Documento Media

Όι πιστοί στον φίρερ εύζωνοι

Η δράση και η οργάνωση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των συναφών ομάδων των ντόπιων συνεργατών των κατοχικών στρατευμάτων

Του Βασιλικής Λάζου

Γ «νωρίζετε, Εξοχότατε, ότι η κυβέρνησή μου ανέλαβε με θάρρος τον αγώνα εναντίον του κομμουνιστικού επαναστατικού κινήματος. Οι συνεχείς προσπάθειές μου για στρατολόγηση και εξοπλισμό πιστών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη εναντίον των κομμουνιστών στην πρωτεύουσα, σας είναι επίσης γνωστές [...] Η κυβέρνησή μου δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέσα, όσο σκληρά και αν πρέπει να είναι, εναντίον των οπλισμένων αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων, που πίστεψαν ότι βρήκαν ήδη την ευκαιρία για να μπορέσουν να επιβάλουν με τις αιματηρές και δολοφονικές τους ενέργειες τις φριχτές αρχές τους στον άτυχο και χειμαζόμενο ελληνικό λαό».

Με αυτά τα λόγια ο τρίτος και τελευταίος δωσίλογος πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης εξηγούσε στις 20 Δεκεμβρίου 1943 σε επιστολή του προς τον διοικητή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα στρατηγό Χανς Σπάιντελ την αναγκαιότητα των Ταγμάτων Ασφαλείας. Εχοντας συγκροτηθεί σε μια περίοδο καμπής του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου τα τάγματα αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών στην κατοχική Ελλάδα.

Η συγκυρία

Η αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος του Αξονα με τη συντριβή των ναζιστικών στρατευμάτων στο Στάλινγκραντ και τις συμμαχικές νίκες στο μέτωπο της βόρειας Αφρικής, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην Ελλάδα, δημιουργούσε νέες πολεμικές αναγκαιότητες. Οι διαδηλώσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και η μάχη του Φαρδύκαμπου στη δυτική Μακεδονία τον

Μάρτιο του 1943, η ανάπτυξη του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ στις πόλεις και του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943 και το κενό που δημιουργήθηκε μετά την ιταλική συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1943 αύξαναν κατακόρυφα τον βαθμό επικινδυνότητας για τα στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα.

Καθώς σύμφωνα με τη διατύπωση του στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδας Αλεξάντερ Λέερ ως προτεραιότητα ετίθετο η «εξοικονόμηση πολύτιμου γερμανικού αίματος», έπρεπε« να αξιοποιηθεί πλήρως η αν τι κομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού έτσι ώστε να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας». Προς αυτό τον σκοπό η αναγκαιότητα καταστολής του ε θ νικ ο απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων έπρεπε να επενδυθεί με α ντι κομμουνιστική ιδεολογία καιν α εμφανιστεί ως« εμφύλιος πόλεμος» ανάμεσα σε «εθνικιστές» και κομμουνιστές. Ο αντικομμουνισμός ήταν ο νέος ιδεολογικός άξονας που ερχόταν να αντικαταστήσει τη «νέα τάξη πραγμάτων». Στη βάση κοινών στόχων με τους Ελληνες α ντι κομμουνιστές που επιδίωκα ντο σταμάτημα του« σλαβικού επεκτατισμού », οι αντικομμουνιστικές δυνάμεις όφειλαν να βάλουν στην άκρη τις επιμέρους διαφορές τους και να συμπήξουν ένα κοινό μέτωπο με τους Γερμανούς κατακτητές προκειμένου να συμβάλουν στην ανάσχεση της εξάπλωσης του διεθνούς κομμουνισμού στη δυτική Ευρώπη. Η πολιτική αυτή εντασσόταν στη γενικότερη προσπάθεια του Α ξ ον αναδιαμορφώσει ένα αντισοβιετικό, α ντι κομμουνιστικό μέτωπο στο οποίο θα μπορούσε δυνητικά να εν ταχτεί μαζί με άλλες δυτικές δυνάμεις υπερασπιζόμενος τις «δυτικές αξίες».

Σε αυτό το πλαίσιο οι Γερμανοί ενθάρρυναν τη δημιουργία ένοπλων δωσιλογικών οργανώσεων, τις οποίες εξόπλισαν και χρηματοδότησαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την αναχαίτιση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Οι μονάδες τέθηκαν υπό γερμανική στρατιωτική διοίκηση και συνέδραμαν τους Γερμανούς σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην πρωτεύουσα, σε άλλες αστικές περιοχές και στην ύπαιθρο. Αποτελούσαν οργανικό μέρος των κατασταλτικών κατοχικών μηχανισμών και ορκίζονταν πίστη και υπακοή στους Γερμανούς επικυρίαρχους και στον ίδιο τον Χίτλερ προσωπικά. Ο όρκος του ταγματασφαλίτη που έδινε το 2ο Τάγμα «Λεωνίδα» στη Σπάρτη είναι ενδεικτικός της άμεσης συνεργασίας με τους κατακτητές: «Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του γερμανικού στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθησομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς

των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς ότι διά μιαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των γερμανικών στρατιωτικών νόμων».

Ο διορισμός του Ιωάννη Ράλλη τον Απρίλιο του 1943 σηματοδότησε την έναρξη των διαδικασιών συγκρότησης των ταγμάτων. Ο επί σειρά ετών φιλοβασιλικός βουλευτής και υπουργός του Λαϊκού Κόμματος Ράλλης για να αναλάβει την πρωθυπουργία έθεσε ως όρους την άμεση συγκρότηση τουλάχιστον τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων, δύο στην Αθήνα και άλλων δύο στη Θεσσαλονίκη, για «να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος» από «τους καταχθόνιους σκοπούς του κομμουνισμού».

Τον Μάιο του 1943 συγκροτήθηκε το πρώτο Τάγμα Ασφαλείας ή 1ο Τάγμα Ευζώνων. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1943 δημιουργήθηκαν στην Αθήνα άλλα τέσσερα ευζωνικά τάγματα με δυναμικό 300 οπλίτες και 20 αξιωματικούς έκαστο. Το 2ο Ευζωνικό Τάγμα συγκροτήθηκε τον Ιούνιο και στη συνέχεια μετακινήθηκε στην Πάτρα προκειμένου να αποτελέσει τον πυρήνα του 2ου Συντάγματος Ευζώνων. Τα υπόλοιπα τέσσερα ευζωνικά τάγματα στην Αθήνα συγκρότησαν το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Αθηνών, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.

Τον Φεβρουάριο του 1944 ένας νέος νόμος προέβλεψε τη δυνατότητα επέκτασης των ταγμάτων στην επαρχία. Ηδη οι πρώτοι οργανωμένοι πυρήνες είχαν σταλεί στη Χαλκίδα και την Πάτρα. Παρόμοιες μονάδες συγκροτήθηκαν στο Αγρίνιο, στην Κόρινθο, στον Πύργο και στη Ναύπακτο. Τελικά ιδρύθηκαν εννέα ευζωνικά τάγματα με συνολική δύναμη 5.725 άντρες. Οι μονάδες αυτές καθώς και όσες δημιουργήθηκαν στη συνέχεια τέθηκαν υπό την Ανωτάτη Διοίκηση Ευζωνικών Ταγμάτων του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Επικεφαλής όλων των ταγμάτων ανέλαβε ο προαχθείς σε υποστράτηγο βενιζελικός αξιωματικός Βασίλειος Ντερτιλής.

Στην Πελοπόννησο ειδικότερα από το φθινόπωρο του 1943 ξεκίνησε η συγκρότηση μονάδων στη Λακωνία, την Καλαμάτα, την Ηλεία και την Πάτρα, οι οποίες στη συνέχεια ενοποιήθηκαν σε Β΄ Αρχηγείον Χωροφυλακής Πελοποννήσου, με έδρα την Τρίπολη και επικεφαλής τον βασιλόφρονα συνταγματάρχη Διονύσιο Παπαδόγγονα. Συνολικά οργανώθηκαν πέντε τέτοια Τάγματα Ασφαλείας, συνολικής δύναμης 4.000 αντρών με έδρες την Τρίπολη, τη Σπάρτη, το Γύθειο, τον Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους και επιμέρους φρουρές εγκαταστημένες σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά.

Η επάνδρωση των ταγμάτων γινόταν με αξιωματικούς

του στρατού, απόστρατους και υποχρεωτική κλήτευση νέων σειρών. Το φυτώριο ήταν η φρουρά του Αγνώστου Στρατιώτη καθώς η βασική εκπαίδευση δινόταν εκεί (εξού και η ονομασία «τσολιάδες»). Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ράλλη, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας, ο οποίος συνέγραψε το βιβλίο «Ιωάννης Ράλλης ομιλών εκ του τάφου» για λογαριασμό του πατέρα του «η συγκρότησις των Ταγμάτων εβασίσθη αρχικώς επί της εθελουσίας κατατάξεως. Επειδή όμως παρετηρήθη ότι δι’ αυτής επέτυχον να διεισδύσουν στοιχεία επικίνδυνα και τινες κομμουνισταί (κατ’ εντολήν των αρχηγών των) ηθελήσαμεν να εφαρμόσωμεν το σύστημα των ατομικών προσκλήσεων. Εκεί όμως ευρέθημεν προ της επιμόνου αρνήσεως των Γερμανών, κατηγορούντων ημάς ότι ηθέλαμεν ούτω επιτηδείως να παρασκευάσωμεν επιστράτευσιν, υπούλους κατ’ αυτών έχοντες σκοπούς. Ηρχισαν μάλιστα απεριφράστως να μας θέτουν το ερώτημα τι θα έπραττον τα Τάγματα εν περιπτώσει αγγλικής αποβάσεως. Εννοείται ότι η απάντησίς μας ήτο ότι δεν θα ελαμβάνομεν εις τοιαύτης φύσεως επιχείρησιν κατά των Αγγλων, αφού ούτοι, εάν δεν ήσαν σύμμαχοί μας, πάντως δεν ήσαν εχθροί μας και ότι ουδεμίαν κατά των Γερμανών εχθρικήν πράξιν θα προεβαίνωμεν, καθότι κατά την γνώμην μας, ήτο εντροπή να στρέψωμεν τα όπλα τα οποία μας είχον δοθή υπ’ αυτών, κατ’ αυτών. Και τέλος μετά πολλάς συζητήσεις και υπαναχωρήσεις, εδέησε να μας επιτρέψουν την διά των ατομικών προσκλήσεων κατάταξιν».

Τα Τάγματα Ασφαλείας πλαισιώθηκαν αρχικά από βενιζελικούς αξιωματικούς απότακτους του 1935, συσπειρωμένους γύρω από τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον Στυλιανό Γονατά, αλλά και από βασιλόφρονες αξιωματικούς σε συνεννόηση με ισχυρούς παράγοντες του κατοχικού καθεστώτος, όπως ο Ιωάννης Βουλπιώτης. Οι διαφορετικές μεταξύ τους αυτές ομάδες ανταγωνίστηκαν σκληρά για την ηγεμονία απηχώντας μεσοπολεμικές διαιρέσεις γύρω από το πολιτειακό ζήτημα. Συνέκλιναν ωστόσο στο αφήγημα του αντικομμουνισμού και διακατέχονταν από τον κοινό φόβο ότι το ΕΑΜ μπορούσε να καταλάβει την εξουσία μετά τον πόλεμο.

Αναφορικά με όσους κατατάσσονταν στα Τάγματα Ασφαλείας μια συμμαχική έκθεση το καλοκαίρι του 1944 κατέτασσε τους ταγματασφαλίτες σε πέντε βασικές κατηγορίες: α) άνθρωποι πολύ φτωχοί που δεν διέθεταν άλλο μέσο βιοπορισμού και αναζητούσαν στα τάγματα ένα πιάτο φαγητό. Μαζική στρατολογία τέτοιων λούμπεν στοιχείων γινόταν στα εξαθλιωμένα από την Κατοχή αστικά κέντρα, β) Εγκληματικοί τύποι οι οποίοι βρήκαν ευκαιρία για ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών και κυρίως για ατομικό πλουτισμό

μέσω του πλιάτσικου, των επιτάξεων, της επιβολής φορολογίας, του δικαιώματος συγκέντρωσης και εκποίησης αγροτικών προϊόντων ή ακόμη και χρηματισμού για την αποφυγή σύλληψης ή την απελευθέρωση κάποιου κρατουμένου, γ) «εθελοντές εμπνεόμενοι από μίσος για το ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων συγγενείς σκοτώθηκαν απ’ αυτούς », δ) αξιωματικοί εμφορούμενοι α πόα ντι κομμουνιστική ιδεολογία που θεωρούσαν την καταπολέμηση του κομμουνισμού ως ύψιστο πατριωτικό καθήκον και ε) μέλη οργανώσεων που συγκρούστηκαν με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κατατάχτηκαν στα τάγματα μετά τη διάλυση των οργανώσεών τους, όπως αρκετοί άντρες του 5/42 Συντάγματος του Ψαρρού στη Ρούμελη.

Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας

Από το φθινόπωρο του 1943 τα Τάγματα Ασφαλείας εγκαινίασαν εκτεταμένες και στοχευμένες επιχειρήσεις. Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των αθηναϊκών ταγμάτων πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 30 Νοεμβρίου 1943 όταν το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων σε συνεργασία με το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας (γνωστό ως «μπουραντάδες» από το όνομα του διοικητή του Ν. Μπουραντά) έκαναν μπλόκο στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, το Γαλλικό Νοσοκομείο στους Αμπελόκηπους και σε άλλα κτίρια στη Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας. Πάνω από 1.700 νοσηλευόμενοι ανάπηροι του αλβανικού μετώπου και μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού, ανάμεσά τους 170 γυναίκες, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές Χατζηκώστα στην οδό Πειραιώς. Ο Ράλλης θριαμβολόγησε στον κατοχικό αθηναϊκό Τύπο για την επιτυχία της επιχείρησης επισημαίνοντας ότι τα νοσοκομεία των Αθηνών «ήταν κέντρα παντοειδούς κοινωνικής μολύνσεως» και ελέγχονταν «από εγκληματικά όργανα τα οποία υπήκουον μόνο εις τας διαταγάς του κομμουνισμού και καταλήστευαν το δημόσιον χρήμα». Οι κρατούμενοι αυτοί αποτέλεσαν τη δεξαμενή για εκτελέσεις ως «αντίποινα» για αντιστασιακές ενέργειες.

Στους αμέσως επόμενους μήνες τα Τάγματα Ασφαλείας, αυτόνομα ή συνεπικουρώντας τους Γερμανούς, πρωτοστάτησαν στην οργάνωση μπλόκων στις γειτονιές της Αθήνας με στόχο τη συντριβή του ΕΑΜ αλλά και τη συγκέντρωση εργατών και την αποστολή τους στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία. Καλογρέζα, Περιστέρι, Γούβα, Παγκράτι, Βύρωνας, Καισαριανή, Νέος Κόσμος (Δουργούτι, Φάρος, Κατσιπόδι), Καλλιθέα, Πετράλωνα, Παλιά και Νέα Σφαγεία πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος. Τον «ματωμένο Αύγουστο» του 1944 ξεχωρίζει το Μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου με 350 νεκρούς και 8.000

συλληφθέντες που οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι και από αυτούς περίπου 1.000 στα γερμανικά στρατόπεδα. Και στην επαρχία όπου έδρασαν τα Τάγματα Αφαλείας ταυτίστηκαν με την άγρια καταστολή της Αντίστασης: μπλόκα, κάψιμο χωριών και μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Συχνά μάλιστα οι ταγματασφαλίτες επέδειξαν μεγαλύτεροι σκληρότητα από τους κατακτητές διαμαρτυρόμενοι για την «επιείκεια» των Γερμανών απέναντι στους αιχμάλωτους «κομμουνιστές».

Κάνοντας απολογισμό της δράσης των ταγμάτων, ο Βάλτερ Σιμάνα, διοικητής των SS και ντε φάκτο διοικητής της κατεχόμενης Ελλάδας από τον Οκτώβριο του 1943 έως τη γερμανική υποχώρηση, σε αναφορά του προς το Γενικό Επιτελείο των SS στις 2 Νοεμβρίου 1944, εκτίμησε ότι τα μεν εθελοντικά τάγματα «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργή καταπολέμηση των συμμοριών» από τη Βέρμαχτ, τα δε ευζωνικά τμήματα «πολέμησαν τον Κομμουνισμό και τις συμμορίες του ΕΛΑΣ με αξιοσημείωτη επιτυχία». Την εκτίμησή του συμμερίστηκε στην υπηρεσιακή του απάντηση στις 10 Νοεμβρίου 1944 και ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ σημειώνοντας: «Σας εκφράζω τα συγχαρητήριά μου επειδή κατορθώσατε να οργανώσετε τα υγιή και νομοταγή στοιχεία του Ελληνικού λαού στα τμήματα των Ελλήνων εθελοντών καθώς και των Ευζώνων, και να τα οδηγήσετε –σε αγαστή συνεργασία με τα δικά μας γερμανικά τμήματα– στον αγώνα κατά των μπολσεβίκων συνωμοτών μέχρι την τελευταία μέρα».

«Ταγματαλήτες» σε όλη την επικράτεια

Ο ένοπλος δωσιλογισμός δεν περιορίστηκε στα Τάγματα Ασφαλείας. Ποικιλώνυμες οργανώσεις σε όλη τη χώρα συγκροτήθηκαν με τους ίδιους σκοπούς και στόχους σε άμεση συνεργασία με τους κατακτητές. Ο Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ) στη βόρεια Ελλάδα επανδρώθηκε κυρίως από μέλη της τουρκόφωνης ποντιακής κοινότητας, με αρχηγούς τους τρεις Παπαδόπουλους, τον Μιχαήλ (Μιχάλαγα) στην Κοζάνη, τον Κυριάκο (Κισά Μπατζάκ) στην Πιερία και τον Κωνσταντίνο στο Κιλκίς. Με δύναμη 5.533 ενόπλους, σύμφωνα με γερμανικά έγγραφα, και διασύνδεση με τους τοπικούς φορείς της αντιΕΑΜικής εθνικοφροσύνης, ο ΕΕΣ συμμετείχε στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του γερμανικού στρατού στο Βέρμιο και στη βόρεια Πίνδο την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 πρωταγωνιστώντας σε σφαγές αμάχων. Η απόλυτη σύμπλευση με τους κατακτητές και η δημόσια ταύτιση με τη συνολική πολεμική προσπάθεια του Γ΄ Ράιχ αποτυπώθηκαν στα συγχαρητήρια των ηγετών του ΕΕΣ «προς τον Φύρερ επί τη διασώσει του από την δολοφονικήν απόπειραν της 20ής Ιουλίου», στην επίσημη επίσκεψη

των ηγετών της οργάνωσης το καλοκαίρι του 1944 στη Βιέννη ύστερα από πρόσκληση της ναζιστικής ηγεσίας και σε δημόσιες ομιλίες τους υπέρ της χιτλερικής Νέας Τάξης. Οργανωμένες παραδοσιακά γύρω από έναν οπλαρχηγό οι ένοπλες δωσιλογικές οργανώσεις της βόρειας Ελλάδας, όπως και οι ομοειδείς συμμορίες που δρούσαν στη Θεσσαλονίκη (ομάδα Δάγκουλα), επιδόθηκαν σε ένα ανελέητο κυνήγι πλουτισμού. Μαύρη αγορά, επιτάξεις προϊόντων, λεηλασία περιουσιών, πλιάτσικο, εκβιασμοί, χρηματισμός, απομύζηση των κρατικών υπηρεσιών και των εσόδων του και πρωτίστως η ιδιοποίηση των εβραϊκών περιουσιών καταδεικνύουν τους πραγματικούς σκοπούς της στράτευσης πίσω από τις όποιες ιδεολογικές διακηρύξεις.

«Εθελοντικές» αντιΕΑΜικές ένοπλες ομάδες συγκροτήθηκαν αυτόνομα σε στενή συνεργασία με τα ευζωνικά τάγματα και την Ειδική Ασφάλεια στην Αττική (Τάγμα Ασπρόπυργου – Χασίων, ομάδα αδερφών Παπαγεωργίου στο Παγκράτι και Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος των Μανιάτη – Νικολάου στα Ιλίσια) και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα όπως στην Κεφαλονιά (Πατριωτική Οργάνωση Κεφαλληνίας), τη Λευκάδα (Ενοπλες Δυνάμεις Νοτίου Νήσου) και στα Χανιά (Τάγμα Παπαγιαννάκη), ενώ παράλληλα στη δυτική Μακεδονία και τη Θεσπρωτία συγκροτήθηκαν αντιΕΑΜικές πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις μειονοτικών πληθυσμών με αποσχιστικό πρόγραμμα όπως οι κομιτατζήδες της Οχράνα από 2.500-3.500 ένοπλους Σλαβομακεδόνες των νομών Πέλλας, Φλώρινας και Καστοριάς και πολιτικό πρόγραμμα τη δημιουργία μιας ενιαίας ανεξάρτητης Μακεδονίας στο πλαίσιο του Γ΄ Ράιχ και οι 2.500 και 3.200 ένοπλοι Τσάμηδες της Εθνικής Αλβανικής Διοίκησης της Τσαμουριάς (Ξίλια).

Στη Θεσσαλία ο Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης (ΕΑΣΑΔ) μαζί με τις Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες (ΕΑΟ) και τη Μαχητική Ομάδα Ανω Λεχωνίων αποτέλεσαν τη θεσσαλική εκδοχή των Ταγμάτων Ασφαλείας που προορίζονταν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην ΕΑΜική αντίσταση. Η δημιουργία τους ήταν αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης και πεδίο συνεύρεσης της κατοχικής κυβέρνησης με την ενθάρρυνση και βοήθεια του στρατού κατοχής. Παραδοσιακά πολιτικά αστικά κόμματα, οι Λαϊκοί και κυρίως οι Φιλελεύθεροι καθώς και η τοπική οργάνωση του ΕΔΕΣ σε αγαστή συνεργασία με τον προδοτικό ΕΔΕΣ Αθηνών, προσπάθησαν να συνδέσουν με τον ΕΑΣΑΔ τον μη ΕΑΜικό πληθυσμό για τον σχηματισμό μιας πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης που θα αντιστρατευόταν τον ΕΛΑΣ. Μετά την αποτυχία συγκρότησης οργανώσεων του ΕΔΕΣ εκτός Ηπείρου στόχος ήταν οι τοπικές

ομάδες να μετατραπούν με τη βοήθεια των Γερμανών σε αντιαντάρτικα σώματα, τα οποία θα εκτόπιζαν τον ΕΛΑΣ και θα διέλυαν τις αντιστασιακές ΕΑΜικές οργανώσεις. Παρόλο που ο στόχος της διάλυσης του ΕΛΑΣ δεν επιτεύχθηκε, ο ΕΑΣΑΔ και οι συνεργαζόμενες με τους κατακτητές ένοπλες οργανώσεις πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στους κατακτητές καθώς λόγω της εντοπιότητας των μελών τους ήταν σε θέση να παρέχουν πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα στην περιοχή δράσης τους και να υποδεικνύουν τοπικές διαδρομές που διευκόλυναν την καταδίωξη του αντάρτικου στρατού. Εξαπολύοντας δε τη φρίκη και τον τρόμο στην ύπαιθρο και στις θεσσαλικές πόλεις λειτούργησαν αποτρεπτικά απέναντι στην ενίσχυση της Αντίστασης, προκαλώντας εκατοντάδες θύματα. Εκτός από τις λεηλασίες ο ΕΑΣΑΔ επωφελούνταν οικονομικά από την ξένη βοήθεια που έφτανε στα αστικά κέντρα και την οποία παρεμπόδιζε να μεταφερθεί στα ορεινά και να ενισχύσει κατ’ αυτό τον τρόπο τις αντάρτικες ομάδες. Η απαγόρευση αυτή δημιουργούσε σοβαρές δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό του ΕΛΑΣ από τις πεδινές περιοχές. Στη μάχη της σοδειάς τον Ιούνιο του 1944 ο ΕΑΣΑΔ συνέδραμε την προσπάθεια των Γερμανών να ελέγξουν τους χώρους θερισμού και αλωνισμού στον θεσσαλικό κάμπο εγκαθιστώντας αλωνιστικά συγκροτήματα και ταυτόχρονα καταστρέφοντας τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις του ΕΛΑΣ.

Εγκλήματα και (περιορισμένη) τιμωρία

Τα Τάγματα Ασφαλείας και οι ένοπλες δωσιλογικές οργανώσεις αντιμετωπίστηκαν ως προδοτικά σώματα από την Αντίσταση και χαρακτηρίστηκαν συνώνυμα με τους ίδιους τους κατακτητές και την αποτρόπαια φύση της κατάκτησης. Καταδικάστηκαν σθεναρά και στηλιτεύτηκαν από τον αντιστασιακό Τύπο και τα θεσμικά όργανα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ως «εχθροί της πατρίδας και ένοχοι εσχάτης προδοσίας» και αποκρούστηκαν ένοπλα από τον αντάρτικο στρατό. Στη νομοθετική πράξη αριθ. 8 της ΠΕΕΑ αναφέρεται σχετικά: «Οποιος συνεργάζεται με τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους κατακτητές στην καταπολέμηση του εθνικού αγώνα και την καταπίεση του ελληνικού λαού είτε με τη συμμετοχή στη δήθεν κυβέρνηση που αυτοί εγκαθί

δρυσαν, είτε με την κατάταξή του στα Τάγματα Ασφαλείας που συγκρότησαν, είτε με την υποστήριξή του σε αυτά τα όργανα των κατακτητών είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, κηρύσσεται εχθρός της Πατρίδας, ένοχος εσχάτης προδοσίας και τιμωρείται με την ποινή του θανάτου και με δήμευση της περιουσίας του».

Υστερα από επιμονή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ τα Τάγματα Ασφαλείας καταδικάστηκαν ως προδοτικά τον Ιανουάριο του 1944 με διάγγελμα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης Εμμ. Τσουδερού. Τον Φεβρουάριο του 1944 στην κοινή σύσκεψη Μυροφύλλου – Πλάκας των αντάρτικων οργανώσεων ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ, παρουσία αντιπροσώπων της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής, οι «πρόθυμοι ένοπλοι Ελληνες συνεργάτες» των Γερμανών χαρακτηρίστηκαν «εχθροί του έθνους, εγκληματίαι πολέμου, υπόλογοι εις αυτό διά πράξεις προδοσίας». Οι απαξιωτικοί αυτοί χαρακτηρισμοί επαναλήφθηκαν σε ραδιοφωνικό μήνυμα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου (6/9/1944) και στη Συμφωνία της Καζέρτας λίγο πριν από την Απελευθέρωση στην οποία θεωρήθηκαν «όργανα του εχθρού» και «εχθρικοί σχηματισμοί». Προκήρυξη του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ με την υπογραφή του στρατηγού Στέφανου Σαράφη προειδοποιούσε στο ίδιο πνεύμα πως «οι στρατιώτες των ταγμάτων θα σώσουν τη ζωή τους, εφόσον παραδοθούν με τον οπλισμό τους».

Τις παραμονές της Απελευθέρωσης τα Τάγματα Ασφαλείας πρόσφεραν τις τελευταίες τους υπηρεσίες στους Γερμανούς συνεργάτες τους προστατεύοντας την υποχώρησή τους. Καθώς η ημέρα της κρίσης για τις προδοτικές πράξεις τους πλησίαζε, επιδίωξαν με κάθε τρόπο να αποφύγουν να παραδοθούν στις δυνάμεις της Αντίστασης. Αιματηρές υπήρξαν οι μάχες σε διάφορες περιοχές όπου είχαν περιχαρακωθεί ταγματασφαλίτες (Πύργος, Γαργαλιάνοι, Αχλαδόκαμπος, Μυστράς). Στον Μελιγαλά, όπου είχε καταφύγει η πλειονότητα των ταγματασφαλιτών Μεσσηνίας, ύστερα από διήμερη σκληρή μάχη (13-15 Σεπτεμβρίου 1944) το επίσημο ανακοινωθέν του ΓΣ του ΕΛΑΣ ανέφερε ότι σκοτώθηκαν συνολικά 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες». Κατόπιν σε ανοικτό Λαϊκό Δικαστήριο στην Καλαμάτα κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης ο νομάρχης Περρωτής, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της Μεσσηνίας, και άλλοι 17 επιφανείς πολίτες ως κύριοι υποστηρικτές των ταγμάτων. Ηταν ο ίδιος ο πληθυσμός των περιοχών που πολλές φορές κατέφευγε σε πράξεις αυτοδικίας παρά τις προσπάθειες του ΕΑΜ να συγκρατήσει τη λαϊκή αγανάκτηση. Εκτελέσεις δωσίλογων έγιναν και στους Γαργαλιάνους και στον Πύργο. Αρκετά τάγματα, όπως του Αγρινίου, της Ναυπάκτου, της Τρίπολης, της Πάτρας, του Γυθείου, του Ναυπλίου, της Κορίνθου, παραδόθηκαν ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους Βρε

τανούς, κυβερνητικούς παράγοντες, στελέχη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ακόμη και με μέλη της τοπικής ΕΑΜικής ηγεσίας. Οι ένοπλες δωσιλογικές ομάδες της Μακεδονίας συγκεντρώθηκαν στο Κιλκίς όπου μετά την άρνησή τους να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ ακολούθησε φονική μάχη νικηφόρα για τον ΕΛΑΣ.

Στην Αθήνα τα Τάγματα Ασφαλείας αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο στο Γουδί. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών περίπου οι μισοί ταγματασφαλίτες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο στο Γουδί, «οι λιγότερο εκτεθειμένοι», απελευθερώθηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οπλίστηκαν και πολέμησαν στο πλευρό της. Πράγματι τα Τάγματα Ασφαλείας αποτέλεσαν τη «χρυσή εφεδρεία» της κυβερνητικής παράταξης. Πολλά μέλη τους ενσωματώθηκαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής και στον εθνικό στρατό και συγκρότησαν και αποτέλεσαν μέλη παρακρατικών ομάδων. Στη συνέχεια απαλλαγμένοι στη μεγάλη τους πλειονότητα από κάθε ποινική ή διοικητική κύρωση, χάρη στην καθοριστική συμμετοχή τους στον εμφύλιο πόλεμο, ενσωματώθηκαν στο στρατόπεδο των νικητών. Αρκετοί αμνηστεύτηκαν, ενώ άλλοι έκαναν καριέρα στον εθνικό στρατό. Λίγοι μόνο παραπέμφθηκαν σε δίκη για καθαρά «ποινικές υποθέσεις», κυρίως για περιπτώσεις εκβιασμών ή καταδόσεις πατριωτών στις δυνάμεις κατοχής.

Ο εμπνευστής των ταγμάτων Ιωάννης Ράλλης, παρότι κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας και πέθανε το 1946 στη φυλακή, αθωώθηκε από το δικαστήριο των δωσίλογων για τη δημιουργία των ταγμάτων, όπως και ο Πάγκαλος. Πολιτικοί που είχαν κληθεί ως μάρτυρες κατηγορίας μετατράπηκαν σε απολογητές των ταγμάτων, όπως ο μετέπειτα πρωθυπουργός, αρχηγός των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο οποίος μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι «είναι γνωστός ο σκοπός των ταγμάτων. Εγιναν διά να χτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις θέλησε να διασφάλιση την δημοσίαν τάξιν».

Μεταπολεμικά το «έθνος» χρειάστηκε εκ νέου όσους στελέχωσαν τις ένοπλες δωσιλογικές οργανώσεις. Μετά την ευδόκιμο υπηρεσία τους τους τίμησε με δημόσιες θέσεις και τους έδωσε σύνταξη αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης. Η «προσφορά» των ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών στον αγώνα κατά του κομμουνισμού θεωρήθηκε από το κράτος της εθνικοφροσύνης ότι βάραινε περισσότερο από τη συνεργασία με τον κατακτητή. Στη λαϊκή μνήμη τα τάγματα καταδικάστηκαν ως «γερμανοτσολιάδες» και «ταγματαλήτες» μένοντας για πάντα στη μαύρη σελίδα της Ιστορίας ως συνώνυμο της προδοσίας και του δωσιλογισμού. Μολονότι μεταπολεμικά τα επιζήσαντα στελέχη τους τιμήθηκαν ποικιλότροπα, αυτό έγινε με διακριτικότητα. Τα ζωντανά ακόμη βιώματα της Κατοχής ήταν τέτοια που ουδέποτε το κράτος των εθνικοφρόνων δεν επέτρεψε την επίσημη πολιτική αποκατάστασή τους και μέσω αυτής τη νομιμοποίηση της ένοπλης συνεργασίας με τον κατακτητή.

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά ιστορικοί και πολιτικοί κύκλοι επιχειρούν να δικαιώσουν όψιμα τα Τάγματα Ασφαλείας μέσα από μια συστηματική προσπάθεια αναθεώρησης της Ιστορίας και υπό το πρίσμα του αντικομμουνισμού.

Τα αιρετικά

el-gr

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283175791768780

Documento Media