Documento Media

O κόσμος στο μεγάλο ενεργειακό σταυροδρόμι

Του Κωνσταντίνου Βενάκη

Οι «πόλεμοι» του πετρελαίου πριν από τους παγκόσμιους

Στα τέλη του 19ου αιώνα, περί το 1885, τρεις μονοπωλιακές πετρελαϊκές εταιρείες ήλεγχαν σχεδόν όλες τις πετρελαϊκές δραστηριότητες του πλανήτη, με πιο σημαντικές τη διύλιση του πετρελαίου και τη μεταφορά κηροζίνης.

Η μία ήταν η αμερικανική Standard Oil, η οποία διύλιζε και διακινούσε το πετρέλαιο της περιοχής της Πενσιλβάνια. Πουλούσε κηροζίνη στην Ευρώπη και στις αγορές της Απω Ανατολής. Είχε ιδρυθεί το 1870 από τον μετέπειτα διάσημο Τζον Ροκφέλερ (John D. Rockefeller), ο οποίος είχε ξεκινήσει, όπως και πολλοί άλλοι ομόλογοί του, ως ιδιοκτήτης μόνο ενός διυλιστηρίου πέντε χρόνια πριν. Ο Ροκφέλερ άρχισε να αγοράζει τα διυλιστήρια των ανταγωνιστών του για να μεγαλώσει την εταιρεία του. Ομως σύντομα είδε πόσο σημαντική είναι στις πετρελαϊκές δουλειές η διάσταση των μεταφορών. Δηλαδή πόσο μεγάλο μέρος του κόστους αποτελεί και πόσο προσοδοφόρα μπορεί να αποδειχτεί ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων εταιρειών. Ετσι, προχώρησε στην καθετοποίηση της παραγωγής, δηλαδή την παραγωγή όλων των μέσων που του ήταν απαραίτητα στη δουλειά του. Αντί να επενδύσει, για παράδειγμα, σε πιο επαναστατικές μεθόδους εξόρυξης και επεξεργασίας του πετρελαίου, προτίμησε να αγοράσει δασικές εκτάσεις. Σε λίγο καιρό με την ξυλεία του δάσους η εταιρεία είχε δικά της βαρέλια για να συσκευάζει το προϊόν της, δικά της κάρα για να μεταφέρει τα βαρέλια στις δικές της αποθήκες και από εκεί να τα στέλνει στους αγοραστές με τα δικά της πλοία.

Οι άλλες δύο εταιρείες ανήκαν στην εβραϊκή οικογένεια Ρότσιλντ

(Rothschild) των γνωστών τραπεζιτών και τη ρωσοσουηδική οικογένεια Νομπέλ (Nobel), που έδωσε το όνομά της στο περίφημο βραβείο. Επειτα από απόφαση του τσάρου τούς είχε δοθεί το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του Μπακού στον Καύκασο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν. Το βασικό πρόβλημα των δύο εταιρειών, όπως εύκολα προκύπτει από μια ματιά στον χάρτη, ήταν η γεωγραφική θέση του κοιτάσματος. Το Μπακού δεν ήταν και το πιο εύκολο σημείο για τη μεταφορά πετρελαίου.

Τεχνολογικές καινοτομίες. Αγωγοί και τάνκερ

Για να το αντιμετωπίσουν επινόησαν διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες σε σχέση με τη διύλιση αλλά και τη μεταφορά του πετρελαίου. Ετσι αναπτύχθηκαν οι αγωγοί πετρελαίου αλλά και το ίδιο το τάνκερ, εφεύρεση του Λούντβιγκ Νομπέλ το 1878. Η εταιρεία των Ρότσιλντ κατάφερε να κερδίσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του πετρελαίου του Μπακού επειδή χρηματοδότησε μέσω της οικογενειακής τράπεζας την κατασκευή του σιδηρόδρομου Μπακού – Μπατούμ, μέσω του οποίου θα γινόταν και η μεταφορά του πετρελαίου από το Μπακού στη Μαύρη Θάλασσα και από εκεί σε όλο τον κόσμο, την ίδια στιγμή που οι εταιρείες που προωθούσαν αρχικά την κατασκευή του χρεοκοπούσαν. Ετσι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τη Standard Oil, που δεν είχαν γεωγραφικά ζητήματα, εδώ τα εμπόδια που έθετε η γεωγραφία οδήγησαν τελικά σε μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα. Αυτό, βεβαίως, ήταν εφικτό επειδή η παραγωγή του Μπακού ήταν πολύ μεγάλη. Το 1888 είχε φτάσει τα 23 εκατ. βαρέλια, ξεπερνώντας το 80% της παραγωγής των ΗΠΑ, με

αποτέλεσμα να έχει εκτοπίσει σχεδόν πλήρως από την αγορά της Ρωσίας την αμερικανική κηροζίνη, που δεν ήταν πλέον αναγκαία.

Η Standard Oil έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτήν τη συνθήκη. Επιχείρησε να εξαγοράσει τους δύο ανταγωνιστές της. Γρήγορα, όμως, χάρη και σε πληροφορίες που έπαιρνε από Αμερικανούς διπλωμάτες τους οποίους πλήρωνε, κατάλαβε πως ο τσάρος δεν θα επέτρεπε ποτέ να εξαγοραστεί η εταιρεία των Νομπέλ και να μπουν ξένα συμφέροντα στα ρωσικά εδάφη. Κατέφυγε στην επόμενη λύση. Τον εμπορικό πόλεμο. Ακολούθησε, λοιπόν, την πρακτική που σήμερα ονομάζεται «ντάμπινγκ» (dumping). Αυτή συνίσταται στο να ρίχνει πολύ τις τιμές της μια εταιρεία σε μια περιοχή για να διαλύσει τον τοπικό ανταγωνισμό, βγάζοντας τα σπασμένα από την αύξηση των τιμών της σε άλλη περιοχή, όπου δεν έχει υψηλό ανταγωνισμό. Κυρίως, όμως, η εταιρεία αναπληρώνει το κόστος της αργότερα, από τα αυξημένα κέρδη της μετά την κυριαρχία της στην τοπική αγορά. Στην πραγματικότητα τα χρήματα που χάνει από τη μείωση των τιμών της δεν είναι παρά μια επένδυση στην εξαφάνιση του ανταγωνιστή της. Ομως οι εταιρείες άντεξαν την πίεση του ντάμπινγκ επειδή είχαν στα χέρια τους την προσοδοφόρα αγορά της Ρωσίας. Αυτό, όμως, δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Οσο προσοδοφόρα κι αν ήταν, η ρωσική αγορά δεν ήταν τεράστια. Σε βάθος χρόνου, λοιπόν, για να αντέξουν οι εταιρείες αυτές θα έπρεπε να μεταφέρουν τη ρωσική κηροζίνη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και πρώτα στην Ασία. Ετσι, οι Ρότσιλντ απευθύνθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία. Αλλωστε αυτοί είχαν χρηματοδοτήσει τη χώρα για να αποκτήσει τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ το 1875.

Η Βρετανική Αυτοκρατορία τότε εκμεταλλευόταν μόνο τα κοιτάσματα της Μπούρμα στην Ινδοκίνα, για τα οποία είχαν συστήσει την εταιρεία Burmah Oil με έδρα τη Σκωτία. Πιθανώς οι Βρετανοί ιθύνοντες δεν είχαν συνειδητοποιήσει την πολιτική σημασία του πετρελαίου. Ομως είχαν αντιληφθεί τη σημασία των μεταφορών, γι’ αυτό και είχαν αποκτήσει από το 1875 τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ. Από εκεί είχαν απαγορεύσει να περνάνε τα πλοία της Standard Oil, δήθεν επειδή το φορτίο τους ήταν επικίνδυνο για τη διώρυγα. Στην πραγματικότητα απλώς ήθελαν να προστατεύσουν τις βρετανικές εταιρείες από τον ανταγωνισμό. Εν προκειμένω, την Burmah Oil. Ετσι, για να στείλει την κηροζίνη της στη Σιγκαπούρη η Standard Oil αναγκαζόταν να περνάει τα πλοία της από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, κάνοντας κύκλο 22.000 χιλιομέτρων. Αν τα πλοία των Ρότσιλντ χρησιμοποιούσαν το Σουέζ, θα μετέφεραν την κηροζίνη τους μόλις 17.000 χιλιόμετρα, άρα με αισθητά μικρότερα έξοδα και μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους.

Ενα… όστρακο παίρνει ελευθέρας για το Σουέζ

Εμενε μόνο ένα ζήτημα. Να πείσουν τους Βρετανούς να επιτρέψουν τη διέλευση πλοίων με το «επικίνδυνο» φορτίο από τη διώρυγα. Ηξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Να μετατρέψουν την εταιρεία τους και σε βρετανικών συμφερόντων. Ετσι συνεργάστηκαν με τον έμπορο Μάρκους Σάμιουελ (Marcus Samuel) που έκανε δουλειές στην ανατολική Ασία, όπου οι Ρότσιλντ ήθελαν να πουλήσουν την κηροζίνη τους. Επειτα από πολλές διαπραγματεύσεις του έδωσαν τα αποκλειστικά δικαιώματα πώλησης ρωσικής κηροζίνης ανατολικά του Σουέζ μέχρι το

1900. Επειτα ο Σάμιουελ παρουσίασε στη βρετανική κυβέρνηση τα σχέδια ενός νέου τάνκερ, υψηλότερης ασφάλειας. Και με αυτό ζήτησε να εξαιρεθεί μόνο ο ίδιος από την απαγόρευση διακίνησης κηροζίνης από τη διώρυγα. Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών έπειτα από λίγο καιρό έκανε δεκτή την αίτηση. Είχε γίνει ο κατάλληλος συνδυασμός κινήσεων. Ηταν 23 Αυγούστου του 1892 όταν το πρώτο τάνκερ του Σάμιουελ περνούσε τη διώρυγα του Σουέζ. Το είχε ονομάσει «Murex», από ένα είδος κοχυλιού, πιθανότατα επειδή ο πατέρας του είχε ξεκινήσει τις δοσοληψίες της οικογένειας με την Ασία με μια εταιρεία που εισήγε κοχύλια. Ετσι, το πρώτο αλλά και τα επόμενα δέκα τάνκερ που είχε ρίξει στη θάλασσα ο Σάμιουελ μέχρι το τέλος του 1893 είχαν ονόματα κοχυλιών. Καθόλου παράξενο που αυτό έδωσε στην εταιρεία λίγο μετά, το 1897, το όνομα με το οποίο έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο μέχρι και σήμερα. Ηταν η Shell Transport and Trading Company. Και το 1902 το 90% του πετρελαίου που περνούσε από τη διώρυγα του Σουέζ ανήκε σε αυτήν.

Ομως κάπου εκεί οι Ρώσοι μαζί με τους Ρότσιλντ και Νομπέλ έκαναν μια κίνηση που περιέπλεξε τα πράγματα. Ούτε δέκα χρόνια μετά τη συμφωνία με τη Shell, μόλις το 1901, αναβίωσαν ένα παλιότερο σχέδιο για την κατασκευή ενός αγωγού που θα ξεκινούσε από το Μπακού και θα έφτανε στον Περσικό Κόλπο.

Λόρδος Λανσντόουν. Ρωσική βάση αποτελεί αιτία πολέμου

Ο αγωγός θα μετέφερε το πετρέλαιο του Μπακού στην Απω Ανατολή, παρακάμπτοντας τη διώρυγα του Σουέζ. Ετσι, μαζί με τη διώρυγα θα τους ήταν πλέον άχρηστες και η Shell και η συμμαχία τους με τους Βρετανούς.

Και οι τελευταίοι αυτό δεν θα το επέτρεπαν. Οχι μόνο για τη Shell· αυτό ήταν το λιγότερο. Αλλά επειδή ακόμη κι αν ο αγωγός δεν γινόταν ποτέ, από τη στιγμή που θα ξεκινούσαν οι μελέτες με το προκάλυμμα του έργου θα είχε δοθεί η ευκαιρία για να εμφανιστούν στον Περσικό και ειδικά στο νότιο Ιράν, που το έλεγχαν οι Αγγλοι, στρατιώτες, μηχανικοί και, ασφαλώς, κατάσκοποι που θα μπορούσαν να προετοιμάσουν μια επιχείρηση κατάληψης της περιοχής. Ετσι τουλάχιστον εκτιμούσε ο Βρετανός πρέσβης στην Τεχεράνη. Και φαίνεται ότι έπεισε τους προϊσταμένους του.

Γιατί δύο χρόνια μετά, το 1903, ο υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας λόρδος Λανσντόουν (Lansdowne) διατύπωσε το «Βρετανικό Δόγμα Μονρόε για τη Μέση Ανατολή». Ξεκαθάρισε πως η Βρετανική Αυτοκρατορία «θα θεωρήσει την ίδρυση ναυτικής βάσης ή οχυρού στον Περσικό Κόλπο από οποιαδήποτε δύναμη ως σοβαρή απειλή για τα βρετανικά συμφέροντα. Βεβαίως θα αντισταθούμε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο με οποιοδήποτε μέσο έχουμε στη διάθεσή μας». Θα γινόταν, λοιπόν, πόλεμος.

Η βρετανική παρεμπόδιση της ρωσικής επέκτασης δεν έμεινε εκεί. Το 1901 μια νέα εταιρεία, του Ουίλιαμ Ντ’ Αρσί (William Knox D’Arcy), είχε πάρει άδεια από τον σάχη της Περσίας για να κάνει έρευνες και να αντλήσει πετρέλαιο στη χώρα. Ομως η συμφωνία αυτή προέβλεπε αποκλειστικότητα. Δηλαδή πως όσο ο Ντ’ Αρσί θα έκανε έρευνες δεν θα επιτρεπόταν σε καμία άλλη εταιρεία να κατασκευάσει αγωγό προς τη νότια ακτή της Περσίας. Επιπλέον, οι έρευνες του Ντ’ Αρσί ξεκίνησαν από ένα σημείο που βρισκόταν πιο κοντά στην Κασπία παρά στον ίδιο τον Περσικό Κόλπο. Το σημείο αυτό δεν είχε μεγάλα κοιτάσματα.

Περιεχομενα

el-gr

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283115662566499

Documento Media