Documento Media

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΡΧΙΣΕ ΣΤΑ ΠΕΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΙΑΝΘΡΑΚΑ

Το τέλος ενός καυσίμου σηματοδοτούσε και το τέλος ενός πολιτισμού. Ενεργειακή στροφή μετά την αποδάσωση το 1600. Ο Βρετανός διευθυντής χυτηρίου Αμπραχαμ Ντάρμπι πέτυχε το 1709 να παραγάγει σίδηρο ανώτερης ποιότητας με τη χρήση πιο σκληρού και θερμογόνου κ

Του Τάκη Κατσιμάρδου Δημοσιογράφου

Η «ΜΑΥΡΗ ΠΕΤΡΑ» ΑΠΕΔΙΔΕ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΗΞΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ

Προμηθεϊκή η σχέση του ανθρώπου με την ενέργεια από τη μυθολογία έως την ιστορία. Οσο ισχύει ότι η φωτιά είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη και επιβίωση του ανθρώπινου είδους και του πολιτισμού, το ίδιο ισχύει για την παραγωγή ενέργειας. Από το ξύλο και τον γαιάνθρακα μέχρι την πυρηνική και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Αν και ο όρος «πηγές ενέργειας» δεν ευσταθεί επακριβώς με επιστημονικούς όρους. Με δεδομένο ότι η ενέργεια ούτε δημιουργείται ούτε καταστρέφεται (αρχή της διατήρησης σε κλειστό κύκλωμα), αλλά αλλάζει μορφές. Επομένως, ο όρος περιγράφει την τεχνολογική δυνατότητα μετατροπής μιας αρχικής διαθέσιμης μορφής ενέργειας σε κάποια άλλη μορφή (κινητική, ηλεκτρική, θερμική). Για την ακρίβεια, με τον όρο νοείται η δυνατότητα παραγωγής ενέργειας χρήσης. Ετσι κι αλλιώς η ιστορία της ενέργειας είναι η ιστορία της ίδιας της εκβιομηχάνισης, αρχής γενομένης από τη μεταλλουργία και την υφαντουργία.

Η ανάγκη υψηλότερων θερμοκρασιών για την κατασκευή εργαλείων και όπλων οδήγησε από την καύση της ξυλείας των δασών στη χρήση του κάρβουνου. Η διαδικασία αυτή σε γενικές γραμμές συμπίπτει με τη μετάβαση από την εποχή του χαλκού σε εκείνη του σιδήρου. Αλλά και από την προβιομηχανική περίοδο στη βιομηχανική επανάσταση. Ειδικά ο γαιάνθρακας είναι για τη βιομηχανία ό,τι το ψωμί για τον άνθρωπο. Μιλώντας γενικά, η «επανάσταση του άνθρακα» είναι η μήτρα επαναστατικών αλλαγών.

Επιφανειακός άνθρακας, το βρετανικό πλεονέκτημα

Ουδείς αμφισβητεί ότι η πιο σημαντική καινοτομία του 16ου και 17ου αιώνα

ήταν η χρήση του άνθρακα για θερμική ενέργεια. Αν και η καύση του ήταν γνωστή κατά τους προηγούμενους αιώνες, όντας εμπορεύσιμο είδος στο τέλος του Μεσαίωνα από την Αγγλία έως το σημερινό Βέλγιο (Λιέγη), δεν είχε χρησιμοποιηθεί σ’ ευρεία κλίματα μέχρι το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα.

«Τότε, όπως συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες καινοτομίες, μια σειρά τυχαίων παραγόντων που έλαβαν χώρα στην Αγγλία συνέβαλαν στη γρήγορη εξάπλωσή του. Οι σημαντικότερες από τις συνθήκες ήταν: 1) η ανάγκη για φτηνό καύσιμο σε αντικατάσταση του ξύλου, 2) η παρουσία του άνθρακα στην επιφάνεια της γης, απ’ όπου μπορούσε να εξαχθεί εύκολα, και κοντά σε ποτάμια, που επέτρεπαν τη μετακίνησή του με χαμηλό κόστος, 3) οι ανάγκες της Αγγλίας για θερμική ενέργεια ήταν υπερβολικά μεγάλες. Λόγω αυτής της μεγάλης ζήτησης, η τιμή του ξυλάνθρακα ανέβηκε στα ύψη και η τιμή της ξυλείας επταπλασιάστηκε στα χρόνια μεταξύ 1500 και 1640.

Σε πολλές ηπειρωτικές χώρες, όπως στη Γαλλία και την Ιταλία, η τοπική έλλειψη ξύλου οδήγησε απλώς τους υλοτόμους και τους παραγωγούς ξυλάνθρακα στα βουνά για προμήθειες. Στην Αγγλία το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ακατοίκητα δάση απέκλειε αυτήν τη λύση… Παράλληλα, η εισαγωγή ξυλείας –εκτός από την υψηλής ποιότητας από τη Βαλτική και αργότερα από την Αμερική για τη ναυπηγική– ήταν αδύνατη λόγω του υψηλού μεταφορικού κόστους. Ο άνθρακας ήταν η μόνη απάντηση στο ενεργειακό πρόβλημα της Αγγλίας. Σε καμιά άλλη χώρα δεν υπήρχε σε τόσο μεγάλες ποσότητες όσο στην Αγγλία» (Σ. Κλαφ – Ρ. Ραπ, «Ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία»).

Κράμα σιδήρου και άνθρακα. Ο χάλυβας

Πιθανολογείται ότι πριν από 3.5004.000 χρόνια οι Χετταίοι στη μικρασιατική χερσόνησο χρησιμοποίησαν τον ξυλάνθρακα για παραγωγή σιδήρου. Προφανώς, αυτός ήταν κι ένας από τους βασικούς λόγους ακμής της αυτοκρατορίας και του πολιτισμού τους. Ο άνθρακας βεβαίως, μαζί με λίγα άλλα στοιχεία (θείο, σίδηρος, κασσίτερος, μόλυβδος, χαλκός, υδράργυρος, άργυρος, χρυσός), ήταν γνωστός στον αρχαίο κόσμο. Τα ξυλοκάρβουνα χρησιμοποιούνταν από αρχαιότατους χρόνους για τον αποχωρισμό των μετάλλων από τα μεταλλεύματα.

Γύρω στο 1200 π.Χ. «αναμφίβολα έπειτα από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, ανακαλύφτηκε ότι ο σίδηρος, αν τακεί με τον κατάλληλο τρόπο, μπορεί να προσλάβει πιο σκληρή μορφή. Αυτό συνέβη όταν ένα μέρος του άνθρακα που περιέχει το κάρβουνο αναμείχτηκε με τον σίδηρο και σχηματίστηκε κράμα σιδήρου – άνθρακα, που ονομάζουμε χάλυβα ή ατσάλι» (Ισ.

Ασίμοφ, «Το χρονικό των επιστημονικών ανακαλύψεων»).

Ετσι (σχηματικά) έγινε η μετάβαση από την επεξεργασία του χαλκού και ξεκίνησε η εποχή του σιδήρου. Περίπου την ίδια χρονική περίοδο εξαφανίζονται η αυτοκρατορία των Χετταίων αλλά και των Μυκηναίων.

Τέλος των πηγών ενέργειας ίσον τέλος των πολιτισμών

Από τα πρώιμα στάδια λοιπόν προκύπτει ότι η μετάβαση από μια μορφή ενέργειας σε άλλη συνεπάγεται ριζι

κές ανατροπές. Οπως συμβαίνει και με την έλλειψη ενεργειακών πηγών. Στη βάση αυτή, ανεξαρτήτως τεκμηριωτικών αποδείξεων, δικαιολογούνται θεωρίες που εκτιμούν ότι ο μινωικός ή και ο πολιτισμός των Μάγια έσβησαν μαζί με την αποδάσωση ή αποψίλωση των περιοχών τους.

Επιστρέφοντας παρενθετικά προς τα πίσω βρίσκουμε και τη χρήση επιφανειακών γαιανθράκων. Σύμφωνα με την παραμυθική αφήγηση, κάποιοι Κινέζοι πριν από 4.000 χρόνια ανακάλυψαν ότι καίγοντας «μαύρη πέτρα» απέδιδαν υψηλότερες θερμοκρασίες. Το επιφανειακό κάρβουνο μπορούσε να ζεστάνει καλύτερα από το καιόμενο ξύλο.

Προφανώς το ίδιο θα είχε συμβεί και αλλού. Στη Βρετανία λόγου χάρη αργότερα είναι γνωστό ότι έκαιγαν κάρβουνο. Οι Ρωμαίοι κατακτητές της μάλιστα μετέφεραν ορυκτό άνθρακα στη Ρώμη για να ζεστάνουν νερό στα λουτρά. Μια χρήση που μάλλον πέρασε στη λήθη με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και θα εξακολουθούσε αλλού σε περιορισμένη κλίμακα. Ο Μάρκο Πόλο, για παράδειγμα, έχει γράψει στα τέλη του 13ου αιώνα ότι στην Καθαία (Κίνα) οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να καίνε μαύρες πέτρες: «Ολόκληρη η περιοχή είναι ένα ορυχείο με μαύρες πέτρες που τις βγάζουν μέσα από το βουνό σαν από φλέβα. Ανάβουν σαν τσόφλια και κρατούν τη φωτιά περισσότερο απ’ ό,τι τα ξύλα». Αλλά και στην Ευρώπη συνέβαινε το ίδιο όπου υπήρχαν επιφανειακά αποθέματα γαιάνθρακα (απολιθωμένα υπολείμματα δασών).

Η χρήση επιφανειακών καυσίμων εκτείνεται από την άσφαλτο και την τύρφη έως τα ανθρακούχα ορυκτά. Από το αναβλύζον πετρέλαιο ως το

αέριο. Σε αυτά αποδίδεται και η θαυμαστή τεχνολογική πρόοδος κατά την ακμή του κράτους της Βαβυλώνας (από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.). Κλείνοντας την παρένθεση ας προστεθεί ότι και φυσικό αέριο υπολογίζεται ότι χρησιμοποιούνταν για φωτισμό από το 1000 π.Χ. Λέγεται ότι οι Κινέζοι άνοιγαν βαθιά πηγάδια και το μετέφεραν με σωλήνες από μπαμπού. Στους ίδιους αποδίδεται ότι μπορούσαν να εξορύξουν ορυκτό άνθρακα με πρωτόγονα μέσα για να ικανοποιήσουν συμπληρωματικά τις θερμαντικές ανάγκες τους.

1,6 τόνος ξυλάνθρακα για κάθε Ευρωπαίο

Ο γαιάνθρακας αρχίζει την ιστορική «σταδιοδρομία» του από τη Βρετανία. Αν και εμπορεύσιμο είδος από τον 13ο αιώνα, θα ξεχαστεί ουσιαστικά για δύο αιώνες. Το ξύλο παρέμεινε η βασική καύσιμη ύλη για την καθημερινότητα και την παραγωγή ξυλάνθρακα.

Σύμφωνα με μια παράδοση, ο πρώτος ηγεμόνας που απαγόρευσε την καύση λιθάνθρακα ήταν ο βασιλιάς Εδουάρδος ο Α΄. Ο λόγος δεν ήταν, βεβαίως, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, όπως θα λέγαμε σήμερα, αλλά πιο… πεζός. Το βαρύ ρυπαντικό φορτίο του κάρβουνου ήταν αισθητό από τον 13ο-14ο αιώνα, προφανώς από τις επιπτώσεις στην υγεία. Υποτίθεται ότι κατ’ απαίτηση ή παρακίνηση της γυναίκας του, η οποία δεν άντεχε τον «ανυπόφορο καπνό», απαγόρευσε με αυστηρές ποινές την καύση του κάρβουνου, τουλάχιστον στις ασβεστοκάμινους του Λονδίνου.

Ας σημειωθεί ότι η ρύπανση από αιθαλομίχλη κάθε άλλο παρά νέο φαινόμενο είναι. Γνώριμο πολύ νωρίτερα, από το πρώτο σοβαρό επεισόδιο του 1875 στη βρετανική πρωτεύου

σα, όταν εξαιτίας της πέθαναν αρκετοί άνθρωποι αλλά και ζώα. Είναι πολύ χαρακτηριστική μια αναφορά του Ρωμαίου φιλόσοφου Σενέκα (περίπου το 60 μ.Χ.): «Μόλις έφυγα μακριά από τον πνιγερό αέρα της Ρώμης και τη βρομιά των καπνοδόχων, που διαχέουν ολόγυρα θανατηφόρα αέρια και αιθάλη, ένιωσα ν’ αλλάζει η διάθεσή μου». Μιλούσε για τα καυσόξυλα, όπως και σχεδόν μια χιλιετία αργότερα (12ος αιώνας) η γυναίκα του Αγγλου βασιλιά.

Ομως τα αποθέματα ξυλείας από τα δάση έφθιναν με ταχείς ρυθμούς. Ηδη γύρω στα 1600 τα περισσότερα δάση είχαν υλοτομηθεί. Παρέμεναν όσα εξυπηρετούσαν ναυτικές ανάγκες (ναυπήγηση πλοίων, κατασκευή καταρτιών κ.ά.).

Σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές έρευνες, «υπολογίζεται μεταξύ 1 και 1,6 τόνου η αναγκαία ποσότητα ξυλάνθρακα ανά κάτοικο κάθε χρόνο (συνολικά στην Ευρώπη) πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Αν προσθέσουμε την ξυλεία για τη ναυπήγηση, οι εισαγωγές γίνονταν απαραίτητες (πολύ περισσότερο στην Αγγλία, όπου οι θερμαντικές ανάγκες ήταν υψηλότερες από

τον μέσο όρο). Τον 16ο και τον 17ο αιώνα η Νορβηγία διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο σε αυτό το πεδίο με το να εξάγει την παραγωγή της στις Κάτω Χώρες και στη Γαλλία (8.000 πλοία ετησίως). Ωστόσο η ξυλεία ερχόταν επίσης από τις Αλπεις και τις περιοχές της Βαλτικής» (Τζ. Τοπόλσκι, «Η αγορά των αγαθών και των υπηρεσιών» στο συλλογικό «Οι Ευρωπαίοι. Νεότερη και σύγχρονη ιστορία»).

Από το 1650 εξορύσσονταν στην Αγγλία ετησίως 2.000.000 τόνοι γαιάνθρακα. Ποσότητα ίση με το 80% της παγκόσμιας παραγωγής. Ο γαιάνθρακας αναδείχτηκε στην καύσιμη ύλη της βιομηχανικής επανάστασης. Η τεράστια βρετανική παραγωγή εξηγεί γιατί η τελευταία άρχισε στη χώρα αυτή κι όχι κάπου αλλού.

Κοκ. Η ατελής καύση και ο τέλειος σίδηρος

Ενώ τα αγγλικά δάση απογυμνώνονταν και είχε αρχίσει η σταδιακή χρήση του γαιάνθρακα ως καυσίμου, ο ξυλάνθρακας εξακολουθούσε να είναι απαραίτητος για την τήξη του σιδήρου. Το ορυκτό κάρβουνο μπορούσε να αντικαταστήσει

το ξύλο στη θέρμανση των σπιτιών. Οχι, όμως, τους ξυλάνθρακες στη μεταλλουργία.

Αν ο γαιάνθρακας υποβληθεί στην ίδια ατελή καύση με το ξύλο για να προκύψει ξυλάνθρακας, καίγονται όλα τ’ άλλα συστατικά του και απομένει σχεδόν καθαρός άνθρακας. Αυτό το καθαρό ανθρακικό υπόλειμμα ήταν το κοκ (coke). Ισως παρασκευάστηκε για πρώτη φορά κατά την έναρξη του 18ου αιώνα. Στα μισά της ίδιας χρονικής περιόδου ήταν σίγουρα γνωστό. Με την ανάπτυξη της κατάλληλης μεθόδου ήταν κατάλληλο για την τήξη του σιδήρου.

Ιδού πώς περιγράφει με απλά λόγια ο Ασίμοφ τη σχέση κοκ και σιδήρου: «Το 1709 ένας Βρετανός διευθυντής χυτηρίου, ο Αμπραχαμ Ντάρμπι (1678-1717), χρησιμοποίησε για πρώτη φορά με επιτυχία το κοκ στην επεξεργασία του σιδήρου. Διαπίστωσε ότι τα κομμάτια του κοκ είναι πιο σκληρά από εκείνα του ξυλάνθρακα, με αποτέλεσμα να μπορούν να στηρίξουν μεγαλύτερο φορτίο σιδηρομεταλλεύματος. Ετσι ο σίδηρος μπορούσε να παραχθεί σε μεγαλύτερες ποσότητες και με ταχύτερο

ρυθμό. Εφόσον τώρα η κάμινος μπορούσε να γίνει μεγαλύτερη, το ρεύμα αέρα ήταν ισχυρότερο και η φωτιά είχε υψηλότερη θερμοκρασία, με αποτέλεσμα να παράγεται σίδηρος καλύτερης ποιότητας.

Με λίγα λόγια, η Μ. Βρετανία παρήγε τώρα ποιοτικώς ανώτερο σίδηρο και η παραγωγή της ήταν η μεγαλύτερη του κόσμου. Κι επειδή ο σίδηρος είναι ανθεκτικός και φτηνός, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή μηχανημάτων κάθε είδους. Ετσι στη Μ. Βρετανία άνοιγε ο δρόμος για την έναρξη της λεγόμενης βιομηχανικής επανάστασης».

Οι επαναστάσεις είναι και κοινωνικές/διανοητικές

Αν και η τελειοποίηση της χρήσης του γαιάνθρακα και η κατασκευή νέων μηχανών στη βιομηχανία, στις μεταφορές και αλλού, σε συνδυασμό με τη βροχή των εφευρέσεων, ταυτίζονται συνήθως με τη βιομηχανική επανάσταση, χρήσιμη στο σημείο αυτό είναι και μια άλλη ουσιώδης παράμετρος. Τη θέτει ένας από τους Βρετανούς «δασκάλους» της νέας εποχής, ο Τ.Σ. Αστον, ο οποίος σημειώνει

σε μια από τις πρώιμες σχετικές μελέτες: «Το αν μια τέτοια σειρά αλλαγών πρέπει ή δεν πρέπει να περιγράφεται ως βιομηχανική επανάσταση επιδέχεται μακρά συζήτηση. Οι αλλαγές δεν ήταν απλώς βιομηχανικές, ήταν και κοινωνικές και διανοητικές. Η λέξη επανάσταση υποδηλώνει μια αιφνίδια αλλαγή που στην πραγματικότητα δεν αποτελεί χαρακτηριστικό των οικονομικών διεργασιών. Το σύστημα των ανθρώπινων σχέσεων που ενίοτε αποκαλείται καπιταλισμός είχε την απαρχή του πολύ πριν από το 1760 και φτάνει στην πλήρη ανάπτυξή του πολύ μετά το 1830. Υπάρχει ο κίνδυνος να παραβλέψουμε το ουσιώδες γεγονός της συνέχειας…» («Η βιομηχανική επανάσταση).

Ο ίδιος δεν ταυτίζει τη νέα εποχή ούτε με τις ανακαλύψεις. Τόνιζε ότι αυτές δεν είναι επίτευγμα της ατομικής ιδιοφυΐας. Οτι η καινοτομία ήταν τόσο κοινωνική και πολιτισμική διεργασία όσο και οικονομική, προϊόν ολόκληρης της κοινωνίας και των μεγάλων αντρών ή της προσφοράς και της ζήτησης.

Η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε από πολλούς οικονομολόγους και ιστορικούς

της οικονομίας το επόμενο μισό του 20ού αιώνα. Τόσο για την Α΄ βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία όσο και για τη Β΄ σε Γαλλία, Βέλγιο, άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.

Για την καινοτομία-σταθμό του κουακέρου (προτεσταντικό κίνημα στην Αγγλία) Ντάρμπι στην παραγωγή χυτοσίδηρου τηγμένου με κοκ ο Αστον σημειώνει ότι «επρόκειτο να έχει συνέπειες μεγάλης σημασίας για το μέλλον της βιομηχανίας του βρετανικού έθνους, αλλά οι ώριμοι καρποί εμφανίστηκαν αργότερα τον ίδιο αιώνα… Μόνο προς τα τέλη του αιώνα, όταν έγινε εφικτή η παραγωγή σφυρήλατου

σιδήρου με κάρβουνο, σημειώθηκε μια θεαματική επέκταση των μεταλλουργικών επαγγελμάτων».

«Ο βόρβορος που γονιμοποιεί την οικουμένη»

Μετά τη χρήση του κοκ στις υψικαμίνους οι νέες τεχνικές για τον γαιάνθρακα διαδέχονται η μια την άλλη, αποκαλύπτοντας η καθεμιά την ύπαρξη εμποδίων στο προηγούμενο ή το επόμενο στάδιο που πρέπει να ξεπεραστούν. Ετσι έρχεται η επανάσταση στη μεταλλουργία και τη μεταποίηση, ως αποτέλεσμα ενός συνόλου υλικών και τεχνικών επιτευγμάτων.

Αυτά, όπως σημειώνουν ιστορικοί της ευρωπαϊκής οικονομίας, «δεν θα είχαν αρκέσει για να πυροδοτήσουν τη βιομηχανική επανάσταση αν δεν ήταν επίσης μια εποχή θεμελιώδους μεταβολής των νοοτροπιών. Πράγματι, κατά την πλήρη άνθηση του Διαφωτισμού διαπιστώνεται ο μεγάλος θαυμασμός της φωτισμένης κοινής γνώμης για τις επιστήμες και τις τεχνικές, η διαδεδομένη πίστη στην πρόοδο… Δημοσιευμένο το 1776, το έργο του Ανταμ Σμιθ μαρτυρεί τούτη τη νοοτροπία. Αυτός ο ύμνος στην ατομική πρωτοβουλία, την ελεύθερη επιχείρηση και την αναζήτηση του

κέρδους κάνει τον συγγραφέα πατέρα του αναδυόμενου οικονομικού φιλελευθερισμού» (Σ. Μπερστίν – Π. Μιζλά, «Ιστορία της Ευρώπης»).

Οι καινοτομίες στην εξόρυξη και εκμετάλλευση του γαιάνθρακα «ήταν βελτιώσεις μάλλον παρά μετασχηματισμός των μεθόδων παραγωγής. Η ικανότητα παραγωγής του, όμως, ήταν ήδη πολύ μεγάλη και με τα παγκόσμια κριτήρια αστρονομική. Το 1800 η Βρετανία παρήγε γύρω στους 10.000.000 τόνους άνθρακα ή περί το 90% της παγκόσμιας παραγωγής.

Η δεύτερη στη σειρά ανθρακοπαραγωγός χώρα, η Γαλλία, παρήγε λιγότερο

από 1.000.000 τόνους. Η τεράστια αυτή βιομηχανία μολονότι ίσως δεν αναπτυσσόταν αρκετά γρήγορα ώστε να προκαλέσει μια πραγματικά μαζική εκβιομηχάνιση σημερινού τύπου, ήταν ωστόσο αρκετά μεγάλη για να δώσει κίνητρο στη βασική εφεύρεση που έμελλε να μετασχηματίσει τις βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών, τον σιδηρόδρομο…» (Ερ. Χομπσμπάουμ, «Η εποχή των επαναστάσεων»). Τη μεγάλη εικόνα για τον ρόλο του γαιάνθρακα δίνει ο ίδιος με το συμπέρασμά του ότι « ο σιδηρόδρομος είναι παιδί του ορυχείου και ιδίως του ανθρακωρυχείου».

Σχεδόν μισό αιώνα μετά τον «Πλούτο των εθνών» του Σμιθ, ένας άλλος μεγάλος εκπρόσωπος του φιλελευθερισμού κατά τον 19ο αιώνα, ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ, θα περιγράψει το εμβληματικό βιομηχανικό Μάντσεστερ ως εξής: «Ενας πυκνός μαύρος καπνός καλύπτει την πολιτεία. Μέσα απ’ αυτό τον δυσωδέστατο βορβορότοπο πηγάζει ο μεγαλύτερος ποταμός της ανθρώπινης βιομηχανίας, ο οποίος ακολούθως γονιμοποιεί την οικουμένη. Από αυτό τον ρυπαρό οχετό ρέει καθαρό χρυσάφι. Εδώ η ανθρωπότητα φτάνει στην πιο ολοκληρωμένη και την πιο κτηνώδη της ανάπτυξη. Εδώ

ο πολιτισμός παράγει τα θαύματά του και ο πολιτισμένος άνθρωπος μεταμορφώνεται σχεδόν σε άγριο».

«Μαύρος χρυσός». Διαδρομή στους αιώνες

Η διαπίστωση του Τοκβίλ για τον γαιάνθρακα και το βιομηχανικό Μάντσεστερ τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να επαναληφθεί και για τα πετρελαιοειδή. «Μαύρος χρυσός» και σήμα κατατεθέν το πετρέλαιο για τον σύγχρονο πολιτισμό. «Ρυπαρός οχετός» για το περιβάλλον και πλανητική απειλή λόγω της εκπομπής των αερίων θερμοκηπίου.

Με τη διάδοσή του από τα μέσα του 19ου αιώνα, τη βελτίωση των τεχνικών γεώτρησης και των επιτευγμάτων της μηχανικής και της χημείας κυριάρχησε γρήγορα ως καύσιμο.

Τα παράγωγά του, γνωστά ακόμη από την αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ξεχάστηκαν για αιώνες. Οπως είχε συμβεί και με τον γαιάνθρακα. Είχαν απομείνει ως τον 18ο αιώνα κυρίως κάποιες φαρμακευτικές και… μαγικές ιδιότητες.

Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται συχνά στην άσφαλτο της Βαβυλωνίας και της ευρύτερης περιοχής. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, «η παλαιότερη αναφορά των ελληνικών πηγών σχετικά με τα πετρελαιοειδή υπάρχει στον Ηρόδοτο, ο οποίος εξιστορώντας την τύχη που είχαν οι Ερετριείς αιχμάλωτοι το 490 π.Χ. αναφέρει ότι ο Δαρείος τους εγκατέστησε σε ιδιοκτησία του στα Αρδέρικκα, κοντά στο φρέαρ που βγάζει τρία ορυκτά: άσφαλτον, άλας και έλαιον. Η άντληση, όπως γράφει, γινόταν με κηλώνιον (γεράνι). Για την ονομασία του ελαίου ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι “οι Πέρσαι καλέουσι τούτο ραδινάκην και για τις ιδιότητές του ότι έστι δε μέλαν και οδμήν παρεχόμε

νον βαρέαν”. Εκτός από την περσική ονομασία ραδινάκη… που αναφέρεται άπαξ στον Ηρόδοτο, ο Προκόπιος γράφει ότι οι Μήδοι το ονομάζουν νάφθα, ενώ οι Ελληνες της Μηδείας έλαιον και αργότερα απαντά με την ονομασία έλαιον πέτρινον και σήμερα πετρέλαιο» (Π. Φάκλαρης, «Οι πηγές των… πετρελαιοειδών»).

Οπως προκύπτει από άλλες αναφορές, πετρελαιοειδή χρησιμοποιούνταν κατά την αρχαιότητα στην οικοδομική, τη ναυπηγική, στον φωτισμό, τον οπλισμό και στην αιγυπτιακή ταρίχευση νεκρών. Η πρώτη γνωστή χρήση τους για την παραγωγή θερμότητας γινόταν στις μεγάλες θέρμες που κατασκεύασε ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος (αρχές 2ου μ.Χ. αιώνα) στο Βυζάντιο, οι οποίες είχαν τη δυνατότητα να εξυπηρετούν ημερησίως 2.000 άτομα. Μάλλον αποτελούσαν αργότερα και τη βάση για το περίφημο βυζαντινό υγρό πυρ.

Φαίνεται ότι ένας από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με την παραγωγή και χρήση υγρών από στερεά πετρελαιοειδή ήταν ο ελληνικής καταγωγής Eirinis d’Eyrinis (αυτοπαρουσιαζόταν ως καθηγητής και γιατρός). Το 1721, ενώ ασχολούνταν και με την εκμετάλλευση ορυχείων, δημοσίευσε στο Παρίσι σχετική μελέτη. Αυτή εκτιμάται ότι αποτελεί ένα από τα πρώτα βήματα της ενασχόλησης της νεότερης επιστήμης με τα πετρελαιοειδή. Η σημαντικότερη πρακτική εφαρμογή των ερευνών του ήταν τα επικαλυπτικά υλικά για δρόμους που περιείχαν άσφαλτο και τριμμένα πετρώματα.

Θα χρειαστούν όμως άλλες επτά δεκαετίες για να αρχίσουν να διαδίδονται τα βελτιωμένα υλικά του πετρελαίου. Μια πολύ σύντομη ιστορική αναφορά για τη σύγχρονη βιομηχανία πετρελαίου δείχνει ότι ξεκίνη

σε από την ανάγκη για καλύτερο και αποδοτικότερο φωτισμό στη δεκαετία του 1850.

Από τότε άρχισε να διατίθεται φωτιστικό πετρέλαιο ή παραφινέλαιο στην Αγγλία, ενώ στην Αμερική το ίδιο υλικό με το όνομα κηροζίνη παραγόταν από την άσφαλτο του Τρινιντάντ. Αντικαθιστούσε το όλο και ακριβότερο λίπος των φαλαινών που χρησιμοποιούνταν για φωτιστικό έλαιο.

Γεωτρήσεις. Αναζητώντας νερό έβρισκαν πετρέλαιο

Οι πρώτες σχετικά προηγμένες τεχνολογικά γεωτρήσεις (με αρκετές ιδέες

δάνειες από τους Κινέζους) έγιναν μετά το 1830 για την εύρεση νερού ή ορυκτών αλάτων. Δεν ήταν λίγες οι φορές, όμως, που έπεφταν επάνω σε φλέβες πετρελαίου. Αν και η πρώτη στοχευμένη προσπάθεια για γεώτρηση πετρελαίου ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1857 στο Αμβούργο (την ίδια χρονιά ολοκληρώθηκαν δύο γεωτρήσεις στο Πλοέστι της Ρουμανίας), συχνά ως απαρχή της εποχής του πετρελαίου αναφέρεται η γεώτρηση της 27ης Αυγούστου του 1859 στη δυτική Πενσιλβάνια των ΗΠΑ από τον Ε.Λ. Ντρέικ. Το βάθος της επιτυχούς αυτής γεώτρησης ήταν μόλις 21 μέτρα και αντλούνταν 400 γαλόνια τη μέρα.

Μέσα σε 15 χρόνια η παραγωγή πετρελαίου στην Πενσιλβάνια έφτασε τα 10.000.000 βαρέλια ετησίως. Αρχικά για την απόσταξη του αργού πετρελαίου χρησιμοποιούνταν οριζόντιοι κυλινδρικοί αποστακτήρες που θερμαίνονταν με ατμό και παρήγαγαν τρία κύρια προϊόντα: (1) τη βενζίνη (το ελαφρύτερο κλάσμα, που αρχικά θεωρήθηκε επικίνδυνο και άχρηστο), (2) την κηροζίνη και (3) το βαρύ υπόλειμμα που πωλούνταν ως καύσιμο.

Η έλευση του ηλεκτρισμού στη δεκαετία του 1880 και η διάδοσή του άρχισαν να κάνουν δύσκολη τη χρήση της κηροζίνης και να πιέζουν τις τιμές του πετρελαίου προς τα κάτω. Επρεπε να βρεθούν νέες χρήσεις των

προϊόντων πετρελαίου.

Αρχικά, το 1878 παρουσιάστηκε η σόμπα πετρελαίου στη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού. Μέσα σε ένα χρόνο πουλήθηκαν μισό εκατομμύριο σόμπες. Θα περάσουν άλλα 25 χρόνια για ν’ αρχίσει να παίρνει την ανιούσα η βιομηχανία πετρελαίου. Το λάκτισμα προς τα πάνω έδωσε η μαζική παραγωγή βενζινοκίνητων αυτοκινήτων.

Η εφεύρεση του βενζινοκινητήρα (Daimler και Benz το 1885) έφερε τη μεγάλη επανάσταση στη χρησιμοποίηση των προϊόντων πετρελαίου. Η σημαντική αύξηση στην κυκλοφορία των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων είχε συνέπεια να παρατηρηθεί έλλειψη σε βενζίνη με ταυτόχρονο πλεόνασμα

σε κηροζίνη λόγω της αυξανόμενης χρήσης των ηλεκτρικών λαμπτήρων. Η αλλαγή των δεδομένων της αγοράς ήταν η κύρια αιτία για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών στην παραγωγή βενζίνης (Derry – Williams, «A short history of technology»).

Ιστορικοί όπως ο Ντ. Λάντες επισημαίνουν και μια «οφθαλμαπάτη» για τη συνολική ενεργειακή κατανάλωση ακόμη και στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα: «Παρά την ανάπτυξη νέων πηγών ενέργειας – υδροηλεκτρική, πετρέλαιο, βενζίνη, αέριο–, ο άνθρακας εξακολούθησε να έχει την πρωτοκαθεδρία. Κατέχει πολύ πιο ισχυρή θέση στη βιομηχανία είτε άμεσα είτε έμμεσα».

Ville Δράσειςστηνπόλη

el-gr

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282930978972771

Documento Media