Documento Media

Κανάλι επικοινωνίας με προβιά Gladio

Αντικομμουνιστικό το πλαίσιο στις στενές σχέσεις απριλιανών, μυστικών υπηρεσιών και νεοφασιστών που εξέθρεψαν την τρομοκρατία

Του Δημήτρη Δεληολάνη Δημοσιογράφου

Οι μαχητικοί, μαζικοί και ιδιαίτερα ριζοσπαστικοί αγώνες των φοιτητών και των εργαζομένων στην κρίσιμη διετία 1968-69 έβαλαν σε μεγάλη ανησυχία τη συντηρητική παράταξη στην Ιταλία. Ο κίνδυνος που διέβλεπε ήταν να καταρρεύσει το πολιτικό σύστημα που οικοδομήθηκε μετά την πτώση του Μουσολίνι και το οποίο είχε κεντρικό άξονα τη χριστιανοδημοκρατία, ένα κεντρώο, πολυσυλλεκτικό, καθολικό κόμμα. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος ήταν να χρησιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα το μαζικό κίνημα προκειμένου να επιβάλει τη συμμετοχή του στην κυβερνητική πλειοψηφία ή ακόμη χειρότερα στην κυβέρνηση. Γεγονός απαράδεκτο και αδιανόητο σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου.

Ακριβώς αυτό το περιεχόμενο είχε το σήμα κινδύνου που έστειλε στις αρχές του 1969 ο Ιταλός πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζουζέπε Σάραγκατ στον Ρίτσαρντ Νίξον, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος επισκέφτηκε την Ιταλία. Ενας εμφανώς αναστατωμένος Σάραγκατ ανέφερε στον Νίξον πως το Ιταλικό ΚΚ βρισκόταν στο κατώφλι της κυβερνητικής πλειοψηφίας, καθώς ο χριστιανοδημοκράτης Αλντο Μόρο, που είχε πρωτοστατήσει στις αρχές της δεκαετίας στη διεύρυνση του κυβερνητικού συνασπισμού προς τους σοσιαλιστές, τώρα μελετούσε πώς θα μπορούσε να εντάξει και τους κομμουνιστές. Οι Αμερικανοί έπρεπε να επέμβουν αμέσως, συνέχισε ο Σάραγκατ, αλλιώς κινδύνευαν να χάσουν έναν πολύτιμο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.

Οι πληροφορίες του Σάραγκατ ήταν υπερβολικές και εσφαλμένες. Κανένας χριστιανοδημοκράτης δεν μελετούσε διεύρυνση προς τους κομμουνιστές. Απεναντίας μάλι

στα, οι περισσότεροι εξέταζαν τις πιθανότητες να προκύψει ένα πιο συντηρητικό κυβερνητικό σχήμα. Οι ψευδείς πληροφορίες προέρχονταν από στενούς συνεργάτες του Ιταλού προέδρου οι οποίοι, όπως αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα, ήταν μέλη της μυστικής μασονικής Στοάς Π2. Η ανησυχητική εικόνα όμως που πρόβαλε ο Ιταλός πρόεδρος πέτυχε τον στόχο της, καθώς η κυβέρνηση Νίξον θεώρησε απαραίτητο να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις της προκειμένου να μπει φραγμός στην επίφοβη πορεία των Ιταλών κομμουνιστών προς την κυβέρνηση.

Η πρώτη κίνηση έγινε από τους πολιτικούς του σκληρού αντικομμουνιστικού μετώπου: σχεδόν αμέσως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Σάραγκατ διασπάστηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, προκάλεσε κυβερνητική κρίση και μετακίνησε τον κυβερνητικό άξονα προς τα δεξιά. Λίγο αργότερα η CIA θα φροντίσει να χρηματοδοτήσει με 10 εκατ. δολάρια το κοινοβουλευτικό νεοφασιστικό κόμμα MSI (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), το οποίο στο μεταξύ είχε σπεύσει να εγκαταλείψει τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό του. Παράλληλα χρηματοδοτήθηκαν και άλλου είδους μαχητικές αντικομμουνιστικές οργανώσεις, που δεν ανήκαν όμως στον νεοφασιστικό χώρο. Η μεγαλύτερη υποστήριξη πήγε στον πρώην αντιφασίστα παρτιζάνο Εντγκάρντο Σόνιο, ο οποίος εκείνη την περίοδο εξύφαινε ευρύτατο συνωμοτικό δίκτυο που ξεκινούσε από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μάνλιο Μπρόζιο και έφτανε μέχρι τις ιδιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών της Fiat. Το δίκτυο αποσκοπούσε να ασκήσει πίεση ώστε να επιβληθεί στη χώρα κάποιο είδος αυταρχικής δημοκρατίας, με ισχυρό πρόεδρο, περιορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών και απαγόρευση ή περιορισμό στη δράση των συνδικάτων και των αριστερών κομμάτων.

Η στρατηγική της έντασης από το βαθύ κράτος

Παράλληλα με τις πολιτικές διαδικασίες ενεργοποιήθηκε και το βαθύ κράτος. Οι πιο μαχητικές και πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν την ένοπλη βία εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις του νεοφασιστικού χώρου δεν είχαν μεν άμεσες επαφές με τους Αμερικανούς, αλλά ήταν στενά συνδεδεμένες με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες: η Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) ήταν υπό τον έλεγχο της υπηρεσίας αντικατασκοπείας SID, ενώ η Avanguardia Nazionale (Εθνική Πρωτοπορία) ελεγχόταν από την υπηρεσία εσωτερικής ασφαλείας UAR. Οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες με τη σειρά τους ήταν στενά συνδεδεμένες με τις αμερικανικές και προπαντός με την DIA (Defense Intelligence Agency) που είχε πράκτορές της σε όλες τις αμερικανικές βάσεις στην

Ιταλία και διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις με υψηλόβαθμους Ιταλούς στρατιωτικούς και καραμπινιέρους. Η DIA, που ήταν αρμόδια και για την επιτήρηση του ιταλικού δικτύου Stay Behind, πιο γνωστού ως Gladio, είχε αρχίσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 να οικοδομεί, στα πρότυπα της Gladio, μια παράλληλη στρατιά, ουσιαστικά άγνωστη στην πολιτική ηγεσία της χώρας, αποτελούμενη κυρίως από νεοφασίστες και ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Η παράνομη αυτή στρατιά, με την επωνυμία Πυρήνες Αμυνας του Κράτους (NDS), συγκροτήθηκε για να καταπολεμήσει τον εσωτερικό εχθρό, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα. Πολλοί νεοφασίστες τρομοκράτες προέρχονταν από τις τάξεις της, ενώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στον εξοπλισμό και στην καθοδήγηση των τρομοκρατικών οργανώσεων της άκρας Δεξιάς.

Σε στενή συνεργασία με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, η στρατηγική που το ιταλικό βαθύ κράτος αποφασίστηκε να ακολουθηθεί ήταν η τυφλή βία: να προκαλέσουν τεχνητή ένταση και αναστάτωση, ώστε η κοινή γνώμη να επιδιώξει αυταρχικές πολιτικές που να επιβάλλουν «τάξη και ασφάλεια». Ηταν μια στρατηγική που πριν από λίγα χρόνια οι Αμερικανοί είχαν υποδείξει και στο ελληνικό παρακράτος και η οποία εφαρμόστηκε με τη βόμβα στους εορτασμούς στον Γοργοπόταμο και άλλου είδους τραμπουκισμούς και επιθέσεις προκειμένου να αποσταθεροποιηθεί η τότε κεντρώα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Αυτή η κοινή μεθοδολογία που εφαρμόστηκε στις δύο χώρες έχει ενδιαφέρον. Συνδέεται με τη δράση που είχε αναλάβει στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο περιβόητος σταθμάρχης της CIA Τομ Καραμεσίνης όταν μεταφέρθηκε από την Αθήνα στη Ρώμη. Ο Καραμεσίνης δίδαξε στις ιταλικές υπηρεσίες τη μέθοδο του συστηματικού φακελώματος που με τόση επιτυχία είχε εφαρμοστεί στην Ελλάδα. Το 1964 καθοδήγησε από την Ουάσινγκτον τη σκηνοθετημένη απειλή μιας επέμβασης των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας με στόχο να μετριάσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση. Και οι δυο επιχειρήσεις στέφθηκαν με επιτυχία.

Στις διασυνδέσεις αυτές μεταξύ ιταλικού και ελληνικού βαθέος κράτους σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο τραπεζίτης της μαφίας Μικέλε Σιντόνα. Ο Σιντόνα συνεργαζόταν με υπουργούς της κυβέρνησης Νίξον και είχε έρθει σε επαφή και με τον Τομ Πάππας. Μετά το πραξικόπημα ο Σικελός τραπεζίτης διοχέτευσε μεγάλα ποσά σε κρυφούς λογαριασμούς σε ελληνικές τράπεζες που σύμφωνα με τους Ιταλούς δικαστικούς ανήκαν σε στελέχη

της χούντας, ενώ παράλληλα άνοιξε στη χώρα μας εταιρείες-βιτρίνα για να ξεπλύνει το χρήμα της Κόζα Νόστρα.

Η στρατηγική της έντασης ξεκίνησε με ισχυρή έκρηξη στην Αγροτική Τράπεζα στο κέντρο του Μιλάνου, νωρίς το απόγευμα της 12ης Δεκεμβρίου 1969. Η έκρηξη προκάλεσε τον θάνατο 17 ατόμων και τον τραυματισμό 88. Ηδη λίγα λεπτά μετά την έκρηξη η αστυνομία έσπευσε να αποδώσει την ευθύνη στους αναρχικούς. Στο στόχαστρο συγκεκριμένα είχε μπει ολιγομελής ομάδα που προωθούσε ακραίες θέσεις και συνθήματα («Βόμβες, αίμα, αναρχία») και γι’ αυτό είχε έρθει σε ρήξη με την Αναρχική Ομοσπονδία.

Ενώ στο Μιλάνο αθώοι πολίτες και τραπεζικοί υπάλληλοι γίνονταν κομμάτια από την έκρηξη, στο Παρίσι το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε την οριστική αποπομπή της Ελλάδας, τη μεγαλύτερη δηλαδή διπλωματική ήττα της χούντας. Παραδόξως, αυτή η καθόλου τυχαία χρονική σύμπτωση πέρασε για χρόνια απαρατήρητη. Την ανέδειξε ο πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών Αλντο Μόρο το 1978 στα κείμενα που έγραψε όσο ήταν όμηρος στα χέρια των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Οταν εξερράγη η βόμβα στο Μιλάνο ο χριστιανοδημοκράτης ηγέτης ήταν υπουργός Εξωτερικών και είχε την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εκείνος ήταν που πίεσε για την αποπομπή της χούντας. Και βεβαίως ως έμπειρος πολιτικός δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι οι αναρχικοί δεν είχαν καμία σχέση με τη βομβιστική επίθεση, αλλά ήταν έργο νεοφασιστών σε συνεργασία με το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς, που ήθελε να εκδικηθεί την ιταλική κυβέρνηση.

Ο Κ. Πλεύρης και το σχέδιο εξαγωγής της χούντας

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου είχε προκαλέσει αισθήματα ενθουσιασμού στους Ιταλούς νεοφασίστες. Πρώτη φορά από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ένα δημοκρατικό καθεστώς ανατρεπόταν από ακροδεξιούς στρατιωτικούς, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και ομοϊδεάτες τους. Η ίδια η χούντα εξάλλου πολύ γρήγορα είχε φροντίσει να έρθει σε επαφή με τους Ιταλούς φίλους της, ιδρύοντας στην Ιταλία τον φιλοχουντικό φοιτητικό σύλλογο ΕΣΕΣΙ (Εθνικός Σύνδεσμος Ελλήνων Σπουδαστών Ιταλίας), εντάσσοντας σε αυτόν ακροδεξιούς Ελληνες φοιτητές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ήδη σε στενή επαφή τόσο με το κοινοβουλευτικό νεοφασιστικό κόμμα MSI όσο και με εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις. Η συνεργασία της χούντας με τους Ιταλούς νεοφασίστες επισημοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1968 με τη διοργάνωση από την ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη, υπό την επιτήρηση της ΚΥΠ και του SID, της συμμετοχής

49 Ιταλών νεοφασιστών στους εορτασμούς στην Αθήνα για την πρώτη επέτειο της 21ης Απριλίου.

Εκτιμάται πως κατά την επίσκεψη αυτή τέθηκαν οι βάσεις για τη δράση της χούντας στην Ιταλία και την «εξαγωγή» στη χώρα αυτή του ελληνικού προτύπου. Λίγους μήνες αργότερα θα καθοριστούν και οι λεπτομέρειες για τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών, με την επίσκεψη στην Αθήνα του στρατηγού των καραμπινιέρων Τζουζέπε Πιές. Αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθούν ιταλικές οργανώσεις και φίλοι πολιτικοί, καθώς και να δημιουργηθούν στην Ελλάδα κέντρα εκπαίδευσης των Ιταλών νεοφασιστών υπό τη μορφή αθώων τουριστικών κάμπινγκ.

Στην Ιταλία η συνεργασία χουντικών με τους Ιταλούς νεοφασίστες είχε γίνει εμφανής ήδη στις 27 Οκτωβρίου 1969, όταν ομάδα της ΕΣΕΣΙ ενισχυμένη από πολυάριθμους Ιταλούς νεοφασίστες επιτέθηκε με μαχαίρια και ρόπαλα στους Ελληνες δημοκρατικούς φοιτητές τη στιγμή που συμμετείχαν μαζί με Ιταλούς αντιφασίστες σε εορταστική εκδήλωση για την 28η Οκτωβρίου στο Πανεπιστήμιο της Πίζας. Οι άγριες συμπλοκές στο κέντρο της πόλης που κράτησαν σχεδόν όλη τη νύχτα και η επίσης πολύ σκληρή επέμβαση της αστυνομίας προκάλεσαν τον θάνατο ενός νεαρού Ιταλού αντιφασίστα.

Κεντρικό ρόλο στις επαφές του δικτατορικού καθεστώτος με τους Ιταλούς νεοφασίστες διαδραμάτισε ο Κωνσταντίνος Πλεύρης, ιδρυτής και αρχηγός του Κινήματος 4ης Αυγούστου. Ηδη πριν από την 21η Απριλίου ο Πλεύρης γνώριζε προσωπικά ορισμένα ηγετικά στελέχη της χούντας, ήταν από τους ελάχιστους Ελληνες νεοφασίστες που είχαν επαφές με ομοϊδεάτες τους στο εξωτερικό και είχε διαμορφώσει σαφή εικόνα του ακροδεξιού χώρου στην Ευρώπη. Σημαντική ήταν και η σχέση του με το Aginter Presse, ένα δήθεν ειδησεογραφικό πρακτορείο με έδρα στη Λισσαβώνα του δικτάτορα Καετάνο. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για άτυπο συντονιστικό κέντρο των ευρωπαϊκών νεοφασιστικών οργανώσεων. Επί χούντας το Aginter Presse θα ανοίξει γραφείο κοντά στην πλατεία Συντάγματος.

Οι απριλιανοί, ως γνωστόν, αρνούνταν πεισματικά ότι ήταν φασίστες. Μες στη γενική πολιτική σύγχυση που χαρακτήριζε το στρατιωτικό καθεστώς τα μόνα σταθερά στοιχεία ήταν ο φανατικός αντικομμουνισμός και η απόλυτη δυσπιστία προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Εντούτοις, οι ίδιοι δεν δίσταζαν να δηλώνουν «πραγματικοί δημοκράτες».

Εντός της χούντας όμως υπήρχε ένας πυρήνας στρατιωτικών, έκφραση του οποίου ήταν ο Ιωάννης Λαδάς, ο Κώστας Ασλανίδης και άλλοι αξιωματικοί, που είχαν σαφή φασιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό και συμμερίζονταν την ιδέα

του Πλεύρη να πολιτικοποιήσουν το στρατιωτικό καθεστώς μετατρέποντάς το σε φασιστικό, στο πρότυπο του Μουσολίνι και του Ιωάννη Μεταξά. Αυτό, στις προθέσεις τους, θα έθετε την Ελλάδα στο κέντρο της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς ως στρατηγικό σημείο αναφοράς στον αγώνα εναντίον της «ασθενικής δημοκρατίας», που «είχε αποδειχτεί ανεπαρκής» στην καταπολέμηση του κομμουνισμού. Με πρώτο στόχο την Ιταλία, που είχε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης και μια κυβέρνηση που ευθύς εξαρχής είχε εμφανώς υιοθετήσει εχθρική στάση απέναντι στους Ελληνες δικτάτορες.

Η προβοκάτσια και το κίνημα-οπερέτα

Στα πρώτα χρόνια της χούντας το φιλόδοξο αυτό σχέδιο φαινόταν να εξασφαλίζει την ευρύτερη υποστήριξη του στρατιωτικού καθεστώτος. Στην Ιταλία οι υπόγειες δραστηριότητες της χούντας λειτουργούσαν παράλληλα και ενίσχυαν τη στρατηγική της έντασης, η οποία σαφώς δεν ήταν επινόηση της ελληνικής χούντας αλλά εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις της. Στη βόμβα της 12ης Δεκεμβρίου, επί παραδείγματι, υπήρχε σχέδιο ώστε κοντά στους αναρχικούς να κατηγορηθούν και οι Ελληνες αντιστασιακοί του εξωτερικού. Συγκεκριμένα, το σχέδιο πρόβλεπε να ανακαλυφθεί σε άλλη τράπεζα του Μιλάνου βόμβα που δεν εξερράγη, συσκευασμένη με εκρηκτικά που είχαν σταλεί από το Παρίσι με αποδέκτη αντιστασιακές οργανώσεις της Ελλάδας, αλλά καθ’ οδόν κατασχέθηκαν από την ιταλική αστυνομία.

Η προβοκάτσια όμως απέτυχε διότι απρόβλεπτα και ανεξήγητα ο εισαγγελέας διέταξε να καταστραφεί αμέσως και επιτόπου η ανενεργή βόμβα και έτσι χάθηκε το τεκμήριο εναντίον των Ελλήνων αντιστασιακών. Αυτό όμως δεν απέτρεψε τους πράκτορες της UAR που συμμετείχαν στις πολυήμερες ανακρίσεις των συλληφθέντων αναρχικών να επιμείνουν ώστε να αντλήσουν πληροφορίες σχετικά με τις υπαρκτές ή υποτιθέμενες επαφές τους με τους Ελληνες αντιστασιακούς στο Παρίσι. Η πίεση στις ανακρίσεις ήταν τόσο μεγάλη που ένας αναρχικός πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες στα χέρια των αστυνομικών.

Λίγους μήνες πριν από τη σφαγή στο Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1969, οι πράκτορες της χούντας σε συνεργασία με Ιταλούς τρομοκράτες είχαν αποπειραθεί να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο των βομβιστικών επιθέσεων για να πλήξουν ευθέως το αντιστασιακό κίνημα στο εξωτερικό. Σε θέατρο της Γένοβας είχαν τοποθετήσει ισχυρή βόμβα τριών κιλών κάτω από το βήμα από το οποίο θα μιλούσε η Μελίνα Μερκούρη σε εκδήλωση εναντίον της δικτατορίας. Η βόμβα εντοπίστηκε εγκαίρως και εξουδετερώθηκε έξω από το θέατρο.

Η απόπειρα να γίνει «εξαγωγή επανάστασης» στην Ιταλία απέτυχε παταγωδώς τη νύχτα μεταξύ 7 και 8 Δεκεμβρίου 1970, όταν ο πρίγκιπας Ιούνιο Βαλέριο Μποργκέζε, αμετανόητος βετεράνος του μουσολινικού καθεστώτος και συχνός επισκέπτης της Αθήνας, αποπειράθηκε να κάνει ελληνικού τύπου πραξικόπημα. Οι λιγοστές δυνάμεις που κατάφερε να στρατολογήσει αποδείχτηκαν τραγικά ελλιπείς και άπειρες και η απόπειρα πραξικοπήματος κατέληξε σε φάρσα: η φάλαγγα ένοπλων δασονόμων που έπρεπε να καταλάβει τη RAI χάθηκε μες στη βροχή στο κέντρο της Ρώμης, ενώ οι πολυάριθμοι φασίστες που είχαν καταφέρει να καταλάβουν το καλά οχυρωμένο υπουργείο Εσωτερικών παρέμειναν για ώρες άπρακτοι χωρίς σαφείς οδηγίες και τελικά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, κλέβοντας ένα οπλοπολυβόλο από το οπλοστάσιο της αστυνομίας. Οι καραμπινιέροι, που στα λόγια είχαν φανεί πρόθυμοι να στηρίξουν τις ενέργειες του Μποργκέζε, τελικά δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους. Για να αποφύγει τη σύλληψη ο Μποργκέζε κατέφυγε στην Κέρκυρα υπό την προστασία της ΚΥΠ.

Η φαρσοκωμωδία του πραξικοπήματος Μποργκέζε ήταν ισχυρό πλήγμα στη φασιστική πτέρυγα του στρατιωτικού καθεστώτος. Εγινε εμφανές πως το σχέδιο εξαγωγής της 21ης Απριλίου δεν είχε καμία σοβαρή βάση. Ο Παπαδόπουλος και η ομάδα του έθεσαν υπό επιτήρηση τον Πλεύρη, αποφάσισαν να επικεντρώσουν τη δραστηριότητά τους στην κατατρομοκράτηση των Ελλήνων αντιστασιακών στο εξωτερικό και να περιορίσουν τις επαφές τους με τους Ιταλούς νεοφασίστες.

Κατ’ αυτό τον τρόπο η ΕΣΕΣΙ αναγκάστηκε, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της φασιστικής πτέρυγας, να περιορίζεται σε δραστηριότητες χαφιεδισμού και τραμπουκισμού των Ελλήνων δημοκρατικών φοιτητών στην Ιταλία. Η αλήθεια είναι ότι γρήγορα το κλίμα για τους χουντικούς είχε γίνει πολύ βαρύ. Η προβοκάτσια της «αναρχικής βόμβας» στη μιλανέζικη τράπεζα κράτησε κάτι παραπάνω από ένα έτος. Η συνεχής κινητοποίηση των ιταλικών δημοκρατικών δυνάμεων (και της χριστιανοδημοκρατίας), κυρίως όμως οι θαρραλέες και αποκαλυπτικές έρευνες του ιταλικού Τύπου ανέδειξαν τις χίλιες δυο αντιφάσεις και τα αδύναμα σημεία της αστυνομικής εκδοχής περί «αναρχικών βομβιστών». Ευσυνείδητοι εισαγγελείς άρχισαν να ερευνούν στον χώρο των νεοφασιστικών οργανώσεων και παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια που πρόβαλλε το βαθύ κράτος, στο τέλος εντόπισαν τους υπαίτιους της σφαγής στην ομάδα της Ordine Nuovo στην περιφέρεια της Βενετίας. Για την οριστική καταδίκη τους όμως έπρεπε να περιμένουμε

την απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου το 2003. Πιο άμεση αλλά πολύ πιο ελαφριά υπήρξε η καταδίκη των επικεφαλής της μυστικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας που είχαν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη βομβιστική επίθεση, ενώ η αντικατασκοπεία είχε περιοριστεί στο να καλύψει την όλη υπόθεση αποπροσανατολίζοντας τις δικαστικές έρευνες.

Με βάσεις στη «φιλόξενη» Ελλάδα

Η Ελλάδα βεβαίως παρέμεινε φιλόξενη χώρα για όλους τους νεοφασίστες της γείτονος, που συνέχισαν να επισκέπτονται συστηματικά τη χώρα αναζητώντας χρηματοδότηση, υποστήριξη και προπαντός ευκαιρίες για μπίζνες. Μετά την πτώση της χούντας ανακαλύφθηκε ότι είχαν καταφύγει στην Αθήνα και μάλιστα είχαν ανοίξει ιταλικό εστιατόριο οι καταζητούμενοι ηγέτες της Ordine Nuovo Κλεμέντε Γκρατσιάνι και Ελιο Μασαγκράντε.

Οι Ιταλοί εισαγγελείς είχαν εκδώσει εντάλματα συλλήψεως εναντίον τους διότι η στρατηγική της έντασης συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμη. Οι νεοφασίστες τρομοκράτες και οι καθοδηγητές τους στο βαθύ κράτος συνέχισαν

ακόμη μία δεκαετία να σπέρνουν τον θάνατο με βόμβες σε τρένα, σε συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ωσπου η ιταλική κυβέρνηση αντέδρασε δυναμικά, έθεσε εκτός νόμου την Ordine Nuovo και την Avanguardia Nazionale, τις δυο πιο επικίνδυνες φασιστικές οργανώσεις, και άρχισε να στέλνει στη φυλακή τους τρομοκράτες. Από τότε το πρόγραμμα αλλαγής του πολιτικού συστήματος και εξουδετέρωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος πέρασε σε άλλα χέρια, όπως εκείνα της μυστικής Στοάς Π2 και πολύ αργότερα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Σε ό,τι αφορά τις νεοφασιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις που διαπράχτηκαν μετά τον Δεκέμβριο του 1969, δεν διαπιστώθηκε σημαντική παρέμβαση της ελληνικής χούντας. Το μόνο στοιχείο ήταν η βόμβα που εξερράγη στο τρένο Italicus προκαλώντας τον θάνατο δώδεκα επιβατών. Η επίθεση έγινε στις 4 Αυγούστου 1974. Η χούντα ήδη είχε καταρρεύσει και η γενικότερη εκτίμηση ήταν πως οι Ιταλοί νεοφασίστες επέλεξαν να επιτεθούν ακριβώς εκείνη την ημέρα προκειμένου να στείλουν ένα αιματοβαμμένο μήνυμα αλληλεγγύης στους πλέον ηττημένους Ελληνες ομοϊδεάτες τους.

Η Χούντα

el-gr

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283373360264396

Documento Media