Documento Media

Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και Χ

Του Λεωνίδα Φ. Καλλιβρετάκη Ιστορικού, πρώην διευθυντή ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

Μέσα στο κλίμα των αποκαλύψεων της υπόθεσης Watergate, της κατακραυγής κατά των δραστηριοτήτων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και του γενικότερου κινήματος αμφισβήτησης της εποχής, η Υπηρεσία Ερευνών του Αμερικανικού Κογκρέσου (Congressional Research Service) συνέταξε στις 18 Φεβρουαρίου 1975 ένα μνημόνιο για τη συγκεκαλυμμένη δράση της CIA στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και διεθνώς κατά την περίοδο 1950-74. Στο μνημόνιο αυτό η Ελλάδα αναφέρεται σε τρία σημεία. Στο πρώτο σημειώνεται ότι «από το 1952 η CIA επιχορηγούσε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Ελληνα συνταγματάρχη που αργότερα υπήρξε επικεφαλής του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα το 1967. Η CIA επιχορηγούσε επίσης πολλά στρατιωτικά και πολιτικά πρόσωπα στην Ελλάδα για χρόνια μετά το 1952. Φαίνεται ότι οι επιχορηγήσεις διακόπηκαν το 1972». Σύμφωνα με το δεύτερο, «το 1965 ο John Μ. Maury, ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, ενεπλάκη ευθέως στα Ελληνικά πολιτικά πράγματα. Αναφέρθηκε ότι βοήθησε τον βασιλέα Κωνσταντίνο να εξαγοράσει βουλευτές του Ελληνικού κόμματος της Ενωσης Κέντρου, προκαλώντας έτσι την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου». Σύμφωνα με το τρίτο, τέλος, σημείο, «αναφέρθηκε ότι η CIA μεθόδευσε το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα το 1967, που έφερε τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο στην εξουσία. Αναφέρθηκε επιπλέον ότι η CIA ήταν σε θέση να διατηρεί τον έλεγχο του στρατιωτικού καθεστώτος, επειδή διέθετε τεκμήρια της “συνεργασίας του Παπαδόπουλου με τους Ναζί κατά την περίοδο του πολέμου [wartime collaboration with the Nazis]”».

Τα αποσπάσματα αυτά συνοψίζουν επιγραμματικά – και δίνουν την εντύπωση ότι επιβεβαιώνουν– την επικρατούσα αντίληψη για τις σχέσεις του Γ.Π. αρχικά με τα Τάγματα Ασφαλείας και στη συνέχεια με τη CIA και τον ρόλο της τελευταίας στο κρίσιμο διάστημα 1965-67, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Το γεγονός ότι η εξαιρετικά συνοπτική αυτή αναφορά των 13 συνολικά σελίδων εκδόθηκε λίγο αργότερα σε αυτοτελές τεύχος από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου 1 προσέδωσε στις πληροφορίες που περιείχε ένα ιδιαίτερο κύρος. Εντούτοις πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συντάκτης της, Richard F. Grimmett, ειδικός αναλυτής της Υπηρεσίας Ερευνών του Κογκρέσου επί θεμάτων εθνικής αμύνης, δεν επικαλείτο

κάποιες εμπιστευτικές πηγές. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια αποδελτίωση βασιζόμενη αποκλειστικά «σε πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν μέσω εφημερίδων, περιοδικών, καταθέσεων ενώπιον επιτροπών του Κογκρέσου, ή άλλων δημοσιεύσεων», στις οποίες και παρέπεμπε άλλωστε σε κάθε περίπτωση, επισημαίνοντας εισαγωγικά ότι «καμία κρίση δεν διατυπώνεται στο παρόν, όσον αφορά στην εγκυρότητα των αναφορών που συνοψίζονται». Πράγματι, αναζητώντας κανείς τις παραπομπές για όλες τις προαναφερθείσες πληροφορίες που σχετίζονται με την Ελλάδα διαπιστώνει ότι πρόκειται για δύο άρθρα που δημοσιεύτηκαν στους «New York Times» την 1η Ιουλίου 1973 και στις 2 Αυγούστου 1974. Αλλά ας εξετάσουμε την προϊστορία αυτών των δημοσιευμάτων, εστιάζοντας επί του παρόντος στο ζήτημα της «συνεργασίας του Παπαδόπουλου με τους Ναζί». […]

Αντί συμπεράσματος

Από την ενδελεχή έρευνα του συνόλου του προαναφερθέντος υλικού προκύπτει ότι η φήμη της εμπλοκής του Γ.Π. με τα Τ.Α. βασίστηκε (χρονολογικά) στα εξής δεδομένα, που συνοψίζονται για μια ακόμη φορά εδώ:

Ο διορισμός του 76άχρονου υποστράτηγου Ν. Κουρκουλάκου στη διοίκηση της ΑΤΕ στις 13 Φεβρουαρίου 1969 προκάλεσε αίσθηση, ιδιαίτερα μετά την «επιθετική» δημόσια προβολή εκ μέρους του νεοδιορισμένου της κατοχικής του δράσης ως διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Πατρών και σε συνδυασμό με την επίσης δημόσια διαβεβαίωση ότι ο διορισμός του υπήρξε προσωπική επιλογή του Γεωργίου Παπαδόπουλου.

Οι εντυπώσεις αυτού του διορισμού δεν είχαν ακόμη κοπάσει όταν δύο μήνες αργότερα, στις 25 Απριλίου 1969, δημοσιεύτηκε το νομοθετικό διάταγμα 179/69 «περί Εθνικής Αντιστάσεως», το οποίο, μεταξύ των άλλων, προχωρούσε σε μια (έμμεση έστω) αναγνώριση της «αντιστασιακής» δράσης των ταγματασφαλιτών.

Την ίδια περίοδο βρέθηκε στην Αθήνα η Γαλλίδα ανταποκρίτρια Brigitte Friang, η οποία αποτύπωσε το κλίμα που είχε δημιουργηθεί υπό την επήρεια των πρόσφατων αυτών εξελίξεων στο σχετικό άρθρο της που δημοσιεύτηκε στη «Monde Diplomatique» τον Μάιο του 1969, γράφοντας ότι «κάποιες κακές γλώσσες» ανέφεραν ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Παπαδόπουλος υπηρέτησε υπό τον ταγματάρχη Κουρκουλάκο στα Τάγματα Ασφαλείας. Με βάση δηλαδή το ερμηνευτικό σχήμα που προτείνω, το δημοσίευμα αυτό είναι προϊόν των εντυπώσεων που προκάλεσαν τα δύο αμέσως προηγηθέντα γεγονότα και, όλα μαζί, σε διάστημα μόλις τριών μηνών, δημιούργησαν μια συμπαγή βάση πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το επίμαχο ζήτημα.

Επειτα από πέντε μήνες, στις 27 Οκτωβρίου 1969, κατατέθηκε στο Αμερικανικό Κογκρέσο το μνημόνιο του Νικόλαου Σταύρου (προϊόν επίσης επιτόπιας έρευνας και επαφών), στο οποίο περιλαμβανόταν η διαπίστωση του Ελληνοαμερικανού πολιτικού επιστήμονα ότι μεταξύ των οπαδών της χούντας περιλαμβάνονταν άτομα που «φέρουν το στίγμα της συνεργασίας με τους Γερμανούς».

Δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1971, ο Chris Μ. Woodhouse σχολίασε το γεγονός ότι οι «στρατοκράτες» της χούντας, των οποίων η δράση κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής «στην καλύτερη περίπτωση ήταν ασήμαντη», απέφευγαν συστηματικά να αναφερθούν στην αντίσταση. Αργότερα (το 1973) η τοποθέτησή του σκλήρυνε ακόμη περισσότερο, καθώς συνέδεσε ρητά το γεγονός ότι η επίσημη χουντική προπαγάνδα ελαχιστοποιούσε τις αναφορές στη γερμανική κατοχή και στα δεινά της, με την ενδεχόμενη ανησυχία του δικτάτορα «μήπως κάποια ημέρα συμπληρωθούν τα κενά στην επίσημη βιογραφία του». Αυτές οι διαπιστώσεις δεν οδήγησαν πάντως τον ίδιο τον Woodhouse να υιοθετήσει τελικά την άποψη ότι ο Γ.Π. υπηρέτησε στα Τ.Α., γι’ αυτό και δεν τη συμπεριέλαβε στο μεταγενέστερο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1985.

Αυτό το «ξαναγράψιμο της ιστορίας» ενόχλησε ακόμη και δεξιούς «εθνικόφρονες», όπως τον παλαίμαχο οπλαρχηγό του ΕΔΕΣ Αλέκο Παπαδόπουλο, που τον Αύγουστο του 1971 έφτασε στο σημείο να υπαινιχθεί δημόσια ότι οι κρατούντες αποσιωπούν την αντίσταση επειδή «αισθάνονται αμηχανίαν».

Στις 16 Νοεμβρίου 1971 ο Jack Anderson με το άρθρο του «Greek junta and taint of the Nazis», που δημοσιεύτηκε στην «Washington Post» (και αλλού) πρόσθεσε στα προαναφερόμενα δύο νέους ισχυρισμούς: αφενός μια «εμπιστευτική» δήλωση του Αμερικανού πρεσβευτή Philips Talbot ότι «γνωρίζουμε ότι κάποιοι [από τους συνταγματάρχες]

υπήρξαν συνεργάτες [των Γερμανών]» –δήλωση την οποία όμως ο Talbot αμφισβήτησε ότι είχε κάνει– και αφετέρου μια μη διασταυρωμένη πληροφορία ότι ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα James Potts διέθετε πολλές αναφορές για το ναζιστικό παρελθόν της χούντας (χωρίς λεπτομέρειες).

Δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιουλίου 1973, ο Βρετανός δημοσιογράφος Charles Foley δημοσίευσε ένα άρθρο στον «Observer» σύμφωνα με το οποίο ένας σύντροφος του Γρίβα «επιβεβαίωσε τις πληροφορίες» ότι ο Παπαδόπουλος υπηρέτησε σε ένα Τάγμα Ασφαλείας. Αυτό θεωρήθηκε από τον δημοσιογράφο ότι σχετίζεται ευθέως με την εκμυστήρευση ενός (ανώνυμου) στρατιωτικού συμβούλου της αμε

ρικανικής πρεσβείας ότι το παρελθόν του Γ.Π. αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα χαρτιά της Ουάσινγκτον έναντι του καθεστώτος, γιατί «υπάρχουν ντοκουμέντα στην Ουάσινγκτον πού δεν θα ήθελε να έρθουν στο φως».

Το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου του «Observer» αναδημοσιεύτηκε αυθημερόν στους «New York Times». Από εκεί το πήρε ο αναλυτής Richard F. Grimmett και το συμπεριέλαβε στις 18 Φεβρουαρίου 1975 στο μνημόνιό του για τη συγκεκαλυμμένη δράση της CIA (που δημοσιεύτηκε τον επόμενο χρόνο με τίτλο «Reported foreign and domestic covert activities of the United States Central Intelligence Agency 1950-1974»), σημειώνοντας ότι η CIA διατηρούσε τον έλεγχο του καθεστώτος επειδή διέθετε τεκμηρίωση της «συνεργασίας του Παπαδόπουλου με τους Ναζί κατά την περίοδο του πολέμου».

Σε αυτά τα δεδομένα, που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, προστέθηκαν ακόμη δύο μετά τη μεταπολίτευση. Πρώτον, ο στρατηγός Σπαής, καταθέτοντας ως μάρτυς στη δίκη της εφημερίδας «Χριστιανική» τον Νοέμβριο του 1974 υποστήριξε ότι τόσο ο Γ.Π. όσο και ο αδελφός του είχαν υπηρετήσει στο Τάγμα Ασφαλείας Πατρών. Δεύτερον, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος των «Νέων» δημοσιεύτηκε στις 22 Ιουλίου 1975 η δημοσιογραφική πληροφορία ότι ο (νεκρός ήδη) στρατηγός Περιβολιώτης είπε (δεν αναφέρεται σε ποιον) ότι είχε διαβάσει μια αναφορά του Κουρκουλάκου, στην οποία ο τελευταίος «εξυμνούσε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο για την απόδοσή του στα Τάγματα Ασφαλείας, όπου υπηρετούσε στο Β΄ Γραφείο».

Κατά τη γνώμη μου τα προαναφερόμενα δεν αποτελούν επαρκείς αποδείξεις ότι ο Γ.Π. είχε καταταγεί στα Τ.Α. (φυσικά, το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείεται και το ζήτημα παραμένει ανοικτό). Αποτελούν όμως τα παραπάνω, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα ζητήματα που σχολιάσαμε αναλυτικά προηγουμένως, σοβαρές ενδείξεις ότι:

1. Ο Γ.Π. δεν είχε να εμφανίσει δημόσια κάποια (έστω στοιχειωδώς) αξιοπρεπή δράση ή στάση κατά τη διάρκεια της Κατοχής ως μέλος κάποιας αντιστασιακής ή «αντιστασιακής» οργάνωσης, ακόμη και για τα κριτήρια των περισσότερων ακροδεξιών εν συνωμοσία συντρόφων του και αυτό το «κενό» στη βιογραφία του ήταν ζήτημα που του δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα (ουσιαστικά δεν κατάφερε να βρει αποτελεσματικό τρόπο να το αντιμετωπίσει ως τον θάνατό του).

2. Η όποια σχέση του Γ.Π. με τη Χ παραμένει ασαφής και (αν υπήρξε) δεν στάθηκε δυνατόν να αξιοποιηθεί από τον Γ.Π. ως άλλοθι έναντι των Ταγμάτων, για τους λόγους που προαναφέραμε.

3. Είναι βέβαιο ότι ο ρόλος του ταξίαρχου Δημήτριου Πατίλη στη συνωμοσία που κατέληξε στην 21η Απριλίου υπήρξε πολύ σημαντικότερος απ’ όσο (κυρίως λόγω του πρόωρου θανάτου του) έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη και εντύπωση και έχει αντίστοιχα αναδειχθεί στην κατοπινή βιβλιογραφία. Φαίνεται ότι ο Πατίλης ήταν σε κάποια πρώιμη φάση ο επικεφαλής της συνωμοτικής ομάδας· το γεγονός αυτό οδήγησε ευθύς μετά το πραξικόπημα στην υπουργοποίησή του (έγινε υπουργός Βορείου Ελλάδος), πράγμα εκ πρώτης όψεως παράδοξο, καθώς δεν προκύπτει κάποια εμφανής δράση του εκείνη τη βραδιά ή στις προπαρασκευαστικές ενέργειες του αμέσως προηγουμένου διαστήματος. Αυτή η παλαιότερη αλλά καίρια συμμετοχή του, σε συνδυασμό με τον κατοπινό αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε στη Θεσσαλονίκη για την αποτυχία του βασιλικού κινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967, οδήγησε στην ανέλιξή του αμέσως μετά στο πόστο του «αντιπροέδρου». Η ισχυρή αυτή θέση του στο πλαίσιο του καθεστώτος (ως τον θάνατό του τον Ιούνιο του 1970 ήταν ο τρίτος του κουαρτέτου) σε συνδυασμό με τη βεβαία δράση του στα Τ.Α. ερμηνεύουν ενδεχομένως εν μέρει την ευνοϊκή ρύθμιση που προβλεπόταν για τους ταγματασφαλίτες στο Ν.Δ. 179/69.

4. Υπήρχε προφανώς ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ Γ.Π. και Κουρκουλάκου, δεσμός που δεν δικαιολογείται από τη δημόσια στρατιωτική καριέρα του Γ.Π. ούτε προκύπτει στο πλαίσιο των συνωμοτικών του δραστηριοτήτων από τη δεκαετία του 1950 κ.εξ. (όπως λ.χ., σε αντιδιαστολή, προκύπτει για τον αντιστράτηγο Καρδαμάκη, αρχηγό του ΓΕΣ μεταξύ των ετών 1959-62, ο οποίος είχε προστατεύσει και προωθήσει τους συνωμότες, γεγονός που ερμηνεύει ικανοποιητικά τον διορισμό του στη διοίκηση της ΔΕΗ το 1967). Συνεπώς, αυτή η σχέση πρέπει να θεμελιώθηκε ή στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια της Κατοχής ή στην Αχαΐα όταν ο Κουρκουλάκος βρισκόταν εκεί, δηλαδή το 1944 (ο Κουρκουλάκος ήταν Μανιάτης και δεν είχε προηγουμένως σχέση με την Πάτρα). Εάν ο δεσμός αυτός δεν είναι προϊόν μιας τυπικής ένταξης του Γ.Π. στα μάχιμα Τάγματα Ασφαλείας, αυτό που απομένει είναι μια «αντιηρωική» λαθραία επιβί

ωση στη σκιά του Κουρκουλάκου, σε διοικητικές θέσεις στη Στρατιωτική Διοίκηση Πατρών.

Η άποψη αυτή είναι η λιγότερο διαδεδομένη αλλά έχει κάποιους οπαδούς, ιδίως μεταξύ εκείνων που διερεύνησαν διεξοδικότερα το ζήτημα. Στο σχετικό κεφάλαιο της αντιδικτατορικής έκδοσης που κυκλοφόρησε στη Λωζάννη το καλοκαίρι του 1970 με τίτλο «Η αλήθεια για την Ελλάδα» ο Ρόδης Ρούφος, ο οποίος, όπως αναφέραμε ήδη, εκτιμά ότι ο Γ.Π. δεν συμμετείχε στα Τ.Α., παρατηρεί: «Το πιθανότερο είναι πως ο Παπαδόπουλος φυλαγόταν από τις κακοτοπιές. Δεν αγαπά να ριψοκινδυνεύει» […] «Το κενό που παρουσιάζουν τα χρόνια 1941-44 στην επίσημη βιογραφία του, λέει πολλά. Τι θα μπορούσαν να γράψουν οι απολογητές του; Οτι, όταν όλη η Ελλάδα αγωνιζόταν, ο νεαρός ανθυπολοχαγός Παπαδόπουλος είχε τρυπώσει σε κάποιο μικρό λογιστήριο του Ερυθρού Σταυρού; Γιατί αυτή είναι η μία, η πιο ευνοϊκή εκδοχή του βίου και της πολιτείας του κατά τη διάρκεια της κατοχής. Υπάρχουν και άλλες: ότι, λόγου χάρη, είχε διορισθεί επαρχιακός επιθεωρητής του Υπουργείου Επισιτισμού των δοσιλόγων, επιφορτισμένος να απομυζά από τους φτωχούς αγρότες ένα μέρος της ισχνής σοδειάς τους για τον εφοδιασμό, μεταξύ άλλων, και των στρατευμάτων κατοχής». 3

Στην αρκετά συστηματική δημοσιογραφική έρευνα των «Νέων» που προαναφέραμε σημειώνεται ενδεικτικά: «Αλλοι λένε ότι τον είδαν να φορά στολή των Ταγμάτων, άλλοι στολή γερμανική. Αλλά ζωντανός μάρτυρας που να μπορεί να πιστοποιήσει σήμερα (1975) ότι τον είδε, δεν υπάρχει. Μάλλον αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να αποκλεισθεί, επειδή ο Παπαδόπουλος ήταν από φυσικού του συνωμότης και δειλός. Ποτέ δεν θα έκανε την απρονοησία να εκτεθεί φορώντας στολή. Επικρατέστερη φέρεται η εκδοχή Περιβολιώτη, ότι δηλαδή ο Παπαδόπουλος υπήρξε το δεξί χέρι του Κουρκουλάκου, δρώντας κατά τη συνήθειά του στο παρασκήνιο». 4

Στη δική του έρευνα, που δημοσιεύτηκε επίσης το 1975, ο δημοσιογράφος Γιώργος Καράγιωργας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πολλά εγράφησαν για την συμπεριφορά του [Παπαδόπουλου] την περίοδο εκείνη [της Κατοχής]. Ενα εί

ναι βέβαιον: Οτι δεν αισθάνθηκε το ρίγος που οδήγησε τους άλλους συναδέλφους του στα βουνά, στο αντάρτικο ή στη Μέση Ανατολή».5

Η τελική εκτίμηση του Φοίβου Γρηγοριάδη για τη δράση του Παπαδόπουλου επί Κατοχής, που έχει κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερη βαρύτητα, αποτυπώνεται σε ένα ύστερο (και λιγότερο διαδεδομένο από τα προηγούμενά του) δημοσίευμα του 1979: «Στην Πάτρα βρίσκονται πολλοί αξιωματικοί (με πολιτικά). Για τα τυπικά, εντάσσονται σε μια “Στρατιωτική Διοίκηση”. να παίρνουν τον κατοχικό μισθό τους. Η διοίκησις συγκροτεί ένα “Επισιτιστικό Γραφείο” για αποσπάσεις αξιωματικών σε επιτροπές επιτάξεων ή διανομών τροφίμων, σε εποπτείες φούρνων και τα όμοια. Σ’ αυτό το γραφείο υπηρετούν και οι δύο αδελφοί Παπαδόπουλοι. Διοικητής ονομάζεται ο προϊστάμενος όλων των αξιωματικών με τα πολιτικά. Εδώ είναι ο συνταγματάρχης Ν. Κουρκουλάκος. Ενας πρωτεργάτης των προδοτικών ταγμάτων ασφαλείας» […] «Τυπικά αυτός είναι διοικητής Β. Πελοποννήσου» [...] «Μυστικοπαθής εκ γενετής, συνωμότης όσο και αδίστακτος ρεαλιστής, ο νεαρός ανθυπολοχαγός με τα πολιτικά [δηλαδή ο Γ.Π.], δεν έχει αμφιβολίες για τον προδοτικό χαρακτήρα των ταγμάτων. Επιδιώκει να ωφεληθεί από αυτά, χωρίς όμως και να εκτεθή πολύ. Μένοντας –με πολιτικά– στην επισιτιστική υπηρεσία τους». Ο Γρηγοριάδης χαρακτηρίζει αυτή τη στάση του Παπαδόπουλου ως «εντός, εκτός και επί τα αυτά».6

Αυτό ενδεχομένως απεδείχθη στη συνέχεια ένα πανάκριβο μυστικό, που πέραν του Κουρκουλάκου φαίνεται ότι το μοιραζόταν τουλάχιστον άλλος ένας μάρτυρας, ο διερμηνέας του Γερμανικού Φρουραρχείου Πατρών Νικήτας Σιώρης, ενδεχομένως δε και ο ίδιος ο Δημήτριος Πατίλης (που κατέφυγε στην Πάτρα από τη Ναύπακτο στις 19 Σεπτεμβρίου 1944). Κι έτσι, «στων καιρών τα γυρίσματα», όπως παρατηρεί και ο Γρηγοριάδης, «ο Κουρκουλάκος θα ζητήση –απαιτητικά ή και εκβιαστικά ίσως– την ανταπόδοσι της βοήθειας του αρχηγού της χούντας. Και θα γίνη» […] «διοικητής της Αγροτικής Τραπέζης».7

Η Χούντα

el-gr

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283321820656844

Documento Media