Documento Media

Όι «προστάτες» συνωμότες

Η φανερή-μυστική στρατιωτική οργάνωση που κινούσε τα νήματα για δικτατορίες ως «εγγυήτρια» του συστήματος

Του Θανάση Καραμπάτσου

σ. 62

Μια ομάδα συνωμοτών ταλάνισε διχάζοντας τη μεταπολεμική ζωή της χώρας, που είχε ως επιστέγασμα την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών· άξια τέκνα των μηχανορραφιών και των σκοπών της. Ηταν ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ). Δρούσε κυρίως παρασκηνιακά επιβάλλοντας πρόσωπα και καταστάσεις που οδηγούσαν προς την ικανοποίηση των αντικομμουνιστικών, εθνικιστικών, αυταρχικών και αντιδημοκρατικών οραμάτων του. Μεταπολεμικά συζητιόταν σε ανάκτορα, σαλόνια, υπουργικά γραφεία και πρεσβείες το σενάριο της δικτατορίας ως λύση για τα «αδιέξοδα» της ούτως ή άλλως αδύναμης και υπό επίβλεψη δημοκρατίας. Μια λύση του ΙΔΕΑ στο λυκόφως της δεκαετίας του ’40 και στο λυκαυγές του ’50. Ολοι το συζητούσαν, το έβλεπαν ακόμη και μέσα από τις σελίδες του Τύπου, αλλά πολλοί την αντιλαμβάνονταν ως «μπαμπούλα» ώσπου στις 21 Απριλίου 1967 η Ελλάδα ξύπνησε στον γύψο που της έβαλαν οι επίορκοι συνωμότες αξιωματικοί με παρελθόν στον ακροδεξιό ΙΔΕΑ, προλαμβάνοντας το ανακτορικό πραξικόπημα.

Οι ρίζες του ΙΔΕΑ, η ίδρυση, οι στόχοι και ο ρόλος του ανιχνεύονται σε όσα διαδραματίστηκαν στο στράτευμα, κυρίως, και στην πολιτική κατάσταση μετά την Απελευθέρωση το 1944. Οραμα των συνωμοτών ήταν η πειθάρχηση της κοινωνίας, η καθυποταγή των λαϊκών μαζών και η εξύψωση του εθνικισμού, η πάταξη του κομμουνισμού «και των παραφυάδων του» και η ανάδειξη του στρατού σε ισχυρό και αυτόνομο πόλο εξουσίας απέναντι στο παλάτι και το πολιτικό προσωπικό.

Το κίνημα του 1935 και η Μέση Ανατολή

Στο ιστορικό βάθος του 20ού αιώνα ο στρατός ουκ ολίγες φορές βγήκε για να παρέμβει πολιτικά εξυπηρετώντας πολιτικούς και προσωπικότητες της εξουσίας αλλά και με το απριλιανό πραξικόπημα, για να αποσυρθεί οριστικά μέχρι σήμερα στους στρατώνες. Αποτέλεσε όχημα πρόκλησης πολιτικών μεταβολών και μεταρρυθμίσεων (π.χ. Στρατιωτικός Σύνδεσμος) όπως και ιδιαίτερα ανασχετικών εξελίξεων (δικτατορία 1967-74). Αξιολογώντας ως σημαντικότερα είναι αφενός το κίνημα που οδήγησε στη συγκρότηση

Επαναστατικής Επιτροπής μετά τη στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία, στη Δίκη των Εξι, στην παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου, αφετέρου το κίνημα του 1935 (είχε προηγηθεί άλλο ένα αποτυχημένο υπό τον Ν. Πλαστήρα το 1933). Την 1η Μαρτίου εκείνου του χρόνου παράγοντες των βενιζελικών και στρατιωτικοί, εν ενεργεία και απότακτοι, κινήθηκαν προκειμένου να σχηματίσουν προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη υπό τον Ελ. Βενιζέλο αποσκοπώντας στην αποτροπή των σχεδιασμών για παλινόρθωση του στέμματος και την ανατροπή του υπέρ των αντιβενιζελικών εκλογικού αποτελέσματος. Η αποτυχία του κινήματος αυτού πυροδότησε μια σειρά από εξελίξεις, καθορίζοντας εν πολλοίς την εν συνεχεία πορεία του στρατεύματος και ευρύτερα της πολιτικής ζωής.

Καταρχάς δόθηκε στους κυβερνητικούς αντιβενιζελικούς η ευκαιρία να προχωρήσουν σε σοβαρές εκκαθαρίσεις στο στράτευμα, με σκοπό να ανατραπούν οι πολιτικοί/ ιδεολογικοί συσχετισμοί και να δημιουργηθεί ένα σώμα

ομοιογενές ως προς την ιδεολογική κατεύθυνση που να έχει στόχευση την υπηρέτηση του καθεστώτος. Ακολούθησαν διώξεις και αποτάξεις δημοκρατικών αξιωματικών όχι μόνο όσων πρωταγωνίστησαν ή συμμετείχαν στο αποτυχημένο κίνημα αλλά και όσων κρίνονταν δυνάμει κινηματίες. Ετσι το στράτευμα, ένας πόλος σημαντικής επιρροής και δράσης αλλά και εξυπηρέτησης των βενιζελικών επιδιώξεων, απέκτησε ομοιογένεια αντιβενιζελική – φιλομοναρχική με την απόταξη σχεδόν 2.000 ανώτερων αξιωματικών μέχρι τον βαθμό του λοχαγού – χρειάζονταν να παραμείνουν οι κατώτεροι φυσικά για να μην αποψιλωθεί και πληγεί το αξιόμαχο. Το νέο πολιτικό ζητούμενο, όπως σημειώνει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, ήταν «η συσπείρωση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού αξιωματικών για τη σωτηρία του ίδιου του κοινωνικού συστήματος που τους ανέχθηκε (αξιωματικοί από κατώτερες κοινωνικές τάξεις) και τελικά ενσωμάτωσε στις τάξεις του σώματος των αξιωματικών ως βραχίονες εφαρμογής και καλλιέργειας ενός ευρύτερου αλυτρωτικού προγράμματος».

Με αυτά τα δεδομένα πορεύτηκε με τον στρατό σύμμαχό της η δικτατορία Μεταξά. Μάλιστα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο που ακολούθησε δεν επέστρεψαν στο στελεχικό δυναμικό οι εμπειροπόλεμοι απότακτοι επαγγελματίες. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που συγκροτήθηκαν στη Μέση Ανατολή από τις λιγοστές μονάδες οι οποίες διέφυγαν από τα μέτωπα δέχτηκαν αρκετούς εθελοντές πολίτες, στρατιώτες και στρατιωτικούς. Στο πλαίσιο φιλελευθεροποίησης της κυβέρνησης και των Ενοπλων Δυνάμεων υπό τον βασιλιά κάτω από τις πιέσεις του βρετανικού παράγοντα ανέλαβαν την αρχηγία και επιτελικές θέσεις σε σχηματισμούς δημοκρατικοί απότακτοι αξιωματικοί, προκαλώντας τη δυσφορία και την αντίδραση των φιλομοναρχικών.

Στο μεταξύ, όλα είχαν αλλάξει στο σκηνικό της δεκαετίας αυτής. Το παλαιό πολιτικό προσωπικό είχε φθαρεί, νέες δυνάμεις μάχονταν ενάντια στους κατακτητές και οι πρωτοβουλίες ήταν σε πρώτο πλάνο, όπως και η ορμητική είσοδος των λαϊκών μαζών στο πολιτικό προσκήνιο, κυρίως με την παρότρυνση του ΕΑΜ. Αρκετή δόση αυτενέργειας

είχαν και όσοι δραπέτευαν από την κατεχόμενη Ελλάδα προς τη Μέση Ανατολή, όπως και οι «ανυπάκουες» στρατιωτικές μονάδες που εντάχτηκαν στον εκεί βασιλικό στρατό. Εντός του στρατεύματος πλέον ενυπήρχε το δημοκρατικό φρόνημα των απότακτων βενιζελικών, οι οποίοι αποκαθίσταντο οικονομικά και βαθμολογικά προς μεγάλη δυσαρέσκεια των «νομιμοφρόνων» του προπολεμικού κατεστημένου, και το αντιφασιστικό των στρατιωτών, των Αιγυπτιωτών, των ναυτεργατών και των πολιτών που κατατάχτηκαν εθελοντικά. Μάλιστα, ακόμη και στα στρατόπεδα αιχμαλώτων σε χώρες του Αξονα το ρήγμα βάθαινε μεταξύ των στρατιωτικών. Η σύγκρουση –παντού– δεν άργησε· την επιδίωξαν οι φιλομοναρχικοί και έφτασαν στο σημείο να διαλυθούν στρατιωτικοί σχηματισμοί. Για την κατάπνιξη της ανταρσίας το 1943 και το 1944 έδρασαν οι βρετανικές δυνάμεις και θορυβημένοι αξιωματικοί όπως ο Σόλων Γκίκας που ίδρυσε τον Σύνδεσμο Αξιωματικών Νέων (ΣΑΝ) και οι φιλομεταξικές – φιλομοναρχικές οργανώσεις Ενωση Εθνικοφρόνων Αξι

ωματικών (ΕΕΑ) και –κυρίως– Ενωση Νέων Αξιωματικών (ΕΝΑ), η οποία ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1943 και προσανατολίστηκε προς τη συγκρότηση ομοιογενών ως προς το αντικομμουνιστικό φρόνημα μονάδων (όπως συνέβη με την III Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο). Η διαιρετική τομή των αξιωματικών από τον εθνικό διχασμό εξαφανίστηκε και μετατοπίστηκε προς τη νέα, εκείνη των εθνικοφρόνων – κομμουνιστών, η οποία χαρακτήρισε τις εξελίξεις μετά την Απελευθέρωση. Αλλωστε όλες οι δυνάμεις σχεδίαζαν τότε με άξονα το πολιτικό τοπίο της εποχής αυτής, έχοντας επίδικο το πολιτειακό.

Αντικομμουνισμός και «Μέγας Πλάτανος»

Με την επάνοδο στην Ελλάδα, στο νέο τοπίο που όδευε προς τον Εμφύλιο, κρίθηκε απολύτως αναγκαία η ύπαρξη ενός ισχυρού στρατεύματος με ιδεολογική συνοχή, ικανού να προστατεύει το καθεστώς από ανεπιθύμητες ανατροπές και να επιβάλλεται με πυγμή. Τον Οκτώβριο του 1944 στο Κάβα Ντέι Τιρένι της Ιταλίας συζητήθηκε η δημιουργία συνωμοτικής οργάνωσης με συλλογική ηγεσία που να εκφράζει μεσαία και κατώτερα στελέχη, αποφοίτους της Σχολής Ευελπίδων μετά το 1929 – κατ’ εξαίρεση δέχονταν όσα ιδρυτικά μέλη είχαν προαχθεί στον βαθμό του ταγματάρχη, θεωρώντας τους υπόλοιπους αξιωματικούς εξαρτώμενους ή προσανατολισμένους στο προπολεμικό πολιτικό σκηνικό. Στις 25 του μηνός ιδρύθηκε στην Αθήνα ο ΙΔΕΑ από επτά –η ταυτότητά τους παραμένει άγνωστη– κατώτερους αξιωματικούς του ΕΝΑ και της φιλομεταξικής ομάδας «Τρίαινα» με σκοπό την αναχαίτιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Οπως αναλύει ο Δημήτρης Δεμερτζής, ο εθνικόφρων λόγος των συνωμοτών αντλούσε στοιχεία από τον εθνικισμό, τον συντηρητισμό και τον φασισμό. Αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη ευαρέσκεια την αντικομμουνιστική δράση των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας –αιτούμενοι την τιμητική συνταξιοδότηση των τραυματιών και των συγγενών που έπεσαν θύματα των ανταρτών– και την Οργάνωση Χ, ενώ συνέβαλαν στη διαμόρφωση του κλίματος της Λευκής Τρομοκρατίας ενισχύοντας οπλαρχηγούς παραστρατιωτικών ομάδων. Ταύτιζαν τον κομμουνισμό με το έγκλημα και τη βία και τους αριστερούς με αντεθνικώς δρώντες και προδότες, ενώ την πολιτική με τη συναλλαγή και τη φαυλότητα. Παράλληλα, ταύτιζαν την κοινωνική και πολιτική ευνομία με μια εξουσία που θα είχε βάση τον στρατό, διεκδικώντας ενεργό πολιτικό ρόλο.

Τα μέλη του ΙΔΕΑ αξιολογούσαν τους αξιωματικούς έχοντας κατάλληλες πληροφορίες προκειμένου να τους μυήσουν συνωμοτικά στο εθνικόφρον όραμά τους. Μόνο τα μέλη της Διοικούσας Δέσμης γνώριζαν το σύνολο των μυημένων αξιωματικών που το 1948 ανέρχονταν σε 2.500, με ισχυρή παρουσία στο στράτευμα – τα στελέχη στα τεθωρακισμένα και τα ΛΟΚ ήταν μυημένα στους σκοπούς του Ιερού Δεσμού. Το 1946 ελήφθη η απόφαση να αναλάβει την ηγεσία των συνωμοτών ο Σόλων Γκίκας, αλλά επέστρεψαν τελικά στη συλλογική ηγεσία μετά τη μετάθεσή του στην Ουάσινγκτον – ίσως δεν είναι τυχαίο που ο ΙΔΕΑ αναζητούσε την εμπλοκή των ΗΠΑ στις επιχειρήσεις του Εμφυλίου, τον οποίο αντιμετώπιζε με τη λογική ενός ολοκληρωτικού και χωρίς έλεος πολέμου ακόμη και μετά τη λήξη του.

Η οργάνωση, αφού έκανε δημόσια παρουσία σε πολιτικούς και ανώτατους αξιωματικούς αλλά και στην αμερικανική διπλωματία, δήλωνε έτοιμη το 1947 για πραξικόπημα προς άρση των πολιτικών «αδιεξόδων, εφόσον το επιθυμούσαν οι κυβερνώντες προτείνοντας μάλιστα και αναστολή “ορισμένων ελευθεριών”». Με το παλάτι να γνωρίζει την ύπαρξή του από το 1946 και έχοντας προωθήσει μέλη της σε θέσεις-κλειδιά του στρατεύματος, ένιωθε δυνατή και στις 31 Μαΐου 1951 το επιχείρησε. «Η Οργάνωσις θα εξεδηλούτο όταν η κατάστασις θα καθίστατο έκρυθμος και θα εδημιουργήτο κίνδυνος συγκροτήσεως κυβερνήσεως υπό στοιχείων υπόπτου εθνικής υποστάσεως» ανέφερε απολογούμενος ο ταξίαρχος Αθανάσιος Φροντιστής. Οι νικητές του Εμφυλίου ζητούσαν διεύρυνση του πυλώνα τους στο πλέγμα της εξουσίας και τραβούσαν τις εξελίξεις στα άκρα. Ο Αλέξανδρος Παπάγος, ο οποίος ορίστηκε αρχιστράτηγος το 1948 εν μέσω Εμφυλίου με τη στήριξη του ΙΔΕΑ –επιζητούσε την ενός ανδρός αρχή στο στράτευμα και το πολιτικό τοπίο– και έχοντας απαιτήσει πλήρη έλεγχο και δυνατότητα έκτακτων εξουσιών μεταβλήθηκε σε ανεξέλεγκτο πόλο εξουσίας, ζητούσε να επισημοποιηθεί ο νέος ρόλος του στρατού στο πρόσωπό του. Ο ΙΔΕΑ, αποδίδοντας ρόλο ηγέτη στον στρατάρχη αποκαλώντας τον «Μεγάλο Πλάτανο», γοητευόταν από την αυταρχική «λύση Παπάγου» και στη σύγκρουσή του με τα ανάκτορα και την παραίτησή του στις 30 Μαΐου 1951 αποφάσισε να δώσει δυναμική απάντηση με σκοπό την παραμονή του με πραξικόπημα και στρατιωτική κυβέρνηση. Φαινομενικά ο Παπάγος, ο οποίος προφανώς επιδίωκε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για το νικηφόρο πολιτικό του ντεμπούτο, τους επανέφερε στην τάξη, ωστόσο εκ των πρωτεργατών του κινήματος καταγράφεται ο διευθυντής του γραφείου του, συνταγματάρχης Νικόλαος Γωγούσης, προκαλώντας πολλά ερωτήματα για τη στάση του στρατάρχη.

Οι εκλογές-ορόσημα και η εξουσία του ΙΔΕΑ

Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες αμνηστεύτηκαν, αλλά επέσπευσαν τη δίκη Μπελογιάννη και με την εκτέλεση τεσσάρων εκ των καταδικασθέντων δυναμίτισαν το εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ των κεντρώων δυνάμεων που ήταν σαφώς υπέρ των μέτρων επιείκειας. Σε ρήξη με το στέμμα, το οποίο του απέδιδε ηγετικό ρόλο στον ΙΔΕΑ, ο Παπάγος πολιτεύτηκε και κυβέρνησε ιδρύοντας τον Ελληνικό Συναγερμό, στον οποίο βρήκαν θέση ηγετικά στελέχη των συνωμοτών, ενώ έχοντας κοινοβουλευτική παντοδυναμία προχώρησε σε εκκαθαρίσεις διαμορφώνοντας ένα απόλυτα ελεγχόμενο κομματικά κράτος και με στελέχη του ΙΔΕΑ στην ηγεσία των Eνοπλων Δυνάμεων και στα επιτελεία. Σημαντική προσθήκη στο μετεμφυλιακό οικοδόμημα είναι η ίδρυση της ΚΥΠ, με αρχηγό τον Αλέξανδρο Νάτσινα του ΙΔΕΑ, με την οποία φάνηκε ότι ο Δεσμός πέτυχε τους στόχους του.

Η εκλογική αναμέτρηση του 1958, σχεδόν μία δεκαετία μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ανέδειξε τον εφιάλτη του ΙΔΕΑ, την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), σε αξιωματική αντιπολίτευση. Δραστηριοποιήθηκαν επαφές και κλιμάκια του ΙΔΕΑ στην εκπόνηση σχεδίων από την ΚΥΠ και άλλες νεοσύστατες και ελεγχόμενες υπηρεσίες πληροφοριών μέσα από διαδικασίες του σκοτεινού νατοϊκού δικτύου Gladio, σε μια συνεργασία κράτους και παρακρατικών που αποκαλύφθηκε στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη και οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης Καραμανλή. Επιτελείς με βρόμικο παρελθόν στον ΙΔΕΑ συμμετείχαν στην εκπόνηση του σχεδίου «Περικλής» που βοήθησε στην εκλογική επιτυχία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις «εκλογές βίας και νοθείας» του 1961, βρέθηκαν σε θέσεις-κλειδιά

των επιτελείων για την οργάνωση πραξικοπήματος –λίγο πριν από το 1967 έμοιαζαν τα πόστα τους σαν να είχαν παράταξη μάχης–, ενώ οργάνωσαν σαμποτάζ-παρωδία στον Εβρο (Γ. Παπαδόπουλος) για την υπόμνηση του κομμουνιστικού κινδύνου, στα χνάρια της σκευωρίας της «υπόθεσης των αεροπόρων» το 1952.

Οι νεότεροι και επομένως κατώτεροι αξιωματικοί στέκονταν επικριτικά προς τα ανώτερα στελέχη του ΙΔΕΑ κατηγορώντας τα όχι μόνο για σύμπλευση με τον θρόνο αλλά και για «συντεχνιακά», μισθολογικά ζητήματα. Ιδρυσαν το διάστημα 1956-58 την Εθνική Ενωση Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ), που παρέμεινε επιμελώς στο ημίφως των εξελίξεων, και οι πρωτεργάτες Παπαδόπουλος, Ιωαννίδης, Πατίλης, Μακαρέζος, Λαδάς κ.ά. κατέβασαν τα τανκς την 21η Απριλίου 1967 με πρόσχημα τον «ερυθρό κίνδυνο» μετά το ανώμαλο καθεστώς της αποστασίας του 1965. Τα πρόσωπα αυτά συγκρότησαν και εξυπηρέτησαν το στρατιωτικό καθεστώς ενώ μετά την ηχηρή πτώση της χούντας το 1974 απαντάμε τον πρώην αρχηγό του ΙΔΕΑ Σόλωνα Γκίκα σε θέση υπουργού Δημοσίας Τάξεως στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις Καραμανλή. Το αυταρχικό, αντικοινοβουλευτικό παρελθόν δεν στάθηκε εμπόδιο· τουναντίον αποτέλεσε τη γέφυρα για να ελεγχθεί ο στρατός και να μείνει –μέχρι τώρα– στους στρατώνες! Πολλοί συνεργάτες και όργανα του καθεστώτος σε διάφορες θέσεις δεν τιμωρήθηκαν και συνέχισαν να παρέχουν υπηρεσίες μεταπολιτευτικά. Οσο για τους πρωτεργάτες, το νομικό τρικ με το «στιγμιαίο» τους έριξε στα μαλακά. Ο αντιδημοκρατικός, ακροδεξιός, ρατσιστικός λόγος του ΙΔΕΑ έμοιαζε ότι έσβησε στη συνείδηση της κοινής γνώμης, αλλά δυστυχώς για την κοινωνία επιβίωσε πολλές δεκαετίες.

Τα αιρετικά

el-gr

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283291755885772

Documento Media