Documento Media

ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΒΟΡΕΙΟΥΣ ΡΟΚΕΡ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ

Οι δημοφιλείς Νορβηγοί μιλούν στο Documento με αφορμή τη φθινοπωρινή συναυλία τους στο Καλλιμάρμαρο

Συνέντευξη στην Εμυ Ντούρου Φωτογραφία Μιχάλης Καραγιάννης/Eurokinissi

Ηρθαν, είδαν και ανανέωσαν το ραντεβού. Οι Madrugada πριν από λίγες μέρες ταξίδεψαν στη χώρα μας και έδωσαν συνέντευξη Τύπου, ανακοινώνοντας τη συναυλία τους τον Σεπτέμβριο στο Καλλιμάρμαρο, στο πλαίσιο της φετινής τους περιοδείας. Λίγες ώρες προτού επιστρέψουν στη χώρα τους είχα τη χαρά να τους συναντήσω σε ένα στούντιο στο Μεταξουργείο και να μιλήσουμε για την επανένωσή τους που έγινε πριν από τρία χρόνια με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από το πρώτο τους άλμπουμ «Industrial silence», για όσα οδήγησαν στη διάλυσή τους, για τις μεταξύ τους δυναμικές, για τη ζωή στη Νορβηγία και για τη σχέση τους με το ελληνικό κοινό που έχει αφετηρία τον Οκτώβριο του 2000, όταν το συγκρότημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Ρόδον (ήταν sold out).

Οι Madrugada σχηματίστηκαν το 1993 στο Στόκμαρκνες της Νορβηγίας από τον Σίβερτ Χόιεμ (φωνή), τον Ρόμπερτ Μπούρας (κιθάρα), τον Φρόντε Γιάκομπσεν (μπάσο), ενώ στη συνέχεια προστέθηκε στο συγκρότημα και ο Τζον Λάουβλαντ Πέτερσεν (ντραμς). Η πορεία τους είχε μεγάλες επιτυχίες, αλλά και σημαντικές αναταράξεις, καθώς το 2002 ο Πέτερσεν αποχώρησε από το γκρουπ και το 2007 έφυγε από τη ζωή ο Μπούρας – μετά τον θάνατό του ο Χόιεμ και ο Γιάκομπσεν αποφάσισαν να διαλύσουν το γκρουπ και να αποχαιρετήσουν το κοινό τους με το άλμπουμ «Madrugada». Ολα αυτά όμως είναι παρελθόν, καθώς πρόσφατα κυκλοφόρησε το άλμπουμ τους «Chimes at midnight», το οποίο ακούγεται ήδη στα ελληνικά ραδιόφωνα.

Πώς περάσατε αυτές τις μέρες στην Ελλάδα;

Σίβερτ Χόιεμ: Ηταν πολύ γεμάτες. Πήγαμε να δούμε το στάδιο όπου θα παίξουμε τον Σεπτέμβριο. Ηταν αληθινή εμπειρία και για τους τρεις. Εκπληκτικό μέρος. Υπέροχο και μεγαλειώδες, δεν δίνει την αίσθηση του αθλητικού χώρου, είναι απολύτως κατάλληλο να υποδεχτεί μουσική.

Φρόντε Γιάκομπσεν: Μεγαλώσαμε ακούγοντας μουσική από σχήματα όπως οι REM, οι Talking Heads και οι U2 και το μεγάλο μας όνειρο ήταν να φύγουμε από τη μικρή πόλη όπου γεννηθήκαμε. Πάντα αναζητούσαμε να μάθουμε τι έκαναν οι άλλοι και νομίζω ότι στόχος κάθε συγκροτήματος είναι να απευθύνεται σε μεγάλο κοινό. Δεν έχουμε ξανακάνει κάτι τέτοιο και το ότι μπορούμε να το κάνουμε εδώ πραγματοποιεί ένα όνειρό μας. Εχουμε παίξει support στους REM όταν εμφανίζονταν σε στάδια, αλλά το να είσαι headliner είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

Από πόσο παλιά γνωρίζεστε;

Τζον Λάουβλαντ Πέτερσεν: Με τον Σίβερτ πηγαίναμε στο ίδιο νηπιαγωγείο περίπου για ένα χρόνο και κάτι, όταν ζούσε στο Στόκμαρκνες. Επανασυνδεθήκαμε όταν ήμασταν 16 χρόνων και συμμαθητές στο γυμνάσιο. Λίγο νωρίτερα πηγαίναμε μαζί για σκι.

«Οταν είσαι νέος και η μόνη σου ενασχόληση είναι το συγκρότημα φτάνεις στο σημείο να νιώθεις τη ζωή σου πολύ μικρή και κλειστοφοβική. Τώρα είναι πιο χαλαρά τα πράγματα»

Σίβερτ Χόιεμ

Πώς είναι να γνωρίζεις κάποιον τόσο καιρό και μαζί του και να γράφεις τραγούδια και να γυρίζεις τον κόσμο συναντώντας τόσους ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας;

Φρ.Γ.: Είναι πολύ έντονο και χρειάζεται να το επεξεργαστείς πολύ. Ειδικά όταν μια μπάντα βρίσκεται στην αρχή της πορείας της και πρέπει να μοιραστείς το δωμάτιο του ξενοδοχείου με τους άλλους για μέρες ολόκληρες. Είναι πραγματικά πολύ έντονο. Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να είναι τόσο πολύ μαζί. Τζ.Λ.Π.: Μείναμε μακριά για πολλά χρόνια. Εφυγα από το συγκρότημα για μεγάλο διάστημα και μου έλειψαν εκείνα τα χρόνια στα οποία διαμορφωθήκαμε. Γι’ αυτό είχα την πρωτοβουλία να επανενωθούμε. Γιατί ό,τι με διαμόρφωσε το έχω ζήσει μαζί τους και όσα ζήσαμε στην αρχή ήταν πραγματικά σημαντικά. Γι’ αυτό ήθελα να επιστρέψω. Φρ.Γ.: Υπάρχει ένα παράδοξο στην όλη φάση: παρότι μια μπάντα μπορεί να φαίνεται πολύ κοινωνική, δεν είναι· ειδικά στην αρχή, γιατί ήμασταν συνέχεια με τους ίδιους ανθρώπους. Κανονικά συνδέεσαι με έναν ευρύτερο κοινωνικό κύκλο και επενδύεις τον χρόνο σου στη δημιουργία του. Εμείς, ειδικά τα πέντε πρώτα χρόνια, ήμασταν συνεχώς μαζί και ταυτόχρονα έπρεπε να φτιάξουμε και μουσική μαζί. Καθένας από εμάς θα έπρεπε να έχει τον δικό του ρόλο στο γκρουπ. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι κάναμε αρκετά λάθη και είδαμε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ενεργήσει εντελώς διαφορετικά. Κάποια στιγμή μπορεί να βαρεθείς τον άλλο, αλλά ταυτόχρονα σε δένει η κοινή

αίσθηση για τα πράγματα. Και έχει πλάκα γιατί όταν η μουσική βγαίνει καλή ξεχνάς όλα τα στραβά.

Πότε νιώσατε για πρώτη φορά ότι είστε διάσημοι;

Σ.Χ.: Με την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ. Το «Industrial silence» βρήκε αμέσως απήχηση στον κόσμο. Είχε επιτυχία στη Νορβηγία και άρχισε να ακούγεται στο εξωτερικό· έτσι ξεκινήσαμε την περιοδεία. Κατάλαβα ότι κάτι καλό συνέβαινε όταν συμμετείχαμε στο φεστιβάλ Roskilde στη Δανία. Ακόμη και η μικρότερη σκηνή εκεί ήταν αρκετά μεγαλύτερη από εκείνες που είχαμε συνηθίσει να παίζουμε. Και στη δική μας σκηνή είχε τόσο κόσμο που ήταν σαν αθλητικό γεγονός.

Τζ.Λ.Π.: Σαν να ήμασταν η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου.

Σ.Χ.: Είχε απίστευτα πολύ κόσμο και για μας ήταν πραγματικά πολύ σημαντική εμπειρία.

Φρ.Γ.: Ηταν η πρώτη μας συναυλία στην οποία δεν χρειαζόταν να αποδείξουμε τίποτε.

Είστε Νορβηγοί που κάνετε καριέρα τραγουδώντας στα αγγλικά. Ποια είναι η σχέση σας με το βρετανικό και το αμερικανικό κοινό;

Σ.Χ.: Την εποχή που πρωτοβγήκαμε στη σκηνή το κοινό του Ηνωμένου Βασιλείου φαινόταν κάπως ελιτίστικο – δεν νιώθαμε πραγματικά ότι μπορούσαμε να συνδεθούμε μαζί του.

Σε τι οφείλεται αυτό;

Σ.Χ.: Νομίζω κυρίως στο πώς λειτουργούν η βιομηχανία της μουσικής και τα ΜΜΕ. Ηταν λίγο σαν να μας περιφρονούσαν. Αυτό όμως αλλάζει, ο κόσμος το μαθαίνει στόμα με στόμα και πλέον γνωρίζουν τη δουλειά μας. Οσοι μας ακούν λένε για μας στους φίλους τους. Πλέον έχουμε φαν σε όλο τον κόσμο, όμως εκείνη την εποχή η βιομηχανία της μουσικής λειτούργησε πολύ εναντίον μας με κάποιον τρόπο. Ισως να φαίνεται περίεργο ότι μια νορβηγική μπάντα τραγουδάει στα αγγλικά, αλλά μην ξεχνάτε ότι υπήρξαν και οι A-ha με τεράστιες παγκόσμιες επιτυχίες με τις οποίες μεγαλώσαμε κι εμείς. Επομένως στη Νορβηγία δεν είναι περίεργο αυτό που κάνουμε. Αυτό που θέλαμε εξαρχής ήταν να καταφέρουμε να ακουστούμε πέρα από τα σύνορα της χώρας μας και να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό.

Φρ.Γ.: Οταν ξεκινήσαμε δεν είχαμε φίλους να παίζουν μουσική κι έτσι κάναμε τα πράγματα όπως πιστεύαμε. Νιώθω ότι ήμασταν οι πρώτοι που βγήκαν από την πύλη. Πηγαίναμε σε δέκα διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις για περιοδεία και δεν γνωρίζαμε κανέναν. Δεν υπήρχε κανείς να ρωτήσουμε, να ζητήσουμε μια συμβουλή. Είχαμε προτάσεις από την Αμερική, εκδήλωσαν ενδιαφέρον να κυκλοφορήσουμε εκεί άλμπουμ, αλλά εκείνη την περίοδο δεν ήμασταν έτοιμοι για νέα δισκογραφική δουλειά. Και εξαιτίας αυτού δεν θέλαμε να δεσμευτούμε με περιοδείες ενός έτους παίζοντας το «Industrial silence» γιατί ήδη το παίζαμε για χρόνια.

Σ.Χ.: Πιθανότατα δεν ήταν η καλύτερη απόφαση που έχουμε πάρει, γιατί η περιοδεία στις ΗΠΑ θα ήταν πολύ σπουδαία εμπειρία για εμάς – νομίζω ότι η μουσική μας έχει ρίζες στην αμερικανική παράδοση του ροκ, του μπλουζ και των γκόσπελ.

Ισχύει ότι το συμβόλαιο για το πρώτο άλμπουμ σας το υπογράψατε πάνω σε καπό αυτοκινήτου;

Τζ.Λ.Π.: Ναι, ο μάνατζέρ μας που ζούσε στις ΗΠΑ εμπνεύστηκε από τον Μπρους Σπρίνγκστιν και μας πρότεινε να κάνουμε το ίδιο στο καπό μιας Mercedes. Φρ.Γ.: Ούτε καν κοιτάξαμε τι έγραφε το συμβόλαιο. Το θέμα μας όλο ήταν να βρούμε το σωστό αυτοκίνητο και φυσικά τις σωστές πόζες για τις φωτογραφίες.

Τι έχει αλλάξει για σας στα χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του «Industrial silence»;

Σ.Χ.: Καταρχάς η προσωπική μας ζωή. Είμαστε όλοι πατεράδες πλέον, γεγονός που έχει αλλάξει εντελώς τη δυναμική της μπάντας. Μείναμε χώρια για πολύ καιρό και τώρα είμαστε πάλι μαζί. Εχει φύγει όλη αυτή η ένταση για την οποία μιλούσαμε νωρίτερα. Οταν είσαι νέος και η μόνη σου ενασχόληση είναι το συγκρότημα φτάνεις στο σημείο να νιώθεις τη ζωή σου πολύ μικρή και κλειστοφοβική. Τώρα είναι πιο χαλαρά τα πράγματα. Επίσης, τη μεταξύ μας δυναμική άλλαξαν οι άνθρωποι που δεν είναι πια εδώ, ο Ρόμπερτ (Μπούρας).

Ο θάνατός του άλλαξε τόσο την πορεία σας που τότε νιώσατε την ανάγκη να κλείσετε τον κύκλο των Madrugada.

Σ.Χ.: Ναι, το 2008 αισθανθήκαμε ότι φτάσαμε στο τέλος.

«Κάποια στιγμή μπορεί να βαρεθείς τον άλλο, αλλά ταυτόχρονα σε δένει η κοινή αίσθηση για τα πράγματα. Η πλάκα είναι ότι όταν η μουσική βγαίνει καλή ξεχνάς όλα τα στραβά» Φρόντε Γιάκομπσεν

Φρ.Γ.: Ο Ρόμπερτ ήταν εξαιρετικά σημαντικός και η απώλειά του ήταν καθοριστική. Οπως καθοριστική ήταν πιο πριν η απόφαση του Τζον να φύγει από την μπάντα. Ξεκινήσαμε ως φίλοι και η όλη φάση ήταν μια παρέα που έφτιαχνε μουσική. Και θέλαμε να δούμε πόσο μακριά θα φτάσουμε με αυτό το πρότζεκτ. Ετσι όταν αποφασίσαμε τη διάλυση των Madrugada δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να δημιουργήσω νέα μπάντα, παρότι είχα μία για περίπου ένα χρόνο.

Είστε άνθρωποι του βορρά και η κουλτούρα σας διαφέρει πολύ από τη δική μας. Γιατί πιστεύετε ότι οι Ελληνες σας αγαπούν τόσο;

Φρ.Γ.: Κάθε φορά που μας κάνουν αυτή την ερώτηση τα κάνουμε κουλουβάχατα.

Αρα ψάχνετε κι εσείς να ερμηνεύσετε το μυστήριο;

«Εμείς είμαστε από τον βορρά. Εκεί οι άνθρωποι είναι πιο καλόβολοι, πιο κοινωνικοί και με πολύ χιούμορ. Σε αντίθεση με τη ζωή στο Οσλο, όπου τα πάντα είναι πολύ πιο σοβαρά» Τζον Λάουβλαντ Πέτερσεν

Οι Madrugada θα παίξουν στις 24 Σεπτεμβρίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Οι πόρτες θα ανοίξουν στις 19.00

Σ.Χ.: Είχαμε μια πολύ ωραία εμπειρία όταν ήρθαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2000. Ηταν στο τέλος της περιοδείας του «Industrial silence» – ήδη υπήρχε μεγάλο κοινό εδώ. Δεν χρειάστηκε να κάνουμε ό,τι κάναμε σε άλλες χώρες, δηλαδή να χτίζουμε βήμα βήμα τη σχέση μας. Κάτι μας πήγαινε πραγματικά καλά εδώ από την πρώτη φορά. Μπορεί να έχει σχέση με το γούστο των Ελλήνων για τη μουσική. Οι άνθρωποι εδώ φαίνεται να αγαπούν τη μελαγχολική, λίγο πιο σκοτεινή πλευρά του ροκ, όπως ο Nick Cave & The Bad Seeds, οι Depeche Mode και ο Λέοναρντ Κοέν – τον οποίο ακούν πολύ και στη Νορβηγία.

Γνωρίζω ότι οι Ελληνες φαν σάς κάνουν συχνά δώρα. Τι σας δίνουν συνήθως;

Σ.Χ.: Αρκετά πράγματα. Πολλά βιβλία – κάποιες φορές ακόμη και κοσμήματα. Την προηγούμενη φορά που είχαμε παίξει στην Αθήνα πετούσαν στη σκηνή κοσμήματα με κρυστάλλους κ.λπ. Πιθανότατα ήταν πράγματα που φορούσαν. Αυτό μας έκανε να νιώσουμε πολύ οικεία.

Σκέφτομαι ότι ίσως αυτό που σας κάνει τόσο δημοφιλείς στο ελληνικό κοινό είναι ότι εκφράζετε όσα νιώθουμε αλλά ταυτόχρονα είστε κουλ, σε αντίθεση μ’ εμάς που είμαστε αρκετά εξωστρεφείς.

Φρ.Γ.: Αυτό λειτουργεί και αντίστροφα πάντως. Επειδή μας λείπει ο αυθορμητισμός ενθουσιαζόμαστε πολύ όταν βλέπουμε ένα παθιασμένο κοινό κάτω από τη σκηνή, κάτι που δεν συναντάμε σε άλλες χώρες. Είναι υπέροχο που το ελληνικό κοινό συμπεριφέρεται έτσι.

Οι περισσότεροι Ελληνες έχουμε τη Νορβηγία στο μυαλό μας κάπως σαν τον παράδεισο επί γης – εκτός ίσως από εκείνους που διαβάζουν Νέσμπο.

Φρ.Γ.: Το ίδιο πιστεύουμε κι εμείς για την Ελλάδα.

Πώς είναι λοιπόν η ζωή στη χώρα σας;

Σ.Χ.: Η νορβηγική κοινωνία είναι πολύ οργανωμένη.

Φρ.Γ.: Αν είμαστε περήφανοι για κάτι, είναι η κοινωνική μας δομή.

Νιώθουμε ότι τα έχουμε καταφέρει σε αυτό τον τομέα. Το να έχουμε εμπιστοσύνη στην κοινωνία και να γνωρίζουμε ότι δεν θα την κακοδιαχειριστεί. Πάντως υπάρχει μεγάλη διαφορά κουλτούρας από τον βορρά στον νότο της χώρας. Τζ.Λ.Π.: Εμείς είμαστε από τον βορρά. Εκεί οι άνθρωποι είναι πιο καλόβολοι, πιο κοινωνικοί και με πολύ χιούμορ. Σε αντίθεση με τη ζωή στο Οσλο, όπου τα πάντα είναι πολύ πιο σοβαρά.

Σ.Χ.: Ε, εμείς δεν είμαστε σοβαροί. Τζ.Λ.Π.: Μας αρέσει πολύ να γελάμε, τα πάντα γίνονται αφορμή για πλάκα.

Γιατί οι άνθρωποι στο Οσλο είναι πιο σοβαροί;

Σ.Χ.: Είναι η πρωτεύουσα, εκεί συμβαίνουν τα πάντα. Μου αρέσει όμως το Οσλο, εκεί ζούμε εγώ και ο Φρόντε από το 1996-97. Από τότε που τελειώσαμε το λύκειο.

Εβλεπα πριν από λίγες μέρες τα βίντεο που κάνατε στο πλαίσιο του Vesterålen Project. Ποια ήταν η ιδέα;

Σ.Χ.: Συμφωνήσαμε μεταξύ μας σε ό,τι αφορά τη μουσική του πρόσφατου άλμπουμ μας («Chimes at midnight»), αλλά το θέμα της οπτικοποίησης ήταν πάντα μεγάλη πρόκληση για εμάς. Σκεφτόμαστε πολύ τη μουσική μας με εικόνες κι έτσι είναι σημαντικό να έχουμε ατμοσφαιρικά βίντεο. Ωστόσο όταν έρχεται η ώρα να επενδύσουμε τον ήχο με πραγματικές εικόνες το αποτέλεσμα δεν είναι όπως το έχουμε στο μυαλό μας. Προσπαθήσαμε πολύ στο παρελθόν, αλλά τα βίντεο που κάναμε ήταν φριχτά. Αυτήν τη φορά πιστεύουμε ότι τα καταφέραμε. Θέλαμε πολύ να κάνουμε βίντεο στα οποία να παίζουμε ζωντανά – συνήθως τα μουσικά βίντεο είναι πολύ βαρετά. Και έτσι συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη,

ο οποίος πρότεινε όλα τα ασυνήθιστα μέρη για γύρισμα που βρίσκονται στο Βεστεράλεν, το μέρος από όπου καταγόμαστε.

Ηταν σημαντική αυτή η επιστροφή;

Τζ.Λ.Π.: Πραγματικά μας μάγεψε η ιδέα να παίξουμε ζωντανά στην περιοχή μας, ακόμη και σε συνθήκες αρκετά δύσκολες. Ετσι βρέθηκα να παίζω ντραμς μπροστά από ένα σπίτι που καιγόταν και την επόμενη μέρα ήμασταν στην κορυφή ενός βουνού τη στιγμή που λυσσομανούσε η καταιγίδα.

Σ.Χ.: Είμαστε συνδεδεμένοι με τον τόπο καταγωγής μας, τον τόπο όπου μεγαλώσαμε. Μπορούμε πλέον να τον δούμε με άλλα μάτια.

Φρ.Γ.: Είναι η πρώτη φορά που εμβαθύναμε σε αυτό το θέμα. Σαν να επιστρέφαμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Νομίζω ότι έπρεπε να το κάνουμε αυτό.

Doc | Ville

el-gr

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

2022-05-22T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282643216163939

Documento Media