Documento Media

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΡΑΪΧ ΤΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ

Η IG Farben αποφάσισε να εγκατασταθεί κοντά στο Αουσβιτς λόγω της εγγύτητας των ανθρακωρυχείων αλλά και της τζάμπα δουλικής εργασίας 83.000 κρατουμένων. Η επιχείρηση κάλυπτε τις ανάγκες των ναζί σε βενζίνη και καουτσούκ

Επιμέλεια Βασιλική Λάζου Ιστορικός, διδάσκουσα τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

Ηπετρελαϊκή βιομηχανία στη ναζιστική Γερμανία παρέχει ένα εξαιρετικό παράδειγμα για τη μελέτη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην οικονομία και την κυβερνητική πολιτική στο Τρίτο Ράιχ. Το 1938 τα ευρωπαϊκά κράτη στο σύνολό τους εξαρτώνταν από τον άνθρακα για πάνω από τα τρία τέταρτα των ενεργειακών αναγκών τους. Η γερμανική οικονομία το 1938 βασιζόταν στον άνθρακα για το 90% της ενέργειάς της και χρησιμοποιούσε πετρέλαιο μόνο για το 3% των αναγκών της. Ωστόσο είναι σαφές ότι τα προϊόντα πετρελαίου διαδραμάτισαν ιδιαίτερο και αναντικατάστατο ρόλο σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα στη γερμανική οικονομία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και την περίοδο της προετοιμασίας του. Καμιά άλλη πηγή καυσίμου δεν ήταν κατάλληλη για τα μηχανοκίνητα οχήματα και την αεροπορική ισχύ. Συνεπώς η παραγωγή υγρών καυσίμων ήταν ζωτικής σημασίας συνιστώσα των πολιτικών οικονομικής και εθνικής ασφάλειας της Γερμανίας τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 (Φωτογραφία 1).

Βραχυπρόθεσμα η εθνικοσοσιαλιστική πολιτική πετρελαίου σημείωσε σημαντική επιτυχία. Το 1936, τέταρτο έτος της ναζιστικής κυριαρχίας, η Γερμανία εισήγε σχεδόν το 70% των αναγκών της σε υγρά καύσιμα, περίπου 5.000.000 τόνους. Μέχρι τους πρώτους τέσσερις μήνες του 1944 η χώρα παρήγε εγχώρια το 72,3% των συνολικών ετήσιων αναγκών της σε υγρά καύσιμα – κοντά 8 εκατ. τόνους σε ετήσια βάση. Από αυτή την εγχώρια παραγωγή πάνω από το 60% παράχθηκε συνθετικά από τους άφθονους πόρους άνθρακα της Γερμανίας. Τόσο στη σχετικά μικρή αλλά ακόμη σημα

ντική γερμανική βιομηχανία αργού πετρελαίου όσο και στη μεγαλύτερη γερμανική βιομηχανία συνθετικού πετρελαίου η ναζιστική κυβέρνηση βοήθησε τις επιχειρήσεις μέσω επιδοτήσεων για την έρευνα και τις κατασκευές μέσω της επιβολής υψηλών δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα αργού ή τελικού πετρελαίου και ιδίως στη συνθετική βιομηχανία μέσω βοήθειας για την ταχεία εφαρμογή σχετικά νέων τεχνολογιών.

IG Farben.

Από τα εκατομμύρια στα δισεκατομμύρια

Η γερμανική πετρελαϊκή βιομηχανία συμβάδιζε με τη ναζιστική πολιτική της αυτάρκειας και του επανεξοπλισμού, η οποία οδήγησε στην ευνοϊκή της μεταχείριση, ειδικά σε ό,τι αφορά την IG Farben (Φωτογραφία 2). Επρόκειτο για έναν όμιλο οκτώ κορυφαίων γερμανικών χημικών κατασκευαστών, συμπεριλαμβανομένων των Bayer, Hoechst και BASF, που εκείνη την εποχή ήταν οι μεγαλύτερες χημικές εταιρείες. Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι εταιρείες αυτές είχαν δημιουργήσει μια «κοινότητα συμφερόντων» που συγχωνεύτηκαν σε μία εταιρεία στις 25 Δεκεμβρίου 1925, αποτελώντας έτσι τη μεγαλύτερη χημική επιχείρηση σε ολόκληρο τον κόσμο. Το μετοχικό κεφάλαιο της IG Farben αυξήθηκε από 1,1 εκατ. γερμανικά μάρκα το 1926 σε 3,1 δισ. μάρκα το 1943. Στη γερμανική αγορά η IGF είχε το μονοπώλιο και ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας της Γερμανίας. Δαπανηρές καινοτομίες, όπως η παραγωγή συνθετικού καουτσούκ (buna) από άνθρακα ή βενζίνη, έπεισαν την IGF κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ότι η εταιρεία θα πρέπει να δημιουργήσει στενούς δεσμούς με τον Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα. Η εταιρεία είχε υψηλή τεχνολογική εμπειρία, ενώ οι βασικοί διαχειριστές κατείχαν σημαντικές θέσεις στη χάραξη της ναζιστικής πολιτικής.

Στο πλαίσιο των οικονομικών προετοιμασιών για τον επικείμενο πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ενωσης το διοικητικό συμβούλιο του IGF, με την υποστήριξη της κυβέρνησης, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα πρόσθετο έργο συνθετικού καουτσούκ και εγκαταστάσεις για την παραγωγή συνθετικών καυσίμων. Το συμβούλιο αποφάσισε ότι ο τόπος όπου θα γίνονταν οι νέες εγκαταστάσεις θα ήταν το Αουσβιτς στην Ανω Σιλεσία, όχι μόνο λόγω των εξαιρετικών σιδηροδρομικών συνδέσεων και της εγγύτητας των ανθρακωρυχείων της, αλλά κυρίως επειδή το στρατόπεδο συγκέντρωσης πρόσφερε στην IGF σημαντικό και φτηνό εργατικό δυναμικό: μέχρι 10.000 κρατούμενους για την κατασκευή του νέου εργοστασίου (Φωτογραφία 3). Υπήρχαν πέντε ιδιόκτητες ή συμβεβλημένες μονάδες παραγωγής της IG Farben που παρήγαν συνθετικό καουτσούκ, οι περισσότερες από τις οποίες χρησιμοποιούσαν καταναγκαστική εργασία. Στο αποκορύφωμά του, το 1944, αυτό το εργοστάσιο χρησιμοποίησε 83.000 εργάτες με δουλική εργασία. Το φονικό αέριο Zyklon B, για το οποίο η IG Farben κατείχε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, κατασκευάστηκε από την Degesch, στην οποία η IG Farben κατείχε το 42,2% και είχε δικούς της διευθυντές στη διευθύνουσα επιτροπή της.

Ο σερ Ανρί Ντέτερντινγκ της Royal Dutch Shell κορυφαίος φίλος των ναζί

Οι βιομήχανοι της IG Farben δεν ήταν οι μόνοι που στήριξαν τη ναζιστική πολιτική. Τον Δεκέμβριο του 1936 υπήρξαν παγκόσμιες ειδήσεις σχετικά με τις μαζικές δωρεές τροφίμων του ιδρυτή της Royal Dutch Shell σερ Χένρι Ντέτερντινγκ (Henri Deterding) στο πρόγραμμα συγκέντρωσης χρημάτων του Χίτλερ. Οπως ανέφερε τηλεγράφημα του Reuters που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «The Straits Times» στις 30 Δεκεμβρίου 1936:

«Ο Ολλανδός βασιλιάς του πετρελαίου σερ Χέρνι Ντέτερντινγκ δίνει 10.000.000 ολλανδικά φλορίνια για να αγοραστούν γεωργικά προϊόντα στην Ολλανδία για τη Γερμανία. Το επίσημο ναζιστικό όργανο Der Angriff περιγράφει το δώρο των τροφίμων για “τη χειμερινή βοήθεια” ως γιγαντιαίο. Ο σερ Ανρί θεωρείται από καιρό από τους κορυφαίους φίλους της νέας Γερμανίας» (Τεκμήριο 1).

Ο Κάρτερ μιλούσε για «ενεργειακή μετάβαση» από το 1973

Ο όρος «ενεργειακή μετάβαση» επινοήθηκε μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973. Διαδόθηκε ευρέως από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ μέσω της τηλεοπτικής ομιλίας του για την ενέργεια στις 18 Απριλίου 1977. Μιλώντας από το οβάλ γραφείο ο Αμερικανός πρόεδρος πρότεινε μια δέσμη δέκα κυβερνητικών μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής απειλής, ώστε να περιοριστεί η άλογη κατανάλωση και να δοθεί προτεραιότητα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Χαρακτήρισε το ενεργειακό πρόβλημα τη μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ με εξαίρεση την πρόκληση του πολέμου και επισήμανε ότι «εάν δεν δράσουμε σύντομα, θα αντιμετωπίσουμε μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική

κρίση που θα απειλήσει τους ελεύθερους θεσμούς μας». Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στα οποία βασιζόμαστε για το 75% της ενέργειάς μας απλώς εξαντλούνται. Παρά τις αυξημένες προσπάθειες, η εγχώρια παραγωγή μειώνεται σταθερά περίπου 6% ετησίως. Οι εισαγωγές έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Η οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία του έθνους μας γίνεται όλο και πιο ευάλωτη. Εάν δεν γίνουν βαθιές αλλαγές στη μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου, πιστεύουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο κόσμος θα απαιτήσει περισσότερο πετρέλαιο από όσο μπορεί να παράγει […] Πρέπει να κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία για να κατανοήσουμε το ενεργειακό μας πρόβλημα.

Δύο φορές τα τελευταία εκατοντάδες χρόνια έχει υπάρξει μετάβαση στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την ενέργεια. Η πρώτη ήταν πριν από περίπου 200 χρόνια, όταν αλλάξαμε από το ξύλο –το οποίο είχε παράσχει περίπου το 90% όλων των καυσίμων– στον άνθρακα, ο οποίος ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός. Αυτή η αλλαγή έγινε η βάση της βιομηχανικής επανάστασης. Η δεύτερη αλλαγή συνέβη αυτό τον αιώνα με την αυξανόμενη χρήση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Ηταν πιο βολικές και φτηνότερες πηγές ενέργειας από τον άνθρακα και η προσφορά φαινόταν να είναι σχεδόν απεριόριστη. Κατέστησαν δυνατή την εποχή των ταξιδιών με αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Σχεδόν όλοι όσοι είναι ζωντανοί σήμερα μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ποτέ δεν γνωρίσαμε κάτι διαφορετικό. Επειδή τώρα ξεμένουμε από φυσικό αέριο και πετρέλαιο πρέπει να προετοιμαστούμε γρήγορα για μια τρίτη αλλαγή – την αυστηρή διατήρηση και την ανανεωμένη χρήση του άνθρακα και τη χρήση μόνιμων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η ηλιακή ενέργεια» (Τεκμήριο 2).

Ο Αμερικανός πρόεδρος πρότεινε δέκα θεμελιώδεις αρχές βασισμένες σε έννοιες όπως η εξοικονόμηση, η μείωση, η επιβράδυνση, η ίση κατανομή του κόστους και η προστασία του περιβάλλοντος. Οι προτάσεις του Κάρτερ προσέκρουσαν στη σθεναρή αντίσταση των Ρεπουμπλικάνων και λίγες εφαρμόστηκαν τελικά, για να ακυρωθούν στη συνέχεια από τον επόμενο πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν. Οι ΗΠΑ εξακολούθησαν να είναι δέσμιες του ξένου πετρελαίου και των γεωπολιτικών εμποδίων.

Συμπεράσματα από την Covid-19. Την ενέργεια φυγείν αδύνατον

Η Covid-19 έχει δημιουργήσει τη μεγαλύτερη παγκόσμια κρίση εδώ και γενιές, στέλνοντας κύματα σοκ μέσω των συστημάτων υγείας, των οικονομιών και των κοινωνιών σε όλο τον κόσμο. Ο ενεργειακός τομέας επηρεάστηκε σοβαρά από τα επαναλαμβανόμενα lockdowns το 2020.

Σύμφωνα με στατιστικές και αναλύσεις του International Energy Agency (Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας) (Γράφημα 1): «Η επιβράδυνση των μεταφορών, του εμπορίου και της οικονομικής δραστηριότητας σε όλο τον κόσμο μείωσαν τη χρήση ενέργειας κατά 4%. […] Οι επιπτώσεις της πανδημίας για τα ενεργειακά συστήματα και τη μετάβαση σε καθαρή ενέργεια εξακολουθούν να εξελίσσονται, αλλά τρεις τομείς ειδικότερα ξεχωρίζουν: η ενεργειακή ασφάλεια παραμένει ακρογωνιαίος λίθος των οικονομιών μας, ιδίως σε ταραγμένους καιρούς. Η ασφάλεια της ηλεκτρικής ενέργειας και τα ανθεκτικά ενεργειακά συστήματα είναι πιο απαραίτητα από ποτέ για τις σύγχρονες κοινωνίες. Η μετάβαση σε καθαρή ενέργεια πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο των σχεδίων οικονομικής ανάκαμψης και τόνωσης. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ήταν σημαντικό θετικό στοιχείο, με τις αιολικές και ηλιακές εγκαταστάσεις να συνεχίζουν να επεκτείνονται ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας […].

Υπάρχει έντονη γεωγραφική κατανομή στα μέτρα οικονομικής ανάκαμψης των κυβερνήσεων. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών είναι στις οικονομίες των G20. Στις προηγμένες οικονομίες τα μέτρα ανάκαμψης που έχουν ανακοινωθεί μέχρι σήμερα αναμένεται να καλύψουν το 60% των επενδυτικών αναγκών που έχουν οριστεί για τις οικονομίες αυτές στο σχέδιο βιώσιμης ανάκαμψης.

Στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες το ποσοστό αυτό πέφτει στο 20% και πολλές χώρες εστίασαν το πιο περιορισμένο δημοσιονομικό τους περιθώριο κυρίως σε έκτακτα υγειονομικά και οικονομικά μέτρα. Ορισμένες χώρες με μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο ενδέχεται επίσης να είναι επιφυλακτικές να ξεκινήσουν μεγάλα προγράμματα δαπανών για την οικονομική ανάκαμψη μετά τις πληθωρικές επιπτώσεις που σημειώθηκαν στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Η ανάλυσή μας για περισσότερα από 800 μέτρα πολιτικής σε περισσότερες από 50 χώρες δείχνει ότι οι κρατικές δαπάνες για μέτρα βιώσιμης ανάκαμψης που σχετίζονται με την ενέργεια διοχετεύονται κυρίως μέσω προγραμμάτων που υπάρχουν ήδη, όπως επιχορηγήσεις ενεργειακής απόδοσης, δημόσιες συμβάσεις, σχέδια κοινής ωφέλειας και στήριξη επιλογών ηλεκτρικών μεταφορών.

Εκτιμούμε ότι η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή των μέτρων οικονομικής ανάκαμψης που έχουν ανακοινωθεί μέχρι σήμερα θα έχει αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 να ανέβουν σε επίπεδα-ρεκόρ το 2023, συνεχίζοντας να αυξάνονται στη συνέχεια. Ενώ αυτή η πορεία είναι 800 εκατ. τόνοι χαμηλότερη το 2023 απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς βιώσιμες προσπάθειες ανάκαμψης, είναι ωστόσο 3.500 εκατ. τόνοι πάνω από την πορεία που καθορίστηκε στην πρόσφατη ειδική έκθεση του ΔΟΕ “Net Zero μέχρι το 2050: Χάρτης πορείας για τον παγκόσμιο ενεργειακό τομέα”».

Σημείωση: Ο πρόσφατος πόλεμος στην Ουκρανία ανέτρεψε προβλέψεις και σχεδιασμούς.

Doc Files

el-gr

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/284047670469731

Documento Media