Documento Media

Ασυμβίβαστος και ταπεινός

Ο Μάνος Στεφανίδης επαναπροτείνει τον ζωγράφο Διαμαντή Διαμαντόπουλο ως κορυφαίο Ελληνα δημιουργό

Συνέντευξη στην Αφροδίτη Ερμίδη

Ο «Διαμαντόπουλος αναζητεί στις τεχνικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις της λαϊκής μας τέχνης τις ρίζες του, με το χυμό τους τρέφεται και με την πλούσια από την παρισινή τέχνη καλλιεργημένη ευαισθησία του δίδει τους ώριμους πια καρπούς του» έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις στην εφημερίδα «Ελευθερία» το 1949 σε κριτικό σημείωμα για την έκθεση του Διαμαντή Διαμαντόπουλου στην γκαλερί Ρόμβος. Ο Μάνος Στεφανίδης μελέτησε ενδελεχώς το έργο του ιδιαίτερου –και ίσως παραγνωρισμένου– ζωγράφου και μας δίνει μια πλήρη εικόνα μέσα από το νέο του βιβλίο «Το δράμα του σώματος».

Τι σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο για τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο;

Πρώτα ασχολήθηκα με τον Διαμαντόπουλο όταν οργάνωνε η Εθνική Πινακοθήκη τη μεγάλη αναδρομική του έκθεση. Αργότερα είδα ξανά το έργο του όπως το παρουσίασε ο αείμνηστος Ασαντούρ Μπαχαριάν στην γκαλερί Ωρα και γνωρίστηκα με τον ζωγράφο. Ηταν γλυκός αλλά και απόμακρος, πονεμένος και αξιοπρεπής, ασυμβίβαστος και ταπεινός. Με πολύ ξεκάθαρες απόψεις για την τέχνη και τον ρόλο της στη διαμόρφωση των κοινωνιών και το πιο σημαντικό για τη σχέση του καλλιτέχνη με την κοινωνία. Του καλλιτέχνη που πρέπει να ανοίγει τον δρόμο συνδυάζοντας την αισθητική με την ηθική και την αγωνιστικότητα με την προσφορά. Επιπλέον με βοήθησε για να κατανοήσω το έργο του ο σκηνογράφος Βασίλης Φωτόπουλος που ήταν θαυμαστής και συλλέκτης του. Αργότερα υποστήριξα στο ΑΠΘ διατριβή με θέμα τον Διαμαντόπουλο και τους ζωγράφους της γενιάς του ’30. Τότε ολοκλήρωσα την άποψή μου για το έργο του, τοποθετώντας τον σε κορυφαία θέση ανάμεσα στους ζωγράφους της εποχής του.

Ποιες ήταν οι κύριες θεματικές των έργων του;

Εξελίσσει με πολύ εσωτερικό τρόπο την εικαστική του έρευνα. Από την αρχή έως το τέλος επιμένει σε μια ανθρωποκεντρική έκφραση· παράλληλα με τους εργάτες και τους λαϊκούς ανθρώπους ζωγραφίζει τα αγαπημένα του πρόσωπα και την αδερφή του επιμένοντας στην απόδοση όχι τόσο της προσωπικότητας ή του ήθους των εικονιζομένων όσο της τραγικής τους διάστασης ως ανθρώπινων όντων. Γι’ αυτό και τα πρόσωπά του έχουν συνήθως μια απορημένη ή φοβισμένη έκφραση κρύβοντας συγχρόνως τον δύσκολα ελεγχόμενο πανικό τους.

Αυτά τα θέματα τον κατέστησαν πολύ αγαπητό στην Αριστερά, όπως και αργότερα εκείνα με τις μηχανές, τους γερανούς ή τους μεγάλους εκσκαφείς που ζωγράφισε τη δεκαετία του ’80. Μόχθος και πάλι αλλά

«Οι μηχανές είναι για τον ζωγράφο οι ορατές εκφάνσεις του καπιταλισμού, είναι αυτές που παράγουν το άφθονο όσο και άδικο και παράλογο και παράνομο χρήμα και οι οποίες βέβαια υποδουλώνουν τον άνθρωπο»

ήδη με ένα νέο στοιχείο στην προβληματική του. Οι μηχανές είναι για τον ζωγράφο οι ορατές εκφάνσεις του καπιταλισμού, είναι αυτές που παράγουν το άφθονο όσο και άδικο και παράλογο και παράνομο χρήμα και οι οποίες βέβαια υποδουλώνουν τον άνθρωπο. Μόνο που γι’ αυτήν τη νέα σειρά των έργων ξεπερνάει πια κάθε ισορροπημένη και κλασική αφήγηση και εκτίθεται σε μια εικονοποιία που είναι ανάμεσα στην τρέλα και τη φρονιμάδα αλλά και την έκθεση στις πιο σκοτεινές περιοχές του υποσυνείδητου.

Θεωρείτε ότι υπήρχε κενό ως προς την ενδελεχή μελέτη και παρουσίαση του έργου του;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η καχυποψία του προς τη διαφήμιση και την προβολή των καλλιτεχνών αλλά και η απόλυτη απέχθειά του για την αγορά τέχνης και όσους εμπλέκονται σε αυτή τον υποχρέωσαν σιγά σιγά να τεθεί αυτοβούλως στο περιθώριο. Ο Διαμαντόπουλος ήταν υπερήφανος στα όρια της νεύρωσης· δεν αποδεχόταν συμβιβασμούς ή κολακείες και υιοθέτησε από νωρίς ένα απόλυτα ασκητικό και αποτραβηγμένο τρόπο ζωής. Σκεφτείτε, έζησε απομονωμένος σχεδόν τρεις δεκαετίες χωρίς να εκθέτει τα έργα του και πολύ περισσότερο βέβαια να τα πουλάει. Κι αυτό ως επιλογή και στάση ζωής. Νομίζω πως βιογραφικά συγγενεύει με τους υπόλοιπους «εγκλείστους» της τέχνης μας, δηλαδή τον Γιαννούλη Χαλεπά,

τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Γεώργιο Μπουζιάνη.

Γιατί αρνιόταν να πουλήσει τα έργα του;

Αρνιόταν να πουλήσει τα έργα του, ειδικά στους νεόπλουτους, γιατί δεν ήθελε να συμμετάσχει σε αυτό το πανηγυράκι των δημόσιων σχέσεων και της επίδειξης μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία. Φαντάζομαι, σήμερα θα αισθανόταν διπλά δικαιωμένος και πολλαπλά δυστυχής.

Γιατί υπήρξε συχνά μια σύγκριση του έργου του με αυτό του Γιάννη Τσαρούχη;

Από παιδί βίωσε το δράμα του ξεριζωμού. Φιλόπονος και φιλομαθής, επουλώνει τα τραύματά του στη νέα του πατρίδα στον Βύρωνα, μελετώντας και δημιουργώντας. Παρότι μικρότερος από τον Γιάννη Τσαρούχη, ήταν τρόπον τινά ο σοφός στη μεταξύ τους σχέση, όπως συχνά έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο ζωγράφος. Η σύγκρουσή τους σαφώς μπορεί να ερμηνευτεί είτε στον έντονο ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους αλλά και στην υπερευαισθησία του Διαμαντόπουλου ο οποίος προτιμούσε να πληγωθεί παρά να πληγώσει. Ο Διαμαντόπουλος τον κατηγόρησε ότι έκλεψε τις ιδέες του ως προς τη σκηνική αναβίωση της «Αλκηστης» του Ευριπίδη και της «Ερωφίλης» του Χορτάτση όπως τις ανέβασε στη Λαϊκή Σκηνή το 1934 ο Κάρολος Κουν. Η άποψή του είχε να κάνει με την επι

στροφή στις ρίζες και την αξιοποίηση με σεβασμό αλλά και έμπνευση της λαϊκής τέχνης. Αυτό τον ιδιότυπο δηλαδή λαϊκό εξπρεσιονισμό που έκτοτε θα γίνει το σήμα κατατεθέν του Καρόλου Κουν και αργότερα του Θεάτρου Τέχνης. Μια άποψη που από τα έργα και τη διδασκαλία του Πικιώνη και του Κόντογλου φτάνει μέχρι τους νεότερους Διαμαντόπουλο και Τσαρούχη.

Μόνο που ο Τσαρούχης ήταν πολύ πιο επικοινωνιακός, πιο «μαλαγάνας» θα λέγαμε, και σαφέστατα πιο έτοιμος να διεκδικήσει πράγματα και να τα κατακτήσει. Μια ακόμη αιτία της διαφοράς τους πρέπει να είναι η ομολογημένη ομοφυλοφιλία του Τσαρούχη και η ανομολόγητη από πλευράς του ντροπαλού και γεμάτου ανασφάλεια ως προς την ερωτική έκφραση Διαμαντόπουλου.

Επιπλέον, ο Τσαρούχης τόλμησε ήδη από τη δεκαετία του ’30 να προκαλέσει μια κοινωνία βαθιά συντηρητική όχι μόνο ζωγραφίζοντας, αλλά και εκθέτοντας χωρίς υποκρισία τα γεμάτα ερωτική επιθυμία αντρικά γυμνά του. Αντίθετα ο Διαμαντόπουλος έβρισκε πάντοτε υπεκφυγές ως προς την έκφραση των ερωτικών του φαντασιώσεων και γι’ αυτό ακριβώς αγαπημένο του θέμα ήταν οι εργάτες, οι χτίστες, οι λαϊκοί άνθρωποι. Θέματα απόλυτα συμβατά με την ιδεολογία του, κάποια όμως του επέτρεπαν να κοιτάζει χωρίς ενοχές τα ρωμαλέα γυμνά κορμιά που στην υπό νευρωτική ανοικοδόμηση Αθήνα μετά τον Εμφύλιο κουβαλούσαν τους τενεκέδες με τη λάσπη ή κρατούσαν το πηλοφόρι στα χέρια τους.

Νιώθετε ότι κατά κάποιον τρόπο με το βιβλίο σας συμβάλλετε στην αποκατάσταση του καλλιτέχνη;

Νομίζω ότι αποκαθιστώ μια αδικία και επαναπροτείνω τον Διαμαντόπουλο ως κορυφαίο Ελληνα δημιουργό, δίπλα στον Σπύρο Παπαλουκά, τον Γιάννη Σπυρόπουλο, τον Γεώργιο Μπουζιάνη. Αν μάλιστα σκεφτείτε ότι τον αποσπά από τη σιωπή του ένας ακτιβιστής της Αριστεράς, ο αντιστασιακός καλλιτέχνης Ασαντούρ Μπαχαριάν, αμέσως μετά τη χούντα και αν υπολογίσετε ότι τη μεγάλη αναδρομική έκθεση την πραγματοποίησε η Εθνική Πινακοθήκη βοηθούντος και του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1978, είναι στοιχειώδης υποχρέωση της εποχής μας να διοργανώσει μια εξίσου μεγάλη και πιο διαφωτιστική αναδρομική του έκθεση σε κάποιο από τα κρατικά μας μουσεία. Αυτό θα ήταν κέρδος και για την αμφιλεγόμενη κοινωνική μας ευαισθησία, αλλά και μια μεγάλη προσφορά προς τους νεότερους οι οποίοι έχουν τόσο ανάγκη από καλλιτεχνική ευαισθητοποίηση και παιδεία. Το έργο του Διαμαντή Διαμαντόπουλου αποτελεί έναν θησαυρό του νεοελληνικού μας πολιτισμού τον οποίο ούτε η πολιτεία ούτε οι πολίτες επιτρέπεται να αφήνουν ανεκμετάλλευτο.

Docville

el-gr

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

2021-11-28T08:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282724820202700

Documento Media