Documento Media

«Είναι χυδαίο αυτό που υπαινίχθηκε ο Κούγιας για τον Χατζιδάκι»

Ο συνθέτης (και όχι τραγουδοποιός) μιλάει για το «Anime» του και όσα συμβαίνουν γύρω μας

Συνέντευξη στον

Οκαινούργιος δίσκος του Φοίβου Δεληβοριά δεν ήταν αυτό που λέμε πολυαναμενόμενος. Και όμως, με το που το «Anime» βγήκε στον αέρα συνέβη κάτι παράξενο: όλοι άρχισαν να μιλάνε για τον «καλύτερο δίσκο του Φοίβου». Με αυτή την αφορμή συνάντησα τον συνθέτη και μιλήσαμε για το περιεχόμενο της καινούργιας του δουλειάς, για τη νεοελληνική κοινωνία, καθώς και για την ύβριν που διέπραξε ο Αλέξης Κούγιας αναφερόμενος στον Μάνο Χατζιδάκι.

Πώς σας φαίνεται που όλοι λένε ότι το «Anime» είναι ο καλύτερος δίσκος του Φοίβου Δεληβοριά;

Τον Φεβρουάριο του 2020 παρουσίασα για πρώτη φορά στο Κύτταρο τα οχτώ από τα δέκα τραγούδια του δίσκου. Ενα μήνα προτού ξεσπάσει η πανδημία, εκεί που έλεγα πως θα προλάβω να τελειώσω τη δουλειά μέχρι το επόμενο φθινόπωρο. Πρωτογράψαμε τον δίσκο στο στούντιο Antart από τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του ’20. Οταν τον ακούσαμε δεν αισθανθήκαμε ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα. Τρίτη φορά μπήκαμε στο στούντιο τον Μάιο και τελειώσαμε τον Οκτώβριο του ’21 με τον Βασίλη Ντοκάκη στην ενορχήστρωση. Τον Οκτώβριο λοιπόν παραδώσαμε το υλικό για mastering και κοπή, εξαιτίας της πανδημίας όμως αργούσαν τα εργοστάσια. Καθώς είχα αποχαιρετήσει τρεις φορές το έργο αυτό μέσα σε δύο χρόνια, είδα με έκπληξη εδώ και λίγες μέρες το κύμα αγάπης. Ηταν κάτι που περίμενα ετεροχρονισμένα σαν απάντηση, γιατί οι μήνες περνάνε, η ζωή πάει αλλού, κάποια πράγματα σε πληγώνουν, άλλα χειροτερεύουν… Απίστευτα συγκινητικό και απροσδόκητο όλο αυτό το κύμα αγάπης

για πράγματα που ήθελα να εκφράσω από το πρόσφατο παρελθόν.

Στο άλμπουμ έχουμε περίτεχνες συνθέσεις με πλούσιες αρμονίες, jazzy στοιχεία, προερχόμενες από ένα δημιουργό που δεν πήγε στη Ρωσία, ας πούμε, για να σπουδάσει κλασική σύνθεση.

Δεν μελέτησα ποτέ μουσική όσο θα μπορούσα. Οι ωδειακές μου σπουδές ήταν ημιτελείς· ξεκίναγα, τα παράταγα, ξεκίναγα πάλι, τα παράταγα πάλι. Νομίζω όμως ότι ήμουν αχόρταγος ακροατής και άκουγα πάρα πολλή μουσική διάφορων ειδών, εποχών και χωρών. Τα τελευταία χρόνια για λόγους βιοποριστικούς άρχισα να ασχολούμαι με το θέατρο.

Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που ασχοληθήκατε με το θέατρο;

Ηταν ο λόγος που με έκανε να λέω ναι σε όλες τις προτάσεις. Πιο παλιά, αν ήθελα να πάρω τον χρόνο μου για να ολοκληρώσω ένα δίσκο, βυθιζόμουν σε αυτό και δεν ήθελα άλλα πράγματα. Από τη γέννηση της κόρης μου και μετά, σε χρόνια μεγάλης οικονομικής κρίσης, δεν με έπαιρνε να πω όχι σε κανέναν. Εννοείται ότι με ενδιέφεραν όλες οι προτάσεις, απλώς μπορεί να επέλεγα. Αυτή η δραστηριότητα με έκανε να καταλάβω πόσο σπουδαίο σχολείο ήταν για τους μεταπολεμικούς συνθέτες μας, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Λεοντή, τον Καπνίση, οι παραγγελίες. Το ότι είχαν να παραδώσουν υλικό για διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικά συναισθήματα, διαφορετικό ρεπερτόριο – αυτό άνοιξε την παλέτα μου.

Η εμπειρία όλα αυτά τα χρόνια σάς άλλαξε και ως άνθρωπο εκτός από καλλιτέχνη;

Η ψυχοσύνθεση δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Υπάρχει μια ροπή προς τη μελαγχολία, όπως και μια προδιάθεση

ποιητική, όχι για να γράψω ποίηση, αλλά για να βλέπω τη ζωή με βλέμμα ποιητικό. Αυτό που άλλαξε είναι ότι νιώθω μεγαλύτερη άνεση με τους ανθρώπους και μπορώ να λειτουργώ σαν πολυεργαλείο. Μπορώ να κάνω κάτι εντελώς κάφρικο στην Ταράτσα και κάτι εντελώς άλλο στον δίσκο μου και να είμαι το ίδιο ικανοποιημένος. Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό μικρός, επειδή ακόνιζα τα εργαλεία μου τότε. Ημουν πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου, ενώ σε άλλα πράγματα είχα σκέψη αφελή, χοντροκομμένη και μονοδιάστατη. Με τα χρόνια διαβάζεις, γνωρίζεις πολλούς ανθρώπους, τους αγαπάς, πληγώνεσαι από αυτούς, γίνεσαι εν πάση περιπτώσει λίγο καλύτερος.

Το «Anime» με παρέπεμψε στους δίσκους μπαλάντας του Βασίλη Νικολαΐδη. Νομίζω πως στιχουργικά έχετε αφήσει πίσω τον μικρόκοσμο του Φοίβου και έχετε ξανοιχτεί σε αμιγώς κοινωνικά θέματα.

Πολύ με χαροποιεί αυτό που λέτε για τον Νικολαΐδη. Πιστεύω ότι την τελευταία δεκαπενταετία γίναμε όλοι λίγο πολύ μπαλάκια της κοινωνίας. Υπήρξε μια συγκεκριμένη εποχή στην Ελλάδα, από το 198085 μέχρι το 2005, που οι άνθρωποι αφέθηκαν με θετικό τρόπο σε μια ομφαλοσκόπηση, να μιλήσουν για τη μικρολεπτομέρεια της καθημερινότητας. Το είδαμε στα «Μπαράκια» του Γερμανού, στο «Γκάλοπ» της Πλάτωνος, στους στίχους της Νικολακοπούλου για τον Κραουνάκη. Ξαφνικά υπήρξε μια μικρή ανάσα με τον άνθρωπο να κοιτάζει προς τα μέσα του.

Αυτό θα το λέγαμε και φυσικό επακόλουθο της μεταπολίτευσης.

Ναι, κερδήθηκαν κάποια πράγματα στη μεταπολίτευση και ήρθε μια πε

ρίοδος νηνεμίας, στη διάρκεια της οποίας οι άνθρωποι είχαν την πολυτέλεια να διαβάσουν, να δουν τι συμβαίνει στη ζωή τους. Ολο αυτό ανακόπηκε βίαια το 2010. Κάποιοι διορατικοί δημιουργοί, όπως ο The Boy, το αντιλήφθηκαν από πιο πριν. Οι περισσότεροι γνωρίσαμε την ανατροπή στη ζωή μας το διάστημα 2009-10 με τα μνημόνια και τη φτωχοποίηση. Αναγκαστικά όλοι μας, όποια στάση κι αν πήραμε στα διάφορα θέματα, συν την έκθεσή μας στα κοινωνικά δίκτυα και στον αλγόριθμο, γίναμε πιο εκτεθειμένοι στην κοινωνική ροή. Είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν είναι μόνο βιωματικό το να παίρνεις θέση, αλλά και βιοτικό πια. Ετσι κι εγώ άνοιξα τα μάτια μου, όπως κι άλλοι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια, κι αυτό ακριβώς θεωρώ πυρηνική αλλαγή στη ζωή μου.

Οταν καταθέτει το έργο του ένας καλλιτέχνης πιστεύετε ότι τον καταλαβαίνουν οι άλλοι;

Ο Χατζιδάκις μου είχε πει το εξής: «Ολες οι μεγάλες επιτυχίες στην ιστορία της τέχνης είναι προϊόντα παρεξήγησης». Εννοούσε πως κάτι άλλο θα κατάλαβε ο πολύς κόσμος και γι’ αυτό τα έκανε επιτυχίες. Αμα το δεις στο μικροσκόπιο, ισχύει αυτό. Και γι’ αυτό πάντα ο Μάνος ένιωθε δυσαρεστημένος παρά την αποδοχή του· ένιωθε ότι οι προθέσεις του παρεξηγήθηκαν. Θεωρώ ότι όλα τα έργα, από τα πιο ελάσσονα έως και τα πιο σημαντικά, πετάγονται στη λίμνη του τυχαίου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία. Η «Αμοργός» έγινε γνωστή τη δεκαετία του 1980 και πήρε τη θέση της στη νεοελληνική γραμματεία. Στον αντίποδα, μερικά βιβλία που έγιναν best sellers σήμερα δεν τα διαβάζει κανείς.

To άλμπουμ «Anime» του Φοίβου Δεληβοριά κυκλοφορεί από την Inner Era Records

«Τα χρόνια των μνημονίων κι εγώ άνοιξα τα μάτια μου, όπως κι άλλοι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια, κι αυτό ακριβώς θεωρώ πυρηνική αλλαγή στη ζωή μου»

Ακόμη ένα στάνταρ χαρακτηριστικό στους στίχους σας είναι το χιούμορ, ενίοτε αθυρόστομο, όπως στην «Αγρια ορχιδέα» όπου γράψατε: «Πετούσαν από πάνω από την πόλη τ’ αρχίδια σου». Μα ιπτάμενα αρχίδια;

Μια μέρα άκουγα το «Never mind the bollocks» των Sex Pistols, όπου «bollocks» σημαίνει και «όρχεις». Ξανάκουσα τον δίσκο αυτό ύστερα από πολύ καιρό και πρόσεχα με πόσο ωραίο τρόπο έγραφαν τα ριφάκια τους. Ετσι έγραψα τη σύνθεση στην αρχή της. Ισως η… αλητεία του όλου πράγματος μου έφερε στον νου την εικόνα με τους όρχεις σαν λιωμένα ρολόγια του Νταλί. Διάβασα και εκείνη τη μέρα διάφορες ανατριχιαστικές ειδήσεις… Πάντως γέλασα πάρα πολύ ειδικά με το τέλος κάθε στροφής, αλλά και με τον στίχο: «Χθες είδα στ’ όνειρό μου –τι άλλο;– τ’ αρχίδια σου» (γέλια).

Στον «Ποιητή και το ποίημα» έχουμε μια λόγια ενορχήστρωση στην εισαγωγή, σαν να καυτηριάζετε τη μεγαλοστομία ενός που θέλει να αποκαλείται ποιητής.

Αυτό είναι ένα τραγούδι που αγαπώ πολύ. Ταλαιπωρήθηκα να το γράψω ένα τριήμερο – μια λέξη μπορεί να με τσάντιζε ή να μου φαινόταν μελό, επιτηδευμένη και εξυπνακίστικη. Πήρα μια ανάσα και είδα από ψηλά τον εαυτό μου: «Για κοίτα ρε ένα άτομο που κάθεται σε ένα πιάνο και παιδεύεται με κάτι τόσο ασήμαντο όπως το να βρει μια νότα ή μια λέξη». Το σκεφτόμουν και ψυχαναλυτικά λίγο, αναρωτιόμουν ποιο υπερεγώ θα μου πει ποια λέξη είναι σωστή και ποια λάθος. Αρχισα να σκέφτομαι τι τραβούσαν οι αληθινοί ποιητές… άσπριζαν τα μαλλιά τους για να βρουν την κατάλληλη λέξη.

Βασανίζεστε συνήθως με τις λέξεις των τραγουδιών σας;

Μου συμβαίνει συχνά, ναι. Υπάρχει ένα τραγούδι μου, το «Εκείνη», που μου πήρε εννιά μήνες για να γράψω έναν ικανοποιητικό στίχο. Θυμάμαι ότι είχα πρήξει όλους τους συναδέλφους και καινούργιους φίλους μου. Πήγαινα στον Αλκίνοο, τον Φάμελλο και τον Λειβαδά –εικοσάρηδες ήμασταν όλοι και ψαχνόμασταν– και τους ρώταγα: «Πες μου, πώς θα συνέχιζες εσύ αυτό τον στίχο;».

Από το καθημερινό σίριαλ της Πισπιρίγκου μέχρι τις τερατωδίες που μας αφηγούνται τα κανάλια, το «Κάποια παιδάκια» μοιάζει να μετατρέπει σε ομορφιά την ασχήμια.

Αυτό το τραγούδι μού βγήκε μερικούς μήνες πριν από την πανδημία. Είχα πάει την κόρη μου σε ένα παιδικό πάρτι και μου φαίνονταν όλα τα παιδάκια σαν ήρωες της «Φωλιάς του κούκου». Εβλεπα τα παιδιά σαν τρελούς και τους τρελούς σαν παιδιά και μου προέκυψε να θέλω να μιλήσω για παθήσεις από τις οποίες πάσχουμε όλοι μας με κάποιον τρόπο. Σαν να μένει αναλλοίωτο στον καθένα μας ένα είδος τρέλας από τότε που ήμασταν μωρά.

Είναι σκληρός ο κόσμος των παιδιών;

Απόλυτα σκληρός. Τα παιδιά είναι ακόμη ανοχύρωτοι οργανισμοί, κοντά τόσο στα πιο αθώα και ανυπεράσπιστα στοιχεία τους όσο και στα πιο άγρια ένστικτά τους.

Πάμε στο τραγούδι με τον πιο ντιρέκτ τίτλο που θα μπορούσατε να βρείτε για να πείτε αυτά που θέλετε. Αναφέρομαι στο «Ελένη Τοπαλούδη».

Για κάποιο λόγο, ειδικά αυτό το έγκλημα με είχε αρρωστήσει. Γύριζα σπίτι και διάβαζα τις καταθέσεις των μαρτύρων ένα χρόνο πριν από τη δίκη. Με αρρώσταινε που κατά ένα 60% τα σχόλια των ανθρώπων καταδίκαζαν την κοπέλα, δηλαδή το θύμα. Αναφέροντας μάλιστα χυδαία το όνομά της. Αυτό με έκανε να θέλω να πω το όνομά της για να αντιστρέψω την αηδία που ένιωθα. Ξέρετε, στο συγκεκριμένο έγκλημα είμαστε όλοι μας κάπως σαν ήρωες του «Εγκλήματος στο Οριαν Εξπρές» της Αγκαθα Κρίστι. Αν μας μάζευε ο Πουαρό σε ένα δωμάτιο, σε όλους μας κάτι ενοχικό θα έβρισκε. Το τραγούδι-ρεπορτάζ είναι ένα είδος που το φοβάμαι και το αποφεύγω – μου αρέσει η παράδοση του φολκ τραγουδιού με μπροστάρη τον Ντίλαν. Ελεγε τα πράγματα με το όνομά τους, όπως στο «The ballad of Hollis Brown»· έπαιρνε τη θέση του θύματος, ενώ επίσης ταυτιζόταν με το μερίδιο του θύτη που του αναλογούσε για να βρει το ποσοστό της δικής του ενοχής – συμμετοχής.

Ο Αλέξης Κούγιας πρόσφατα απείλησε με δικαστήρια τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Σπύρο Μπιμπίλα και τον Γιώργο Χατζιδάκι, αφού προηγουμένως ασέλγησε στη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι. Δεδομένου ότι ο αείμνηστος συνθέτης υπήρξε γκουρού σας, τι θα λέγατε στον Αλέξη Κούγια;

Μου δίνετε μια ωραία ευκαιρία να μιλήσω γι’ αυτό το ασύλληπτο πράγμα. Προσωπικά πήγα στον Χατζιδάκι με μια κασέτα μου όταν ήμουν 16 χρόνων. Είχε απόλυτη συνείδηση ότι ήμουν παιδάκι. Δεν έκανε παρέα μαζί μου, όπως δεν έκανε και με άλλα μικρά παιδιά. Οι φίλοι του –και πάνω απ’ όλα συνεργάτες του– ήταν παιδιά 23 και 25 χρόνων, ενήλικες άνθρωποι, διαμορφωμένοι, με κάποια ταλέντα και ευαισθησίες. Τον γνώρισα με μουσική αφορμή και με προστάτευε με απολύτως αρχοντικό τρόπο τόσο από το ισοπεδωτικό της προσωπικότητάς του όσο και από οτιδήποτε θα ήταν επικίνδυνο για μένα. Πιστέψτε με, υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα, πολύ πιο επικίνδυνα να κάνεις σε ένα νέο από το να τον δεις απλώς ερωτικά ή κάτι τέτοιο. Κάποιους, ας πούμε, τους κατέστρεψαν τα παινέματα. Ο Χατζιδάκις ήταν αυστηρότατος, με καθαρά πνευματικές επιλογές, κάτι που το είχε ζήσει με τον Γκάτσο και το εφάρμοζε με τη σειρά του στους νεότερους. Είναι απολύτως χυδαίο αυτό που τόλμησε να υπαινιχθεί ο Κούγιας. Οπως είναι τρομερά ντροπιαστικό για έναν άνθρωπο ο οποίος αν μη τι άλλο ήθελε στη ζωή του να αυτοαποκαλείται καλλιτέχνης – για τον Λιγνάδη λέω– να δέχεται μια τέτοια υπερασπιστική γραμμή, τόσο αντιπνευματική και τόσο κατινίστικη, σκανδαλοθηρικού Τύπου.

Προσέξτε, θα βγει ο Κούγιας πάλι και θα πάρει κι εσάς η μπάλα.

Τι να κάνει; Μήνυση; Ας κάνει! Εδώ είμαστε, θα το αντιμετωπίσουμε κι αυτό.

Doc | Ville

el-gr

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282690460804195

Documento Media