Documento Media

Η ηχώ του 1981

Μια στιγμιαία ελπίδα αλλαγής στην Ευρώπη;

Του Ριχάρδου Σωμερίτη

Το 1981 ήταν σε όλη σχεδόν τη δημοκρατική Ευρώπη η χρονιά της Αριστεράς. Η χρονιά του Μιτεράν και του κοινού προγράμματος Σοσιαλιστών – Κομμουνιστών – Ριζοσπαστών στη Γαλλία, της συνεχούς ανόδου του Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία, της πανίσχυρης σοσιαλδημοκρατίας της στηριγμένης στα συνδικάτα στη Γερμανία του Βίλι Μπραντ. Θα ήταν η ώρα μιας μεγάλης αλλαγής και στην Ιταλία με τη σύμπραξη ΚΚΙ, σοσιαλιστών και χριστιανοδημοκρατίας αν το 1978 οι «επαναστάτες» των πολυμελών Ερυθρών Ταξιαρχιών δεν δολοφονούσαν τον πρώην πρωθυπουργό Αλντο Μόρο, που σε αντίθεση με την πιο συντηρητική πτέρυγα της κεντροδεξιάς ήθελε τον «ιστορικό συμβιβασμό» με την ευρωαριστερά.

Και για μας, έφτασε το 1981 η ώρα του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου. Χωρίς κοινό πρόγραμμα με την παραδοσιακή Αριστερά, χωρίς άτυπη έστω συνεργασία μαζί της. Ο Ανδρέας είχε δει εκλογικά σωστά: αυτόν και την παράταξή

του θα ψήφιζαν οι «ΕΑΜογενείς» μάζες, με ή χωρίς τους επώνυμους ηγέτες τους και «κοινό πρόγραμμα» αλλά με την ελπίδα μιας βαθύτερης αλλαγής και κυρίως της εθνικής συμφιλίωσης και την αναγνώριση των αγώνων τους.

Ο Ανδρέας είχε επιπλέον προτάξει «πατριωτικά» συνθήματα εθνικής ανεξαρτησίας. Δημιούργησε ερωτήματα για την ένταξή μας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ κολακεύοντας τον παραδοσιακό λαϊκό εθνικισμό. Βέβαια, όλα αυτά μετατράπηκαν μετεκλογικά σε μερικές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο υποσημειώσεις με «επιφυλάξεις» στα νατοϊκά ανακοινωθέντα. Αλλά και με την πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ να θεσπίσουν οι Βρυξέλλες τα περίφημα «Μεσογειακά Προγράμματα» (άσχετα με το πού κατέληξαν), αποκλείοντας φυσικά την «επαναδιαπραγμάτευση» της ένταξής μας. Πράγμα που και προσωπικά ο Μιτεράν το ξεκαθάρισε στον Ανδρέα Παπανδρέου στην πρώτη τους μετεκλογική συνάντηση χωρίς δεύτερο λόγο.

|

Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Γνώριζε από καιρό ότι το κόμμα του, η ΝΔ, θα έχανε τις εκλογές του 1981 και ήθελε να εξασφαλίσει τα βασικά: την ομαλή λειτουργία των θεσμών όπως συνταγματικά τους είχε καθορίσει, την ένταξη στην ΕΟΚ, τον καίριο για τη χώρα, όπως πίστευε, δυτικό προσανατολισμό της αμυντικής και εξωτερικής μας πολιτικής. Χωρίς να αποκλείει τα «ανοίγματα» προς το ανατολικό μπλοκ και –όπως τον έλεγαν τότε– τον Τρίτο Κόσμο των «ανένταχτων» που μας στήριζε στο κυπριακό.

Αυτός ήταν φυσικά ο λόγος που επιδίωξε την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, γνωρίζοντας ότι θα έπρεπε σύντομα να τα βρει με τον δύσκολο Ανδρέα Παπανδρέου. Και συνεπώς της αποδοχής από μέρους του της ελάχιστα γνωστής έμμεσης διαπραγμάτευσης με τον Ανδρέα Παπανδρέου για τη μετεκλογική απρόσκοπτη θεσμική συμβίωσή τους.

Ενας πολύτιμος αλλά τόσο διακριτικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου, ο χαρισματικός Χρήστος Μαχαιρίτσας, που έβλεπε τακτικά τον Καραμανλή, έπαιξε ως προς αυτό καθοριστικό ρόλο ήδη προεκλογικά παρά τους φανατικούς και των δύο παρατάξεων που τους ήθελαν να παλεύουν «στα ψηλά αλώνια». Αποτέλεσμα, ο Καραμανλής δεν είπε τίποτε προεκλογικά και μετεκλογικά δεν χρησιμοποίησε ποτέ τις περίφημες «υπερεξουσίες» που του αναγνώριζε το σύνταγμα έως το 1995. Χρησιμοποίησε μόνο το κύρος του. Και ο Ανδρέας Παπανδρέου φρόντισε να αποφύγει δημόσια τουλάχιστον έριδα με τον πρόεδρο. Να γιατί οι εκλογές του 1981 ήταν από κάθε άποψη άψογες παρά το αμοιβαίο πάθος στελεχών και οπαδών των δύο αντίπαλων σε όλα παρατάξεων.

Μπορώ να καταθέσω ότι ο Καραμανλής ακόμα και ως ιδιώτης μόνο δύο φορές εκφράστηκε παρουσία μου αρνητικά για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οταν το «κίνημα» με επιμονή του Κουτσόγιωργα αρνήθηκε την επανεκλογή του στην Προεδρία. Και όταν είχε πια ξεσπάσει για τα καλά η υπόθεση Μιμή Λιάνη. Οχι για να κατακρίνει τη σχέση –«αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα μας, και σε μένα» μου είχε πει– αλλά για τονίσει ότι ένας πολιτικός ηγέτης που μπορεί να αποφασίσει ακόμη και για πόλεμο ή ειρήνη οφείλει να τα κρατάει αυτά μυστικά. Βίωμά του;

«Ξέρεις –είχε τονίσει– όταν έχεις εθνικές ευθύνες, είσαι υποχρεωμένος να δέσεις την καρδιά σου και να πεις στη λεγάμενη “μ’ αγαπάς;”, “αν ναι, μπες στο σπίτι και να μη σε βλέπει κανείς”»...

Αν και τον προκάλεσα, δεν άκουσα ποτέ τον Ανδρέα Παπανδρέου να κατακρίνει έστω και έμμεσα τον άνθρωπο Καραμανλή. Αλλο την πολιτική του και παραδόξως τον ηγετικό αυταρχισμό του και ας ήταν (δεν το έβλεπε;) και δικό του χαρακτηριστικό.

Ο θρίαμβος πάνω στην ακραία Δεξιά

Η θριαμβευτική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις 18 Οκτωβρίου 1981 δεν ήταν πάντως μόνο αναμενόμενη από την αλματώδη πρόοδο της επιρροής του που διαπιστώθηκε στις εκλογές του 1977 ακόμη και σε περιοχές παραδοσιακά συντηρητικές, εξαφανίζοντας τελικά από το πολιτικό προσκήνιο εν μέρει το 1978 και πλήρως το 1981 κάθε κεντρώο ή κεντροαριστερό ή και αριστερό ανταγωνιστή, όπως ήταν το ΚΚΕ Εσωτερικού.

Η νίκη αυτή, που προκάλεσε το μέγιστο ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ, ήταν και η μοιραία συνέπεια μιας «κούρασης» της ΝΔ, παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Γεωργίου Ράλλη (δημοτική, μονοτονικό, ονοματοδοσία με διοικητική πράξη κ.ά.). Ηταν σαν να είχε επιστρέψει η Δεξιά στην ΕΡΕ, αν όχι στον Συναγερμό.

Παράδειγμα, η αδυναμία της λόγω εκκλησιαστικού συντηρητισμού να εκσυγχρονίσει το οικογενειακό δίκαιο προχωρώντας στη θέσπιση μιας απλής, χωρίς «ενόχους», λύσης του γάμου ενώ ήταν χιλιάδες οι πολίτες, άντρες και γυναίκες, που χώριζαν χωρίς να μπορούν να φτάσουν σε ένα διαζύγιο που θα τους απελευθέρωνε, διότι η εκδίκηση του ή της πρώην ήταν το «όχι».

Αυτή η συντηρητική ως ακροδεξιά στροφή της ΝΔ με πρωτομάστορα τον Αβέρωφ ήταν σε αντίθεση με τους αυθεντικούς μεταρρυθμιστές, όπως ο Παπαληγούρας, που το «κατεστημένο» των μεγάλων εργοδοτών κατηγορούσε για «σοσιαλμανία». Σαφέστατα στόχος ήταν ο προσεταιρισμός της ορφανής τότε ακροδεξιάς πελατείας. Ξεθάβοντας επιχειρήματα του Ψυχρού Πολέμου και του Εμφυλίου.

Οπως κάνει σήμερα ένα τμήμα και της Δεξιάς που θέλει να επαναφέρει τις ανιστόρητες θεωρίες περί «δύο άκρων» στην πολιτική επικαιρότητα με μεθόδους νεκροφάνειας. Αποτέλεσμα: τη στιγμή που η χώρα μας υπενθυμίζει με την πρόεδρο της Δημοκρατίας τις γερμανικές επανορθώσεις, μερικοί αναζητούν τρόπους νέας αποκατάστασης των ταγματασφαλιτών ακόμη και στα νεκροταφεία... Και διαπιστώνομε την επανασύσταση των ομάδων κρούσης της νεοναζιστικής ΧΑ.

Απαλλαγή από τον μετεμφυλιακό παραγοντισμό

Για τη νίκη του ΠΑΣΟΚ έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο, κυρίως στην εκτός μεγάλων πόλεων Ελλάδα, η επιθυμία των πολιτών να απαλλαγούν από την παραδοσιακή κοι

|

νωνική και πολιτική παντοδυναμία των «προυχόντων» και των «παραγόντων» είτε του κρατικού μηχανισμού είτε της πολιτικής που τόσο δυσχέραιναν και δηλητηρίαζαν την καθημερινότητά τους. Το αν διαψεύστηκαν είναι μια άλλη υπόθεση.

Αρχικά, όταν το σύνθημα του νεοπαγούς ΠΑΣΟΚ ήταν η αυτοοργάνωση, σε ορισμένες τουλάχιστον περιοχές οι «λαϊκές συνελεύσεις», με την πρωτόγνωρη τότε ισότιμη συμμετοχή και των γυναικών, είχε κάτι το επαναστατικό. Βέβαια σύντομα «κατέβηκαν» ως γραμμή οι επιθυμίες των ανώτερων οργάνων, κυρίως των επιτελείων των πολιτευτών για την επιλογή των τοπικών αρχόντων και όχι μόνο. Αλλά έμεινε η αίσθηση της αλλαγής. Κι ας είχε νικήσει ο παραγοντισμός.

Αλλο παράδειγμα, δευτερεύον ίσως αλλά απόλυτα ενδεικτικό: όπως ήταν λογικό με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ, σε αντίδραση προς τον δεσπόζοντα και πριν από τη χούντα καθωσπρεπισμό της γραβάτας στις δημόσιες υπηρεσίες, τις ΔΕΚΟ, τις τράπεζες (αλλά όπως βλέπουμε και στα φιλμ της εποχής και στις λεγόμενες «κοσμικές ταβέρνες»), είδαμε πολύ γρήγορα την κατάργηση των «κανόνων» ακόμη και ως προς την ένδυση των υπαλλήλων (πάνε οι γραβάτες και τα σακάκια, κυριάρχησαν τα κοντομάνικα μακό, ο καφές και το τσιγάρο σε όλα τα γραφεία και ενίοτε μαζί τους και οι απότομες συμπεριφορές). Σίγουρα αυτή την τάση εξέφραζαν το περίφημο «ζιβάγκο» του Ανδρέα Παπανδρέου, το ζεϊμπέκικο ως «επίσημος» χορός της πασοκικής ηγεσίας, η αθυροστομία και παροιμιώδεις «χοντράδες» του Ευάγγελου Γιαννόπουλου.

Δίψα για περισσότερες ελευθερίες

Είχαμε λοιπόν το 1981 μια Ελλάδα που ήθελε μεγαλύτερες προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες, που δεν ήθελε όπως έλεγαν πολλοί να είναι οι πολίτες «γκαρσόνια των ξένων» (οπότε τι κάνουμε με τον τουρισμό;), που το βιοτικό της επίπεδο είχε μεν βελτιωθεί μεταπολιτευτικά αλλά ήταν ξανά σε κίνδυνο λόγω της νέας πετρελαϊκής κρίσης που γονάτισε και τους σοσιαλιστές στη Γαλλία, ενώ οι «έχοντες» αναζητούσαν όπως πάντα σίγουρες τράπεζες εκτός συνόρων, ναυτιλιακές εταιρείες και φορολογικούς παραδείσους.

Ισως όχι όσο στη Γαλλία, όπου με τη νίκη του Μιτεράν τον Μάη της χρονιάς αυτής είχαν φρακάρει οι εθνικοί δρόμοι που οδηγούν στην Ελβετία από γεμάτα με συνάλλαγμα και χρυσό αυτοκίνητα πανικόβλητων κεφαλαιούχων που έτρεχαν εκεί για να σώσουν τις περιουσίες τους.

Αυτός ήταν πιστεύω ο ελληνικός και ευρωπαϊκός περίγυρος της 18ης Οκτώβρη 1981. Το νόημά του πάντως, άσχετα με τα όσα θετικά αλλά και τόσα αρνητικά, ακόμη και αντιαισθητικά που ακολούθησαν, παραμένει ιστορικά σημαδιακό.

Ο κάθε ψηφοφόρος γνώριζε ότι με κυβέρνηση Ανδρ. Παπανδρέου θα ξεκινούσε μια σημαντική αλλαγή έχοντας ξεπεράσει πλέον, γιατρεύοντάς τες, τις συνέπειες του Εμφυλίου. Αν κρίνω από τις αλλεργικές αντιδράσεις ορισμένων στελεχών του σημερινού ΠΑΣΟΚ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως, αυτό το νόημα της Αλλαγής του ’81 το έχουν ξεχάσει. * Ο Ριχάρδος Σωμερίτης ήταν το 1981 ανταποκριτής της «Καθημερινής» στο Παρίσι, αλλά και στέλεχος του δεύτερου καναλιού της γαλλικής τηλεόρασης. Εζησε έτσι την «αλλαγή» και εκεί και εδώ

Περιεχομενα

el-gr

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283485029331835

Documento Media