Documento Media

Ιστορική απόφαση-τομή

Το αίτημα της γενιάς της ΕΑΜικής αντίστασης υλοποιείται Της Βασιλικής Λάζου

Της Βασιλικής Λάζου Ιστορικού – διδάσκουσας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Ανδρέας Παπανδρέου, πρακτικά Βουλής, περίοδος Γ΄ Προεδρευομένης Δημοκρατίας – σύνοδος Α΄, συνεδρίαση Κ΄, 17 Αυγούστου 1982

«Ηλθε τώρα η ώρα δίπλα στους ήρωες του 1821 να τοποθετήσουμε στην εθνική μας μνήμη ενωμένους αυτούς που έπεσαν στο 1940-1944. Τα στρατευμένα παιδιά του λαού, που έγραψαν σελίδες δόξας στον μεγάλο αμυντικό πόλεμο, πόλεμο στον οποίο τελικά οφείλεται η πτώση της ναζιστικής δικτατορίας, του ναζισμού. Αυτούς επίσης που συνέχισαν τον αγώνα στα βουνά και στις πόλεις, φτιάχνοντας ένα μαζικό λαϊκό κίνημα με πολυβόλα και συλλαλητήρια, με περιφρόνηση προς τον θάνατο, με πάθος για τη λευτεριά [...]. Δεν είναι μόνο η πολιτική θέληση που καθοδηγεί το χρέος μας, δεν είναι μόνο η ανάγκη να φανούμε συνεπείς προς τις υποσχέσεις μας, είναι κυρίως η εθνική επιταγή να αποδώσουμε στον ελληνικό λαό ένα μεγάλο ακόμη σύμβολο θυσιών και αγώνων που του ανήκει, ένα σύμβολο εθνικής ενότητας απαραίτητης όσο ποτέ άλλοτε για έναν λαό που αγωνίζεται να κατοχυρώσει την εθνική του ανεξαρτησία και να περιφρουρήσει την εδαφική του ακεραιότητα»

Ηταν 17 Αυγούστου 1982, η 38η επέτειος του μπλόκου της Κοκκινιάς, όταν ξεκίνησε στο ελληνικό κοινοβούλιο η συζήτηση σχετικά με την ψήφιση του νομοσχεδίου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής κατά τα έτη 1941-44. Αν και το νομοσχέδιο υπαγόταν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εσωτερικών, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα και της εξέχουσας σημασίας του ζητήματος πρώτος πήρε τον λόγο ο πρωθυπουργός της χώρας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ανέβηκε στο βήμα της Βουλής και με έναν φορτισμένο λόγο επανένταξε την ΕΑΜική αντίσταση στο εθνικό ιστορικό αφήγημα.

Με πρόταγμα την ενότητα όλου του ελληνικού λαού ο Ανδρ. Παπανδρέου κάλεσε τους Ελληνες να θυμηθούν «με σεβασμό, τιμή και συγκίνηση το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού είχε ακολουθήσει, την ΕΠΟΝ, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, τον ΕΛΑΣ» χωρίς να ξεχνούν τη συμβολή των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων όπως του

ΕΔΕΣ, της ΕΚΚΑ, του 5/42, της ΠΕΑΝ, «μα και κάθε ανοργάνωτου και αυθόρμητου Ελληνα πολίτη». Αναγνωρίζοντας ότι «η εποποιία της Εθνικής Αντίστασης αντιμετωπίσθηκε με τα κριτήρια των μεταγενέστερων, δραματικών πραγματικά, εξελίξεων στον τόπο μας» ο πρωθυπουργός προέτρεψε τον κάθε πολίτη «να συμβάλει στην ενότητα και την αποκατάσταση της εθνικής μνήμης». Υποστήριξε δε πως «πολλοί θα πουν ότι η ενιαία Αντίσταση δεν υπήρξε, γιατί μεσολάβησαν συγκρούσεις ανάμεσα σε οργανώσεις και κατά την περίοδο της Αντίστασης. Πράγματι, υπήρξαν συγκρούσεις που στοίχισαν ζωές αγωνιστών πραγματικών σε όλες τις οργανώσεις. Ο λαός μας όμως στη βάση του έμεινε πάντοτε ενωμένος, ενώ οι οργανώσεις βρήκαν τον τρόπο να αντιμετωπίσουν τον φασίστα κατακτητή». Τέλειωσε τον λόγο του λέγοντας ότι «η κυβέρνηση της Ελλάδας επιτελεί σήμερα με ευλάβεια το καθήκον της. Εγώ ως Ελληνας σήμερα αισθάνομαι περήφανος».

Οι «εχθροί του κράτους» στον εθνικό κορμό

Ο νόμος 1285/1982 με τον οποίο αναγνωριζόταν η ΕΑΜική αντίσταση υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της δεκαετίας του 1980. Ρύθμιζε θεσμικά και υπερέβαινε τη μεγάλη διαιρετική τομή που είχε κυριαρχήσει στην ελληνική κοινωνία από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου και μετά: τον διαχωρισμό των πολιτών σε εθνικόφρονες και μη εθνικόφρονες. Το νομοθέτημα αποτύπωνε θεσμικά το «τέλος της εθνικοφροσύνης», ξεπερνούσε σε συμβολικό επίπεδο τον χωρισμό των Ελλήνων σε πολίτες πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας και επανέντασσε τους «εχθρούς του κράτους» στον εθνικό κορμό. Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είχαν γίνει στις απαρχές της μεταπολίτευσης με την κατάρρευση της χούντας, τη νομιμοποίηση της κομμουνιστικής Αριστεράς από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αλλά και τη μαζική πολιτικοποίηση.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναγνωριζόταν θεσμικά η αντίσταση του ελληνικού λαού στα χρόνια της Κατοχής (αν και ήταν η πρώτη φορά που στην Αντίσταση συμπεριλαμβανόταν το ΕΑΜ). Η πρώτη προσπάθεια είχε γίνει λίγο πριν από τη λήξη του Εμφυλίου με τον Α.Ν. 971/1949. Η σκιά ωστόσο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, τα κατασταλτικά μέτρα του εμφυλιακού κράτους με τις μαζικές φυλακίσεις και εκτελέσεις αριστερών, το νομοθετικό πλέγμα του Γ΄ Ψηφίσματος και του ΑΝ 509 καθώς και ο διάχυτος αντικομμουνισμός, θεσμικός και μη, ποινικοποιούσε οποιαδήποτε αναφορά στο ΕΑΜ και έκανε απαγορευτική ακόμη και τη σκέψη για τη δι

ατύπωση πρότασης περί αναγνώρισης της ΕΑΜικής αντίστασης ως «εθνικής» και κατά συνέπεια της νομιμοποίησής της. Ειδικότερα ο διαβόητος αναγκαστικός νόμος 509 ουσιαστικά ποινικοποιούσε το φρόνημα καθώς έκανε λόγο για τον κολασμό «ιδεών εχουσών ως σκοπόν την ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος».

Η μόνη ουσιαστικά επέτειος με αναφορά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η 28η Οκτωβρίου, «στην οποία όλες οι παρατάξεις μπορούν να αναγνωρίσουν μια εκδοχή του παρελθόντος τους και άρα να διεκδικήσουν την ένταξή τους στον εορτασμό της». Η όποια αναφορά στην ΕΑΜική αντίσταση, μέσω επετείων όπως η ίδρυση του ΕΑΜ ή η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, αποτελούσε μια ενδοπαραταξιακή υπόθεση της Αριστεράς καθώς αφορούσε την ίδια την παράταξη και τους ψηφοφόρους της.

Αν και στη δεκαετία του 1960 έγιναν κάποιες προσπάθειες χαλάρωσης του αντικομμουνιστικού εθνικόφρονος πλέγματος γύρω από την αναγνώριση της Αντίστασης από πρώην αντιστασιακούς που προέρχονταν κυρίως από τον χώρο του δημοκρατικού ΕΔΕΣ ή του μη κομμουνιστικού ΕΑΜ, όπως ο Κομνηνός Πυρομάγλου και ο Δημήτριος Δημητρίου, αυτές δεν τελεσφόρησαν. Τις πρώτες απόπειρες το 1963 και το 1964 της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου (ΕΚ) με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου για τον εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας από τη ναζιστική Κατοχή σκίασε η θανατηφόρα έκρηξη νάρκης στη συγκέντρωση για τον εορτασμό της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης της ΕΚ με τη Δεξιά και την εθνικοφροσύνη που αυτή μονοπωλούσε, η ΕΚ προσπάθησε να προωθήσει μια εναλλακτική αφήγηση της δεκαετίας του 1940. Μέσω της αναγνώρισης του αντιστασιακού παρελθόντος, που αποτελούσε χρόνια διεκδίκηση της Αριστεράς, απονομιμοποιούνταν η εθνικοφροσύνη και γινόταν προσπάθεια υπέρβασης των εμφυλιοπολεμικών διαιρέσεων. Πολιτικά η αναγνώριση της πατριωτικής δράσης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αλλά και ο ταυτόχρονος διαχωρισμός της Αντίστασης από την κομμουνιστική Αριστερά άνοιγαν τον δρόμο της συνεργασίας κέντρου και Αριστεράς. Την αντιπαράθεση εθνικόφρονες – μη εθνικόφρονες ερχόταν να αντικαταστήσει το δίπολο Δεξιά – αντιδεξιά.

Ταγματαλήτες-αναγνωρισμένοι αντιστασιακοί

Η επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1967 έδωσε τέλος στις όποιες προσπάθειες φιλελευθεροποίη

σης του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Εκφράζοντας την εθνικοφροσύνη στην ακραία της μορφή, η χούντα προχώρησε στην αναγνώριση ορισμένων οργανώσεων που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές ως αντιστασιακών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αναγνώριση της «αντιστασιακής προσφοράς» των Ταγμάτων Ασφαλείας, στα μέλη των οποίων με το ν.δ. 179/1969 απονεμήθηκαν ηθικές και υλικές αμοιβές (συντάξεις), καθώς η δράση τους εξομοιωνόταν με αυτή των αγωνιστών των υπόλοιπων «εθνικών οργανώσεων».

Η συζήτηση για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης ξανάνοιξε το 1974 με τη μεταπολίτευση. Σταθερά αιτήματα όλων των κομμάτων της Αριστεράς και του προοδευτικού τόξου ήταν ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων. Μέσω του αντιστασιακού παρελθόντος η Αριστερά μπορούσε να διεκδικήσει όχι μόνο μια ανταπόδοση για όσα υπέστη, αλλά και όσα δικαιούνταν. Για το ΚΚΕ που νομιμοποιήθηκε η ενεργοποίηση της μνήμης της Αντίστασης έγινε η σταθερή ιδεολογική και πολιτική του αναφορά.

Στην ίδια κατεύθυνση μέσω της αντιδεξιάς συσπείρωσης το ΠΑΣΟΚ οικειοποιήθηκε την ιστορία της Αντίστασης. Μια από τις πρώτες πράξεις του υπουργικού συμβουλίου στις 23 Νοεμβρίου 1981 ήταν η κατάργηση όλων των επετειακών εκδηλώσεων-γιορτών μίσους του εμφύλιου πολέμου και η αποσύνδεση της «Ημέρας του Στρατού» από την επέτειο της νίκης του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο. Προαναγγέλλονταν παράλληλα η πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου να εισηγηθεί στη Βουλή των Ελλήνων μια συμβολική πράξη συμφιλίωσης, ομοψυχίας και λήθης, που έγινε πράξη με τον νόμο αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης το 1982.

Κατά τη διάρκεια της σχετικής κοινοβουλευτικής συζήτησης η ΝΔ αποχώρησε από την αίθουσα και ο αρχηγός της, ο ακραιφνής αντικομμουνιστής Ευάγγελος Αβέρωφ, ζητούσε να μην αναγνωριστούν οργανώσεις αλλά πρόσωπα και δήλωσε πως θα καταργούσε τον νόμο όταν αναλάμβανε ξανά την εξουσία. Ο λόγος που προέβαλε ήταν ότι το νομοσχέδιο βασιζόταν στην «αναμόχλευση των παθών» και τη «διάσπαση της ενότητας του έθνους». Λίγο προτού αποχωρήσει με το κόμμα του από τη συνεδρίαση της Βουλής ο Αβέρωφ υποστήριξε σε μια αποστροφή της ομιλίας του ότι «με το νομοσχέδιο δίνετε συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ», για να λάβει την απάντηση από τον πάντα ετοιμόλογο Χαρίλαο Φλωράκη: «Το ΚΚΕ δεν χρειάζεται κανένα συχωροχάρτι, γιατί απλούστατα δεν βαρύνεται με συνεργασία με τον εχθρό και προδοσία». Σημαντική ήταν η διαφοροποίηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος υπήρξε ο μοναδικός βουλευτής της ΝΔ που παρέμεινε στην αίθουσα του κοινοβουλίου και ψήφισε υπέρ της κύρωσής του, τονίζοντας την ανάγκη για εθνική συμφιλίωση.

Τελικά το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Εκτός από την αναγνώριση του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Αλληλεγγύης και της ΕΠΟΝ ως οργανώσεων Εθνικής Αντίστασης, καθιερώθη

κε ως ημέρα εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης η επέτειος της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, ψηφίστηκε η ανέγερση μνημείου της Εθνικής Αντίστασης στον Γοργοπόταμο και καταργήθηκαν τα νομοθετικά διατάγματα της δικτατορίας που ευνοούσαν τους πρώην ταγματασφαλίτες. Παράλληλα υπήρχε πρόβλεψη για υλικές αμοιβές, όπως η καταβολή σύνταξης στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, και για την επιτάχυνση της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων από το εξωτερικό.

Μπορεί η Δεξιά να μην μπήκε «οριστικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας», το αποτέλεσμα όμως ήταν σημαντικό. Το ΕΑΜ αναγνωρίστηκε ως εθνική αντιστασιακή οργάνωση, οι αγωνιστές του αποκαταστάθηκαν ηθικά και υλικά και ο εμφύλιος πόλεμος καταδικάστηκε. Πολιτικά η πράξη της αναγνώρισης προσέδωσε στο ΠΑΣΟΚ το προφίλ του εκφραστή της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης η οποία κρατούσε αποστάσεις τόσο από την άκρα Δεξιά όσο και από την άκρα Αριστερά. Μπορούσε κατ’ αυτό τον τρόπο να αντλήσει από τη μεγάλη δεξαμενή των χιλιάδων «ανώνυμων» αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης προτάσσοντας το σύνθημα «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται». Μέσα από τον τονισμό του εθνικο-λαϊκού στοιχείου το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ως ο συνεχιστής του ΕΑΜ και προέβαλλε τις αξίες της ενότητας και της συναίνεσης. Ο Εμφύλιος αποσιωπήθηκε. Η Αντίσταση νοήθηκε ως εθνική και παλλαϊκή και εντάχθηκε στη μακραίωνη αντιστασιακή παράδοση του ελληνικού λαού.

Σε αυτό το πλαίσιο εξοβελιζόταν οποιαδήποτε αναφορά συνεργασίας με τους κατακτητές. «Οσον αφορά το τι είναι Εθνική Αντίσταση και ποιος έκανε Εθνική Αντίσταση, το άρθρο 1 κάνει ένα λάθος. Δεν είναι μόνο τα στρατεύματα Κατοχής εναντίον των οποίων αγωνίστηκε ο ελληνικός λαός· αγωνίστηκε και εναντίον των συνεργατών τους» υπογράμμισε ο βουλευτής του ΚΚΕ Κώστας Λουλές. Για «χάριν της ομοψυχίας», όπως ειπώθηκε, δεν συμπεριλήφθησαν οι συνεργάτες των κατακτητών στους αντίπαλους των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Τα ζητήματα της μνήμης της δεκαετίας του 1940, θεσμικής ή μη, όπως και όλων των ιστορικών περιόδων εξακολουθούν να παραμένουν ανοιχτά.

Περιεχομενα

el-gr

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283412014887803

Documento Media