Documento Media

Από τη ρήξη στην ενσωμάτωση

Ο νεοφιλελεύθερος εκτροχιασμός

Του Μενέλαου Γκίβαλου

Ηανάδυση, η κυριαρχία όπως και η πτώση ή και ο εκφυλισμός ενός πολιτικού φορέα συνδέονται άρρηκτα με βασικούς ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες, όπως αυτοί εξελίσσονται ιστορικά στην πορεία των βαθέων μετασχηματισμών που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και των ραγδαίων μεταβολών του 21ου αιώνα.

Οι ενδογενείς παράγοντες αφορούν την τριπολική και σύνθετη οργανική σχέση μεταξύ πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας. Η αυθεντικότητα της σχέσης πολιτικής και κοινωνίας, ο βαθμός αυτονομίας των φορέων του πολιτικού συστήματος απέναντι στις οικονομικές δομές και στα συμφέροντα, καθώς και οι βαθείς παραγωγικοί μετασχηματισμοί που επηρεάζουν τον ορίζοντα του καταμερισμού της εργασίας και των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων αποτελούν τους θεμελιώδεις παράγοντες.

Οι εξωγενείς ιστορικές εξελίξεις δεν αποτελούν απλώς το περιβάλλον μες στο οποίο μεταβάλλονται οι σχέσεις πολιτικής,

κοινωνίας και οικονομίας, αλλά στις ημέρες μας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις αυτές. Με αφετηρία αυτές τις βασικές παραδοχές η εξέλιξη και οι μετασχηματισμοί του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να προσεγγιστούν από την πλευρά τόσο του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή της στάσης και των επιλογών των ηγετικών ελίτ του ΠΑΣΟΚ, όσο και των κρίσιμων –ιστορικού χαρακτήρα– ευρύτερων αλλαγών που οδήγησαν στην κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου προτύπου και σε καθεστώτα μιας αυταρχικής μεταδημοκρατίας.

Ασφαλώς αυτοί οι κρίσιμοι οικονομικοπαραγωγικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί αφορούν ευρύτερα τα κόμματα και τα πολιτικά συστήματα του αποκαλούμενου δυτικού κόσμου και ιδιαίτερα της Ευρώπης, με επίκεντρο τη σοσιαλδημοκρατία και τα σοσιαλιστικά και αριστερά κόμματα.

Ομως στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα, τόσο η γενίκευση και οι αφορισμοί όσο και η υπερεξατομίκευση κάθε εθνικής περίπτωσης θα πρέπει να αποφεύγονται καθώς οδηγούν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις.

Η δεκαετία του 1980 – οι βαθιές αλλαγές, αλλά και πρώτα κρισιακά φαινόμενα

Πρώτος θεμελιώδης όρος της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ υπήρξε η παραδοχή ότι ο ελληνικός καπιταλισμός μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από τη θεωρία της «εξάρτησης», σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αποτελεί παράδειγμα μιας εξαρτημένης περιφερειακής χώρας, γεγονός που την οδήγησε σε μια ιστορική «καθυστέρηση» και καθήλωση στον σύγχρονο κόσμο.

Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η αντίληψη για τον ρόλο του κράτους στην πορεία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Το κράτος, στην περίπτωση αυτή, από εκφραστής των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων οφείλει και πρέπει να μετατραπεί σε πεδίο συγκρότησης της ηγεμονίας των λαϊκών τάξεων, ώστε σε πρώτη φάση να προχωρήσει στην αποδέσμευση από τους μηχανισμούς εξάρτησης (αδέσμευτη πολιτική, πορεία προς την εθνική ανεξαρτησία). Αυτή η βασική προϋπόθεση είναι αναγκαία για να ανοίξει ο δρόμος προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Οι αντιλήψεις αυτές παραπέμπουν αναπόφευκτα σε μια αναδιατύπωση της θεωρίας των σταδίων: εθνική ανεξαρτησία – λαϊκή κυριαρχία – κοινωνικός μετασχηματισμός υπονοούν επάλληλες αλλά διακριτές φάσεις της μετάβασης.

Πάντως ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου («Εξόρμηση», 24/3/77), έχοντας επίγνωση της υιοθέτησης της θεωρίας των σταδίων (την οποία υιοθετούν τόσο το ΚΚΕ όσο και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία) τονίζει με έμφαση: «Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η διαδικασία ολοκλήρωσης της εθνικής ανεξαρτησίας σε ιστορικά πλαίσια βρίσκεται σε δυναμική αλληλεξάρτηση με τη διαδικασία ολοκλήρωσης τόσο της λαϊκής κυριαρχίας όσο και του κοινωνικού μετασχηματισμού».

Οπωσδήποτε όμως, παρά τις σαφείς αυτές επισημάνσεις, η διαλεκτική – οργανική σχέση μεταξύ των τριών θεμελιωδών ιδρυτικών αρχών του ΠΑΣΟΚ στις συνθήκες της κρίσης του εγχώριου καπιταλισμού και τις μεγάλες αλλαγές που επέρχονταν στη δεκαετία του ’80 παγκόσμια δεν μπορούσε να αποφύγει τον κίνδυνο επικράτησης μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, όπως αποδείχθηκε κατά την επόμενη περίοδο.

1. Η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης – οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις

Σε κάθε περίπτωση, το 1981 αποτέλεσε ιστορικό σταθμό και μια βαθιά τομή στην πορεία της χώρας από τη δεκαετία του 1950. Ιστορικά, μετά την πτώση της δικτατορίας

ελάχιστες σημαντικές αλλαγές συντελέστηκαν και αυτές επικεντρώθηκαν στο ιδεολογικοπολιτικό εποικοδόμημα. Το μοντέλο της διακυβέρνησης της ΝΔ στα δομικά του χαρακτηριστικά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 αδυνατούσε να αναπαραχθεί. Η πτώση της ΝΔ δεν αποτέλεσε προϊόν συγκυρίας αλλά εξέφρασε τη συνολική κατάρρευση του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου και των θεσμικών ερεισμάτων ενός μοντέλου που αδυνατούσε να κατευθύνει τη χώρα σε σύγχρονη πορεία. Τα τεράστια οικονομικά προβλήματα (δημοσιονομικά, κρίση, κατάρρευση του παραδοσιακού βιομηχανικού ιστού, χαμηλά εισοδήματα σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων, προβλήματα περιβάλλοντος κ.λπ.), η υποτυπώδης λειτουργία των θεσμών του κοινωνικού κράτους, η υπολειτουργία των θεσμών εκπροσώπησης και παραγωγικών δραστηριοτήτων συνέθεταν το πλαίσιο του ιστορικού αδιεξόδου της διακυβέρνησης της ΝΔ.

Αυτό το ιστορικό αδιέξοδο είχε να αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ από τις πρώτες κιόλας ημέρες. Δύο υπήρξαν οι βασικοί άξονες της νέας κυβέρνησης: η ανασυγκρότηση του κράτους δικαίου και η διαμόρφωση θεσμών για τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους, με ταυτόχρονες παρεμβάσεις τόσο για την αντιμετώπιση της καταρρέουσας βιομηχανικής δομής (προβληματικές επιχειρήσεις) όσο και για τη διαμόρφωση θεσμών αποκέντρωσης και λαϊκής συμμετοχής. Η καθιέρωση σύγχρονων πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η εθνική συμφιλίωση, η κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και σχέσεων, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και το ευρύτερο κλίμα ελευθερίας και προοπτικής για τους πολίτες αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά της πρώτης αυτής περιόδου.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ιδιαίτερα στους τομείς του κοινωνικού κράτους και των δικαιωμάτων για πρώτη φορά η κοινωνία απέκτησε ισχυρούς θεσμούς έκφρασης και προστασίας (τα κοινωνικά «θεσμικά αγκυροβόλια» σύμφωνα με τον προσδιορισμό του ύστερου Καρλ Πόπερ), οι οποίοι της επέτρεψαν να επιβιώσει ακόμη και στις δοκιμασίες και τις κρίσεις της εποχής που ζούμε.

Η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να προωθήσει μια σειρά κεϊνσιανού τύπου μεταρρυθμίσεις στα όρια μιας εθνικής αυτονομίας αντιμετώπισε τις δυσχέρειες μιας συρρικνωμένης και καθυστερημένης ανάπτυξης που περιλάμβανε παραδοσιακούς τύπους κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων (αγροτική οικονομία, βιομηχανική δομή, απουσία υποδομών και παραγωγικών θεσμών). Οταν οι μεταρρυθμίσεις στα πεδία αυτά προωθήθηκαν, βρέθηκαν απέναντι σε σημαντικές εξελίξεις όχι μόνο στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο.

Ηδη μετά την κρίση του 1973 και τη σταδιακή απελευθέρωση των οικονομικών συνόρων αρχίζει να σηματοδοτείται το πέρας του κεϊνσιανού κράτους. Το νεοφιλελεύθερο – αγοραίο πρότυπο αρχίζει να αναδύεται σταδιακά για να αποτελέσει ένα νέο υπόδειγμα κατά τη δεκαετία του 1980, με κορυφαίο παράδειγμα το δίδυμο Θάτσερ – Ρίγκαν. Η καπιταλιστική ανάπτυξη εξάντλησε τα εθνικά όρια της κυριαρχίας της και επεκτάθηκε αναζητώντας νέες αγορές και νέα πεδία εκμετάλλευσης.

Η Ευρώπη άρχισε σταδιακά να προχωρεί στην απελευθέρωση των αγορών, στον περιορισμό των επιδοτήσεων και στην επιβολή δημοσιονομικών περιορισμών. Οι ιστορικοί αυτοί εξωγενείς περιορισμοί αποτελούσαν σημαντικό εμπόδιο για τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, με αποκορύφωση την πρώτη κρίση του 1985. Συγκλήθηκε ειδική σύνοδος της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ τον Νοέμβριο του 1985, ενώ προηγουμένως (11/10/85) είχαν εξαγγελθεί τα πρώτα μέτρα του σταθεροποιητικού προγράμματος (μείωση ελλείμματος, αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική, καθιέρωση του ΦΠΑ). Οι εξελίξεις αυτές είχαν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ όσο και στις σχέσεις του κινήματος με το συνδικαλιστικό κίνημα.

Σε αυτές τις καταστάσεις ήρθαν να προστεθούν και οι ενδογενείς παράγοντες: πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί, ακόμη και ιδεολογικοί. Κατά πρώτον, παρά τους κινδύνους που είχαν επισημανθεί και αναλυθεί από την πρώτη κιόλας περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (9η Σύνοδος 1982), τόσο το ίδιο το κόμμα του ΠΑΣΟΚ όσο και ευρύτερα οι κοινωνικοί και συνδικαλιστικοί φορείς, αλλά και οι αποκεντρωμένοι θεσμοί, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, απώλεσαν σταδιακά την αυτονομία τους και προσανατολίστηκαν στο κράτος, στους μηχανισμούς και τους θεσμούς του, προβάλλοντας κυρίως οικονομικά αιτήματα και διεκδικήσεις, υποβαθμίζοντας, παράλληλα, τον πολιτικοϊδεολογικό και κοινωνικό τους ρόλο.

2. Η δεύτερη περίοδος διακυβέρνησης – η απαρχή της κρίσης

Στη διάρκεια της δεύτερης κυβερνητικής θητείας η πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ που διαμορφώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε να δοκιμάζεται. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναδεικνύεται αρχηγός της ΝΔ επιλεγόμενος ως αντιπαράδειγμα του Ανδρέα Παπανδρέου όσον αφορά τόσο την πολιτική στρατηγική όσο και το αρχηγικό «χάρισμα» που διαθέτει.

Στο ρήγμα της ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ αρχίζει να διαμορφώνεται μια άτυπη συμπόρευση μεταξύ της ΝΔ και των κομμάτων της παραδοσιακής και ανανεωτικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΕΑΡ). Η πρώτη «επίσημη συνάντηση» πραγματοποιήθηκε το 1986 στις δημοτικές εκλογές για τους τρεις μεγάλους δήμους (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη), όπου στον κρίσιμο δεύτερο γύρο η ηγεσία του ΚΚΕ κάλεσε τους ψηφοφόρους του κόμματος να ψηφίσουν ελεύθερα. Η ιστορική αυτή στροφή δεν ήταν παρά η αρχή μιας ευρύτερης στρατηγικής επιλογής, όπου το σχήμα Δεξιά – αντιδεξιά θεωρείται ξεπερασμένο και ως κύριος αντίπαλος πολιτικής και κοινωνικής εκλογικής διείσδυσης καθορίζονται το ΠΑΣΟΚ και η κοινωνική του βάση.

Ηδη από την άνοιξη του 1986 το ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική συνεργασία με τους φορείς της Αριστεράς στη βάση συγκεκριμένων προγραμματικών θέσεων (Σύνοδος της Χαλκίδας, Μάρτιος 1986). Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε, αφού ήδη τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΕΑΡ (παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους) είχαν δρομολογήσει νέα πορεία.

Η ασθένεια του Ανδρ. Παπανδρέου και το σκάνδαλο Κοσκωτά δημιούργησαν το πεδίο αιτιολόγησης και προώθησης της συμπόρευσης των ηγεσιών των κομμάτων αυτών με τον Κων. Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Σε μια εποχή μάλιστα που ο Μητσοτάκης εμφανιζόταν ως γνήσιος και δυναμικός εκπρόσωπος του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα.

Η συμπόρευση αυτή προσέλαβε στη συνέχεια οργανικό χαρακτήρα. Η συνεργασία ΚΚΕ, ΕΑΡ, ΝΔ και του κόμματος της ΔΗΑΝΑ διαμόρφωσε ένα άτυπο μεν αλλά συνεκτικό αντιΠΑΣΟΚ και αντιανδρεϊκό μέτωπο που κατέληξε στην παραπομπή του Ανδρ. Παπανδρέου και στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο και την ανάδειξη της περίφημης συγκυβέρνησης το «καλοκαίρι του ’89» που συγκροτήθηκε από τη ΝΔ και τον Συνασπισμό, ο οποίος προέκυψε από τη σύμπραξη ΚΚΕ και ΕΑΡ.

Το πλέον κρίσιμο στοιχείο των ραγδαίων αυτών εξελίξεων δεν είναι μόνο η συμμαχία μεταξύ ΝΔ και Συνασπισμού. Είναι γεγονός ότι η συμμαχία αυτή διαμορφώθηκε σε πρώτο στάδιο ως ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στο «φαινόμενο Κοσκωτά» και το «σκάνδαλο Κοσκωτά». Ομως στην ουσία οι μεγαλοεκδότες είχαν κύριο στόχο την κατάληψη και ιδιοποίηση των τηλεοπτικών συχνοτήτων ενόψει της επερχόμενης «απελευθέρωσής» τους. Γι’ αυτό και στήριξαν φανατικά το αντιΠΑΣΟΚ μέτωπο.

Δεν επρόκειτο απλώς για οικονομικό στόχο. Δεν επρόκειτο απλώς για τον διαμοιρασμό των νέων, τεχνολογικά προηγμένων μέσων παραγωγής. Στην ουσία οι νέοι τηλεοπτικοί σταθμοί μετεξελίσσονταν σε κέντρα πολιτικής εξουσίας που θα ασκούσαν ευθεία πίεση και θα παρέμβαιναν

|

στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας και στα κόμματα του πολιτικού συστήματος. Οι ευθύνες των τότε ηγεσιών των κομμάτων της Αριστεράς είναι φανερές. Γιατί παρέδωσαν κυριολεκτικά κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς στα χέρια των ιδιωτών – μεγαλοεκδοτών, τροποποιώντας ριζικά τις ισορροπίες εντός του πολιτικού συστήματος και παρεμβαίνοντας καίρια στην αυθεντική σχέση των κομμάτων με την κοινωνική – εκλογική τους βάση.

Θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό, αποτιμώντας μια πορεία 30 περίπου χρόνων, αποτέλεσε σημαντική εξέλιξη στην πτώση και την κρίση του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων και ιδιαίτερα την περίοδο μετά το 2009. Η άνοδος της ΝΔ τον Απρίλιο του 1990 μετά τις επάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και την οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα σήμανε το τέλος μιας ολόκληρης περιόδου που ξεκίνησε το 1974.

Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η πτώση των καθεστώτων του ανατολικού συνασπισμού και η ραγδαία είσοδος του νεοφιλελεύθερου προτύπου κάτω από το «ουδέτερο» σχήμα της παγκοσμιοποίησης σήμαιναν την έναρξη μιας νέας εποχής, που μέσα από κρίσεις και μετασχηματισμούς φτάνει μέχρι τις ημέρες μας.

Συμπερασματικά: Το ΠΑΣΟΚ κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης ξεκίνησε με μια πρωτοφανή δυναμική με ιδιαίτερα σημαντικά επιτεύγματα, ενώ στη συνέχεια υπήρξε μια πτωτική πορεία που είχε δομικού χαρακτήρα αιτίες, όπως είναι:

Η σταδιακή ενσωμάτωση του κόμματος στο κράτος και στους μηχανισμούς του, με αποτέλεσμα την απώλεια της αυτονομίας του.

Η αδυναμία ριζικών αλλαγών στο παραγωγικό πρότυπο, με συνέπεια την καθήλωση της οικονομίας, όταν άρχισαν να απελευθερώνονται διεθνώς οι μηχανισμοί της αγοράς.

Η απώλεια του ριζοσπαστισμού του ΠΑΣΟΚ και η μετατόπιση σε διαχειριστικού τύπου πολιτικές, με συνέπεια την απομάκρυνση των δυναμικών στρωμάτων της κοινωνίας.

Από την άλλη πλευρά, παρά τα φαινόμενα αυτά το ΠΑΣΟΚ επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις κρίσεις, που οφείλεται στις ακόλουθες αιτίες:

Δεν παρατηρούμε φαινόμενα έκπτωσης των βασικών πολιτικοϊδεολογικών του χαρακτηριστικών.

Το κυριότερο: Δεν υπήρξε συμβιβασμός ούτε με τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα ούτε με τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα ακόμη και όταν ο Ανδρ. Παπανδρέου βρέθηκε σε δεινή θέση.

Ακόμη και στις περιόδους των οικονομικών δυσχερειών και της άσκησης διαχειριστικών πολιτικών η στήριξη προς

τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και προς τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους διατηρήθηκε αμείωτη.

Ιδιαίτερα στη μεγάλη κρίση του 1989 η κοινωνική – εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ επέδειξε πρωτόγνωρη αντοχή στις επάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις με ποσοστά της τάξης του 38-39%. Αυτή ακριβώς η παγιωμένη ιστορικά κοινωνική βάση επέτρεψε την «επάνοδο» του ΠΑΣΟΚ το 1993.

Οι θεσμοί του κοινωνικού κράτους, το κράτος δικαίου, η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν αποτέλεσαν μόνο το ιστορικό αποτύπωμα του ΠΑΣΟΚ εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Παράλληλα εγγράφηκαν ως αξιακό απόθεμα στη λαϊκή – κοινωνική συνείδηση, αποτελώντας τα πιο ισχυρά αντίβαρα της κοινωνίας στην κρίσιμη δεκαετία 2010-20.

Γι’ αυτό και σήμερα το κράτος δικαίου, το κοινωνικό κράτος, η συλλογική δράση, η κοινωνική δικαιοσύνη και οι ανθρωπιστικές αξίες αποτελούν τα πιο ισχυρά εφόδια για την αντιμετώπιση και την υπέρβαση των καταστροφικών συνεπειών του νεοφιλελεύθερου – καθεστωτικού προτύπου που βρίσκεται στην εξουσία.

|

Περιεχομενα

el-gr

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283515094102907

Documento Media