Documento Media

Βίος και πολιτεία των πλουτισάντων επί Κατοχής

Δουλεύοντας για τον κατακτητή: ο οικονομικός δωσιλογισμός στην Ελλάδα του 1941-45

Του Βασίλη Γ. Μανουσάκη

σ. 56

Νοέμβριος 1944. Το τέλος της Κατοχής και η λαϊκή απαίτηση για δικαιοσύνη και τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές ή εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να αποκομίσουν κέρδη οδηγούν στην ίδρυση διψήφιου αριθμού (ένα σε κάθε έδρα εφετείου ή στην ανάγκη πρωτοδικείου) Ειδικών Δικαστηρίων. Μια από τις έξι κατηγορίες με τις οποίες θα έφταναν μπροστά στα δικαστήρια δωσίλογων, όπως έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό της εποχής, όσοι θεωρήθηκαν συνεργάτες των κατακτητών ήταν εκείνη της οικονομικής συνεργασίας με τον εχθρό «επί σκοπώ πλουτισμού» και υπό την προϋπόθεση πως έτσι «προκάλεσαν ζημίας εις τον Ελληνικόν Λαόν ή Ελληνας πολίτας και υποβοήθησαν ουσιωδώς την πολεμικήν του εχθρού προσπάθειαν». 1 Το επόμενο διάστημα κατατέθηκαν δεκάδες χιλιάδες μηνύσεις. Αιτίες για τον μεγάλο αριθμό τους ήταν αφενός η έκταση του φαινομένου της συνεργασίας, αφετέρου το αίτημα για δικαιοσύνη και τιμωρία όσων θεωρήθηκαν συνυπεύθυνοι για τα δεινά της Κατοχής.

Εργολάβοι, ο πυλώνας του έθνους

Ο μεγάλος αριθμός των μηνύσεων αυτών σε συνδυασμό με τη δυναμική του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δημιούργησαν σε τμήμα της αστικής τάξης την αίσθηση πως είχε πλέον ανατραπεί η παλαιά πολιτική τάξη και κινδύνευε το μέλλον της. Ο σχετικός πανικός γίνεται εμφανής σε διάφορες εκδόσεις της

εποχής, οι οποίες καταφέρονταν κατά της νέας κυβέρνησης και προσπαθούσαν να υπερασπιστούν όσους κατά τη γνώμη τους κατηγορούνταν άδικα. Χαρακτηριστικό είναι ένα φυλλάδιο του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, υπουργού Δικαιοσύνης και Οικονομικών στις κυβερνήσεις Ζαΐμη και Τσαλδάρη την περίοδο του μεσοπολέμου. Σε αυτό ο συγγραφέας υποστήριζε πως όλη η χώρα είχε μεταβληθεί σε απέραντο δικαστήριο και όλες σχεδόν οι κρατικές υπηρεσίες ασχολούνταν με το θέμα των δωσίλογων. Από τις 100.000-150.000 μηνύσεις που θεωρούσε πως θα υποβάλλονταν, εκτιμούσε πως το 99% θα αφορούσε περιπτώσεις οικονομικής συνεργασίας. Σχεδόν στο σύνολό τους οι περιπτώσεις αυτές σχετίζονταν με ανθρώπους που υποχρεώθηκαν από τους κατακτητές σε οικονομικές δοσοληψίες, τις περισσότερες φορές μικρής έκτασης. Στο κάτω κάτω, έγραφε, αν δεν εργάζονταν εργοστάσια και επιχειρήσεις ο κόσμος θα πέθαινε από την πείνα. 2

Τελικά δεν ήταν τόσο τα επιχειρήματα όπως τα παραπάνω που έπαιξαν ρόλο στην αθώωση των περισσοτέρων, αλλά η μεσολάβηση των Δεκεμβριανών και η συνεπαγόμενη μεταβολή στο πολιτικό κλίμα. Το ενδιαφέρον του κρατικού μηχανισμού μετατοπίστηκε πλέον στο κυνήγι του κομμουνισμού, ενώ οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν το 1945-46 χαλάρωσαν την αρχικά σχετικά αυστηρή νομοθεσία. Ετσι μόλις έναν χρόνο μετά την Απελευθέρωση βρίσκονταν στη φυλακή 2.896 δωσίλογοι (πολλοί από τους οποίους περίμεναν να δικαστούν), αλλά πολλαπλάσιοι κρατούμενοι ως μέλη του ΕΑΜ. 3

Τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια αργότερα ανακοινώνεται στον Τύπο η διάλυση της υπηρεσίας δωσίλογων της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που συνοδεύουν την είδηση, στην περιφέρεια είχαν καταρτιστεί δικογραφίες για περίπου 25.000 άτομα, είχαν εκδοθεί 3.215 βουλεύματα, σχεδόν το 90% των οποίων ήταν απαλλακτικά. Οι μηνύσεις που είχαν υποβληθεί ανέρχονταν σε 6.442, ενώ είχαν καταδικαστεί μόλις 350 άτομα – λιγότερο από το 1,5% όσων είχαν δικογραφίες στο όνομά τους. Τριακόσια σαράντα τέσσερα άτομα εξακολουθούσαν να διώκονται δυνάμει αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην, οι 53 εκ των οποίων είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. 4

Αν και η μεγάλη πλειονότητα των μηνύσεων αφορούσε περιπτώσεις οικονομικής συνεργασίας, το σχετικό ποσοστό όσων καταδικάστηκαν για το εν λόγω αδίκημα ήταν πολύ μικρότερο, αφού οι καταδίκες αφορούσαν στη μεγάλη τους πλειονότητα καταδότες πράκτορες γερμανικών υπηρεσιών και γερμανόφιλους που είχαν αναλάβει αξιώματα στον κατοχικό μηχανισμό.

Η πορεία των δικαστικών υποθέσεων που αφορούσαν τους δωσίλογους και οι αριθμοί των καταδικασμένων (ειδικά σε σχέση με όσους είχαν καταδικαστεί ως μέλη του ΕΑΜ) μας λένε ασφαλώς περισσότερα για την πολιτική ιστορία της χώρας κατά τη δεκαετία του 1940 παρά για την πραγματική έκταση και τα χαρακτηριστικά του δωσιλογισμού και δη του οικονομικού. Ο πραγματικός αριθμός όσων είχαν προβεί σε οικονομική ή άλλου είδους συνεργασία με τους ναζί ήταν οπωσδήποτε πολλαπλάσιος εκείνου των καταδικασμένων.

Εξάλλου δεν χρειάζεται παρά να δει κανείς τα οικονομικά στοιχεία του φαινομένου για να πάρει μια ιδέα σχετικά με την έκταση που είχε λάβει. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με γερμανική έκθεση, το 51,2% των γερμανικών δαπανών κατά το τελευταίο έτος της Κατοχής αφορούσε έργα υποδομών. 5 Αν και υπήρχε ένας αριθμός γερμανικών εταιρειών που δραστηριοποιήθηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα, η συντριπτική πλειονότητα των έργων αυτών (δρόμοι και γέφυρες στρατιωτικής σημασίας, αεροδρόμια, αμυντικά έργα, επισκευές και επεκτάσεις σιδηροδρομικού δικτύου, στρατόπεδα και κτίρια με στρατιωτικό ενδιαφέρον) κατασκευάστηκαν ή επισκευάστηκαν από Ελληνες εργολάβους και εγχώριες κατασκευαστικές εταιρείες. Ακόμη περισσότεροι ήταν οι έμποροι και οι βιομηχανικές, εμπορικές κ.λπ. εταιρείες που προμήθευαν τους κατακτητές με κάθε είδους αγαθό, από κατασκευαστικά υλικά για τις υποδομές μέχρι υφάσματα για στρατιωτικές στολές, κουβέρτες, τρόφιμα, έπιπλα, ακόμη και εκρηκτικά. Με άλλα λόγια, σε Ελληνες πρέπει να κατέληξε και αξιόλογο ποσοστό από το υπόλοιπο 48,8% των γερμανικών εξόδων κατοχής. Αντίστοιχη πρέπει να ήταν και η εικόνα για τις δαπάνες των Ιταλών, αν και στην περίπτωσή τους δεν διαθέτουμε ακριβή νούμερα.

Στα παραπάνω ποσά θα έπρεπε να προσθέσουμε τα έργα και τις προμήθειες των κατακτητών που έγιναν μέσω της Επιτροπής Ελέγχου Προμηθειών Αρχών Κατοχής (ΕΕΠΑΚ) και των τοπικών επιτροπών της (ΕΠΑΚ), οι οποίες ιδρύθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση υποτίθεται για να περιορίσουν την ασυδοσία και να αυξήσουν τον κυβερνητικό έλεγχο στις δαπάνες των κατακτητών. Τα ποσά που δίνονταν στον μειοδότη που αναλάμβανε τα έργα και τις προμήθειες μέσω των υπηρεσιών αυτών δεν πληρώνονταν από τους λογαριασμούς των εξόδων κατοχής, αλλά απευθείας από τον ελληνικό προϋπολογισμό. Τέλος, υπήρχαν ορισμένα έργα που έγιναν τυπικά για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου κατόπιν όμως εντολής των κατακτητών.

Η ελληνική εφορία εκτιμούσε κατά την Απελευθέρωση πως ο κύκλος εργασιών των εργολάβων και των προμηθευτών των αρχών κατοχής πρέπει να ξεπερνούσε τις 5.500.000 χρυσές λίρες, ποσό που αντιστοιχεί γύρω στο 60% των εξόδων κατοχής. 6 Κάποια από τα έργα αυτά, όπως οι ιταλικοί στρατώνες σε Ρουφ και Νέα Φιλαδέλφεια ή τα αεροδρόμια του Χασανίου (Ελληνικού), Τυμπακίου και Αγρινίου ήταν καθαρά στρατιωτικής φύσης. Αλλα, όπως τα έργα στο οδικό δίκτυο της Στερεάς Ελλάδας που ανακοινωθήκαν το καλοκαίρι του 1941, ήταν προς όφελος τόσο των δυνάμεων κατοχής όσο και του ελληνικού πληθυσμού. 7 Οι ίδιοι οι Γερμανοί υπολόγιζαν πάντως πως το κόστος των έργων που ήταν για κοινό όφελος κατακτητών και Ελλήνων ανήλθε μόλις στο 1,2% του συνόλου. 8

Οι εφοδιαστές του κατοχικού στρατού

Ασφαλώς όλες οι υποθέσεις οικονομικής συνεργασίας που έφτασαν στα δικαστήρια (αλλά και εκείνες που δεν έφτασαν) δεν είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Οι διαφορές σε ό,τι αφορούσε τα βασικά κίνητρα της απόφασης για συνεργασία, την έκταση της συνεργασίας αυτής, τη χρονική της διάρκεια και το ακριβές αντικείμενό της ήταν σημαντικές.

Σε ό,τι αφορά τα κίνητρα για την απόφαση της οικονομικής συνεργασίας το βασικότερο ήταν το κέρδος. Σε μια περίοδο που η ιδιωτική κατανάλωση είχε πέσει δραματικά και οι παραγγελίες της ελληνικής πολιτείας (του δωσιλογικού ελληνικού κράτους) ήταν μειωμένες, κέρδος μπορούσε να προκύψει σε γενικές γραμμές μόνο από τα πολυάριθμα συμβόλαια των κατακτητών ή από την περισσότερο ίσως επικίνδυνη αλλά μάλλον ακόμη περισσότερο προσοδοφόρα μαύρη αγορά. Hταν δε δυνατόν κάποιος να δραστηριοποιείται και προς τις δύο κατευθύνσεις, αφού αρκετές φορές οι κατακτητές προμηθεύονταν σπάνια αγαθά από τη μαύρη αγορά. Σε άλλες περιπτώσεις τα καύσιμα, οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα με τα οποία οι κατακτητές προμήθευαν τους εργολάβους και τους εργοστασιάρχες αποτελούσαν επιπλέον μέσω πλουτισμού γιατί διοχετεύονταν στη μαύρη αγορά.

Κάποιοι από όσους είχαν κίνητρο το κέρδος αυτοπεριορίζονταν και αποσκοπούσαν απλώς στην επιβίωσή τους. Aλλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να επεκτείνουν την επιχείρησή τους προκειμένου να μεγαλώσουν το μερίδιο της αγοράς που κατείχαν. Ορισμένοι μάλιστα ζήτησαν οι ίδιοι από τους Γερμανούς να τους προσφέρουν κάποιο συμβόλαιο, όπως ο βιομήχανος καλτσών Ιωσήφ Λαζαρίδης από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος το φθινόπωρο του 1941 προσφέρθηκε να κατασκευάσει 4.000 ζευγάρια κάλτσες για τα γερμανικά στρατεύματα με τιμή ζεύγους το ένα μάρκο. 9

Σε άλλες περιπτώσεις η απόφαση για οικονομική συνεργασία συνοδευόταν από γερμανοφιλία ή –σε πιο ακραίες περιπτώσεις– από ιδεολογική συμπάθεια στον ναζισμό.

Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες κυρίαρχο κίνητρο ήταν ο φόβος, είτε αυτός αφορούσε τη ζωή και την ελευθερία των συνεργαζομένων είτε απλώς την περίπτωση να κατασχεθεί η επιχείρησή τους ή η περιουσία τους. Η τελευταία αυτή περίπτωση αποτελούσε, όπως είναι φυσικό, και μια από τις πλέον συνηθισμένες υποστηρικτικές γραμμές των κατηγορουμένων μεταπολεμικά. Πράγματι, υπήρξαν απειλές βίας εκ μέρους των κατακτητών και το ενδεχόμενο να κατηγορηθεί κάποιος για σαμποτάζ επειδή αρνούνταν να συνεργαστεί με τους κατακτητές ήταν θεωρητικά υπαρκτό. Ωστόσο, δεν υπήρξε καμία εκτέλεση επιχειρηματία γιατί αρνήθηκε να συνεργαστεί, μόνο απειλές και ορισμένες προσωρινές φυλακίσεις. 10 Υπάρχουν αντίθε

τα περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι κατέθεσαν ως μάρτυρες στα δικαστήρια πως εκείνοι αρνήθηκαν τη συνεργασία χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες στο πρόσωπό τους.

Τέλος μπορούμε να διακρίνουμε άλλη μια άλλη κατηγορία συνεργασίας. Πρόκειται για άτομα που επέλεξαν να αδιαφορήσουν για τις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις και να εστιάσουν στο στενό επαγγελματικό ή τεχνικό τους τομέα, άσχετα με το ποιος ήταν ο πελάτης. 11 Αυτό το «σύνδρομο της γέφυρας του ποταμού Κβάι», όπως το ονόμασε μεταπολεμικά ένας Γάλλος υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος, δεν χαρακτήριζε μόνο στελέχη του κρατικού μηχανισμού, όπως ο ίδιος, ή αξιωματικούς που αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρα εντολές των νικητών (όπως ο Βρετανός αξιωματικός της ταινίας «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι» από τη στάση του οποίου ονομάστηκε το σύνδρομο). Σε αυτή θα μπορούσαμε να κατατάξουμε και περιπτώσεις επιστημόνων και τεχνικών που αφιέρωσαν χρόνο σε έργα των κατακτητών, όπως κάποιους από τους μηχανικούς που απασχολήθηκαν με το μεγάλο γερμανικό πρόγραμμα κατασκευής τσιμεντοπλοίων στο Πέραμα.

Το πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων αποτελεί από μόνο του μικρογραφία της οικονομικής συνεργασίας. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ασφαλώς τόσο επιτυχημένο όσο ήθελαν τα αρχικά γερμανικά σχέδια, αφού οι αριθμοί των σκαφών που τέθηκαν σε υπηρεσία ήταν πολύ μικρότεροι από ό,τι προβλεπόταν αρχικά. Η έκταση όμως του προγράμματος ήταν τέτοια που το πρώτο εξάμηνο του 1943 απορροφούσε μόνο του το 5,5% των γερμανικών εξόδων κατοχής, ενώ το επόμενο έτος τα έξοδά του ανέρχονταν στο 5% της νομισματικής κυκλοφορίας στην Ελλάδα. 12 Οι δεκάδες επιχειρήσεις και τεχνικοί που απασχολήθηκαν σε αυτό μπορούν να καταταχτούν σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, από εκείνες της κραυγαλέας γερμανοφιλίας και της συνεργασίας σχεδόν χωρίς όρια που χαρακτήριζε την περίπτωση του Τάκη Ξανθόπουλου ως την επαγγελματική πρόκληση που το σχετικά καινοτόμο αυτό πρότζεκτ αποτελούσε για κάποιους μηχανικούς του Πολυτεχνείου που κλήθηκαν να συμβάλουν στα σχέδια ή ως την προσπάθεια αποκόμισης κέρδους που ώθησε κάποιους εργολάβους να ανοίξουν

εταιρείες ειδικά για να πάρουν κάποια από τα κερδοφόρα γερμανικά συμβόλαια.

Το άνοιγμα εταιρειών για τη διεκδίκηση συμβολαίων των κατακτητών δεν ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Με μια ματιά στις οικονομικές εφημερίδες της εποχής ή σε κάποιες από τις δικογραφίες που έχουν διασωθεί μπορεί κάποιος να ανακαλύψει περιπτώσεις στις οποίες το ίδιο το καταστατικό της εταιρείας υποδηλώνει τέτοιους σκοπούς. Ετσι, για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 1941 δημοσιεύτηκε η ίδρυση της ομόρρυθμης εταιρείας Σάκκο – Καράσσο – Βεϊνόγλου. Ανάμεσα στα αντικείμενα της νέας εταιρείας αναφερόταν η συλλογή λειών πολέμου, προφανώς για τους κατακτητές. 13 Επί Κατοχής ιδρύθηκαν συνολικά τουλάχιστον 5.700-5.850 νέες επιχειρήσεις, αν και σίγουρα δεν είχαν όλες τους σκοπό τη συνεργασία. 14

Ορισμένες από τις επιχειρήσεις που άνοιγαν γι’ αυτό τον σκοπό χρησιμοποιούσαν εγκαταστάσεις τρίτων που είχαν κλείσει, αλλά ενίοτε κανόνιζαν με τους κατακτητές να επιταχθούν και να τους δοθούν εγκαταστάσεις επιχειρήσεων που λειτουργούσαν ακόμη. Σε πολλές περιπτώσεις είχαν επιταχθεί και οι ίδιες, αλλά φαίνεται πως κάποιες φορές αυτό έγινε ύστερα από δικό τους αίτημα. Αν και οι περιπτώσεις για τις οποίες έχουμε αποδείξεις ότι κάτι τέτοιο συνέβη είναι ελάχιστες, η πρόβλεψη σχετικής επιβαρυντικής κατάστασης και η συχνή αναφορά κατά την υπεράσπιση πως ο κατηγορούμενος δεν είχε επιδιώξει ο ίδιος την επίταξή του υποδηλώνει πως αυτό θα πρέπει να είχε συμβεί αρκετές φορές.

Αιτία για το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον όσων ίδρυσαν εταιρείες για να διεκδικήσουν τέτοιου είδους συμβόλαια ήταν το αξιόλογο κέρδος που περίμεναν από αυτά. Τα κέρδη αυτά είχαν υπολογιστεί από τις εφορίες και ήταν τόσο σημαντικά που οι πρώτες μετακατοχικές κυβερνήσεις επιχείρησαν να βασίσουν σημαντικό μέρος των δημόσιων εσόδων στη φορολογία τους. Στις λίστες των πλουτισάντων επί Κατοχής περιλαμβάνονταν πλήθος εργολάβοι, προμηθευτές και έμποροι, ενώ το ύψος του ποσού που το μετακατοχικό κράτος ήλπιζε να συγκεντρώσει ανερχόταν σε σχεδόν 22,8 δισεκατομμύρια νέες δραχμές. 15

Δεν ήταν ωστόσο όλοι κερδισμένοι στον ίδιο βαθμό. Κάποιοι είχαν χάσει μέρος των χρημάτων που τους χρωστούσαν οι Ιταλοί μετά την κατάρρευσή τους το 1943. Αλλοι είχαν χάσει κάποια χρήματα στο τέλος της Κατοχής. Καθυστερήσεις και περιορισμένες απώλειες υπήρχαν επίσης κατά την προσωρινή στάση πληρωμών προς τους προμηθευτές των κατακτητών που κηρύχθηκε στα τέλη του 1942. Η στάση αυτή αποσκοπούσε στην πτώση του πληθωρισμού – σχέδιο όχι παράλογο αν σκεφτεί κανείς πως το 90% των ιδιαίτερα υψηλών για την ελληνική οικονομία εξόδων της Βέρμαχτ την περίοδο εκείνη αφορούσε την προμήθεια προϊόντων και υπηρεσιών από ελληνικές επιχειρήσεις. 16 Αλλοι τέλος έχασαν χρήματα από τις καταστροφές εγκαταστάσεων και περιουσιών από τον συμμαχικό βομβαρδισμό του Πειραιά τον Ιανουάριο του 1944 ή κατά τα Δεκεμβριανά σχεδόν έναν χρόνο αργότερα.

Αυτοί όμως που βγήκαν κερδισμένοι από την οικονομική συνεργασία σίγουρα δεν ήταν λίγοι. Τα κέρδη από τη δραστηριότητά τους αυτή τα επένδυσαν σε διάφορες μορφές,

από χρυσό και πολύτιμες πέτρες μέχρι κρύσταλλα, μετοχές και ακίνητα. Ορισμένοι μάλιστα απέκτησαν σημαντική ακίνητη περιουσία την εποχή εκείνη από τα περίπου 350.000 ακίνητα που άλλαξαν χέρια επί Κατοχής: από τους 60.000 αγοραστές κάθε είδους οι περίπου 2.000 αγόρασαν μεταξύ έντεκα και 109 ακίνητα ο καθένας. 17 Το ζήτημα των πωληθέντων επί Κατοχής ακινήτων συνέχισε να απασχολεί την Ελλάδα τουλάχιστον για το υπόλοιπο της δεκαετίας, με τη δικαστική προσπάθεια όσων τα πούλησαν για ένα κομμάτι ψωμί κατά τη διάρκεια της πείνας να τα πάρουν πίσω.

Η διάλυση της υπηρεσίας δωσίλογων αποτέλεσε το θεσμικό κλείσιμο του ζητήματος της οικονομικής συνεργασίας με τους κατακτητές. Το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος επιθυμούσε να ξεχαστεί το ζήτημα το συντομότερο δυνατόν. Μεγάλο μέρος του λαού όμως δεν το ξέχασε και πιθανότατα όταν έβλεπε ταινίες όπως το «Ενα ασύλληπτο κορόιδο» του Θανάση Βέγγου (1969) αναγνώριζε στη φιγούρα του χερ Χαρούπογλου πραγματικούς δωσίλογους που γνώριζε ότι είχαν μείνει ατιμώρητοι.

Οι Γερμανοί Ήταν Φίλοι Τους

el-gr

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283248806212812

Documento Media