη πλευρά του πλανήτη μάς ξαναγυρίζει όλο και πιο πολύ στα μεσαιωνικά σκοτάδια της. Η προηγούμενη περίπτωση παρόμοιου θέματος, το «Μίσος» του Κασοβίτς, σήμερα λειτουργεί περισσότερο ως αρχετυπική αναφορά.

Στην ταινία του Γαβρά η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ δεν υπονομεύει το σαφέστατο ιδεολογικό και πολιτικό της περιεχόμενο. Κι αυτό γιατί το τελευταίο δεν είναι προφανές, όπως στις αντίστοιχες αμερικανικές ταινίες με τα αναμασημένα κλισέ και τα χοντροκομμένα ιδεολογήματα. Εδώ το σκηνικό περιβάλλον δεν είναι ντεκόρ. Είναι οι ίδιες οι εργατικές κατοικίες του σκουρόχρωμου περιθωρίου μιας μεγαλούπολης. Εκεί όπου κατοικούν όσοι ήρθαν αναζητώντας έναν παράδεισο και κατάλαβαν ότι η Ευρώπη τελικά κατάντησε μόνο ένα όνομα. Αυτός ο περιβάλλων χώρος, που μοιάζει με πολιορκημένο κάστρο, είναι τελικά το οχυρό που πρέπει να κρατηθεί όρθιο. Η δολοφονία του νεαρού είναι απλώς η αφορμή. Η οργή που ξεσπά έχει τις βαθιές της αιτίες στο «εμείς και οι άλλοι». Ο «τρίτος κόσμος» σπρώχτηκε προς τον γερασμένο «πρώτο». Ζήτησε στέγη, λίγο φαγητό και μια ανάσα. Εκείνος πρόσφερε τη φιλανθρωπία του αλλά δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι είναι ίσος με εκείνους. Σε αυτούς τους άλλους ανήκουν και τα τρία αδέρφια. Ενας 13χρονος νεκρός, ένας εξίσου έφηβος –λίγο μεγαλύτερος– που οδηγεί την εξέγερση κι ένας στρατιωτικός, που βρίσκεται τελικά μετέωρος ανάμεσα στη στολή και την ηθική της οικογένειας και της καταγωγής.

Από τις πρώτες στιγμές ο Γαβράς μάς επανατοποθετεί από την ασφάλεια του θεατή σε εκείνη του συμμέτοχου. Κι αυτό οφείλεται στη δυναμική χρήση του steady cam, με τη διαρκή κίνησή του στην επίγεια κόλαση του δυτικού περιθωρίου. Ενα περιθώριο που πέραν της προφανούς ταξικότητάς του έχει στοιχεία έντονης παραβατικότητας (όπλα, ναρκωτικά κ.λπ.), ενώ αναδεικνύει και τη σχέση του με την εξουσία με την οποία συναλλάσσεται ο κύριος εκπρόσωπός του στην ταινία, ο ετεροθαλής αδερφός των τριών.

Ολα λοιπόν ανακατεμένα σε μια κρεατομηχανή που τα αλέθει: νέοι εξεγερμένοι –οι παλιοί και πιο συμβιβασμένοι διώχνονται από τις εστίες τους–, στρατιώτες φοβισμένοι, αστυνομικοί διεφθαρμένοι και παντού τηλεοράσεις με την αναμετάδοση των εικόνων κοινωνικής βίας. Ολοι και όλα γίνονται είδηση και παίζουν live για τους εκτός κόλασης, που τα βλέπουν καταναλώνοντάς τα στους καναπέδες.

Ο Γαβράς επιχειρεί να κάνει μια ταινία για το όλον. Δεν τον ενδιαφέρει η αναπαράσταση, την οποία υπονομεύει κυρίως με τον τρόπο κινηματογράφησης. Σαν να ψάχνει να γυρίσει στις απαρχές του σινεμά: στον κινηματογράφο του Αϊζεν

στάιν και του Ντοβζένκο, όπου οι χαρακτήρες υπηρετούσαν πρωτίστως την ιδέα και άρα απομακρύνονταν από την απόλυτα ανθρώπινη διάστασή τους – μετατρέπονταν σε σύμβολα. Αυτό δεν σημαίνει ότι στερούνταν νοήματος· ίσα ίσα. Απλώς δεν υπήρχε φετιχοποίηση του σεναρίου και οι ήρωες επανακαθόριζαν το νόημά τους μέσα από τις δράσεις τους. Οπως αναφέρω πιο πάνω, και πολλές αμερικανικές ταινίες επιχειρούν το ίδιο. Οχι όλες, γιατί έχουν υπάρξει και αριστουργήματα, κυρίως για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι στουντιακές ταινίες βέβαια, καθώς δεν ενέχουν το ίδιο βαθύ περιεχόμενο, παραμένουν σχηματικές. Ο ήρωας που πολεμά στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν για τη χώρα του, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και την ώρα της μάχης κοιτάζει με νοσταλγία τη φωτογραφία της οικογένειάς του είναι σίγουρο ότι θα καταλήξει στο τέλος στην αγκαλιά της μητέρας πατρίδας και της γυναίκας του. Ο ήρωας του Γαβρά δεν έχει να πάει πουθενά. Είναι ο κύριος Κ του «Πύργου» του Κάφκα. Πίσω του η κόλαση μιας εμπόλεμης πατρίδας, την οποία εκείνοι που τον «φιλοξενούν» μετέτρεψαν σε ερείπια. Μπροστά του το γκέτο

της μεγαλούπολης όπου κατοικεί και τα ερείπια της ψυχής του. Ετσι ο Αμπντέλ, ο Καρίμ, ο Μοχτάρ παραμένουν εκεί μετέωροι – άνθρωποι ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ούτε μπροστά ούτε πίσω.

Το φινάλε (προσοχή, spoiler) δημιούργησε αντιδράσεις και κατανοώ γιατί. Από τη μια οι ακροδεξιοί αντιδρούν γιατί ο Γαβράς τους δείχνει ευθέως όχι μόνο δολοφόνους αλλά και προβοκάτορες. Από την άλλη οι υπερ-αριστεροί που δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι στον σύγχρονο σύνθετο κόσμο δεν σχηματοποιούνται οι άνθρωποι (παράδειγμα ο Ζερόμ, ο αστυνομικός της ταινίας) και κανείς δεν έχει το αποκλειστικό προνόμιο στην υπερευαισθησία.

Οι ταινίες κρίνονται αυτές καθαυτές. Δεν ετεροκαθορίζονται. Κατανοητές οι προτιμήσεις, τα γούστα, οι διαφορετικές αφετηρίες. Αλλά υπάρχει κάτι που τις κάνει μοναδικές. Εκείνη η ανατριχίλα που νιώθεις και το φτερούγισμα στο στήθος. Αν το «Athena» του Ρομαίν Γαβρά ήταν η πρώτη του ταινία, όπως ο «Γιος του Σαούλ» του Νέμες, και δεν είχαν προηγηθεί τα βιντεοκλίπ του, οι πιο πολλοί θα μιλούσαν για αριστούργημα. Τώρα;

Αν στόχος της ταινίας είναι η ρεαλιστική αναπαράσταση των αστεακών ταραχών και εξεγέρσεων, σίγουρα θα μπορούσαμε να την καταγγείλουμε για την αποτυχία της ως προς αυτό το σκέλος. Ομως δεν προκύπτει από κάπου ότι ο σκηνοθέτης έχει επιχειρήσει να κάνει κάτι άλλο από μια φαντασμαγορική απεικόνιση στα όρια της χορογραφίας κι αυτό κατά τη γνώμη μου το πετυχαίνει.

Ενδιαφέρουσα, αν και αρκετά απλοϊκή στην απόδοσή της, βρήκα τη σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοσύγκρουσης δυνάμεων που δρουν εντός των αποκλεισμένων κοινοτήτων, κατάσταση που εκφράζεται μέσα από τη σχέση των τριών αδερφών: των δυνάμεων που είναι στην οριακή αλλά και ενοχική κατάσταση μετάβασης προς την κοινωνική αφομοίωση και συνομιλούν με την κεντρική εξουσία, των ριζοσπαστικών και της μαφίας.

Η πολιτική προσέγγιση της ταινίας ότι τελικά οι αστεακές ταραχές –στις οποίες ρομαντικοί νέοι χρησιμοποιούνται ως αναλώσιμοι χρήσιμοι ηλίθιοι– είναι κάτι που επιδιώκει η ίδια η εξουσία, θύλακές της, οι δυνάμεις της συντήρησης ή η οργανωμένη ακροδεξιά σίγουρα χωλαίνει. Ομως αυτό δεν είναι θέση του Ρομαίν Γαβρά αλλά η κυρίαρχη άποψη στα σόσιαλ μίντια, την οποία με κάθε ευκαιρία και χωρίς καν να ρωτηθούν εκφράζουν ακόμη και δυνάμεις της Αριστεράς.

Ξεκίνησα να βλέπω την ταινία αρνητικά προκατειλημμένος. Δεν πρόκειται προφανώς για κάποιο αριστούργημα ούτε για μια ταινία που θα έβλεπα σε κινηματογράφο, δεδομένου έτσι κι αλλιώς ότι έχω να κάνω κάτι τέτοιο από το 2019. Είναι όμως μια ταινία του Netflix που παρακολούθησα με κάποιο ενδιαφέρον. Νομίζω πως αν ο τίτλος της δεν είχε αυτή την έμμεση –αν και εντελώς άστοχη– αναφορά στην εξέγερση του δικού μας 2008, η υποδοχή του ελληνικού κοινού θα ήταν αισθητά πιο επιεικής.

Docville

el-gr

2022-10-02T07:00:00.0000000Z

2022-10-02T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282870849701281

Documento Media