Documento Media

Το Κίνημα στην κυβέρνηση

Η Αλλαγή στην πολιτική

Του Σωτήρη Ριζά

Ηεκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις 18 Οκτωβρίου 1981 ενσωμάτωνε μια συμβολική, συναισθηματική και ψυχολογική διάσταση. Το Κίνημα συνιστούσε μια υπόσχεση για το μέλλον, όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε κόμμα που διεκδικεί την εξουσία, αλλά και διαψεύσεις και αποτυχίες ποικίλων πολιτικών ρευμάτων που ανάγονταν στην ελληνική πολιτική ιστορία και συγκροτούσαν την ιστορική του κληρονομιά. Το σχήμα της γενιάς της Αντίστασης στη δεκαετία του ’40, του 1-1-4 στη δεκαετία του ’60 και του Πολυτεχνείου του 1973 συνδυαζόταν με τη στρατηγική του τερματισμού της μακράς συντηρητικής κυριαρχίας η οποία, σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ, είχε διαρκέσει πενήντα ή τριάντα χρόνια. Στον πολιτικό λόγο του ΠΑΣΟΚ εμφανίζονταν και οι δύο εκδοχές· εν πάση περιπτώσει όμως αυτές αντιστοιχούσαν σε δύο ορόσημα: είτε στην ήττα του βενιζελισμού στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1932-33 είτε στην ήττα των κομμάτων του κέντρου στις εκλογές του 1952.

Παρά το γεγονός ότι είχαν σημειωθεί εναλλαγές στην εξουσία, αυτές ήταν πρόσκαιρες, η ελληνική πολιτική χαρακτηριζόταν

από δύο δικτατορίες –1936-1941 και 1967-1974– και μακρές περιόδους συντηρητικής διακυβέρνησης. Τα κόμματα του κέντρου είχαν κυβερνήσει με μεγάλη δυσκολία το 1950-52 και η Ενωση Κέντρου (ΕΚ) το 1963-65. Η έλλειψη συνοχής και η συνακόλουθη ασάφεια της πολιτικής τους στρατηγικής αλλά και η πίεση από εξωκοινοβουλευτικά κέντρα εξουσίας –ο στρατός και το στέμμα–, όπως και οι αγκυλώσεις του Ψυχρού Πολέμου, είχαν καταστήσει τις περιόδους αυτές διαλείμματα σε μια «κανονικότητα» διακυβέρνησης από τη Δεξιά. Συνεπώς, η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ σήμαινε την επικράτηση ενός πολιτικού φορέα που είχε μεγαλύτερη αντοχή και διάρκεια από τους κεντρώους συνασπισμούς ή σχήματα που είχαν προηγηθεί.

Το οργανωτικό μοντέλο-πρότυπο για τη Δεξιά

Υπήρχε επίσης μια θεσμική διάσταση: η νίκη του ΠΑΣΟΚ αφορούσε ένα συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας, την εναλλαγή στην εξουσία. Από το 1974 και μετά η Ελλάδα ήταν αναμφισβήτητα πλήρης δημοκρατία. Η πολιτική δραστηριότητα ήταν ανεμπόδιστη, οι θεσμικοί αποκλεισμοί είχαν

αρθεί με τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Παρά ταύτα η δημοκρατία δεν είχε περάσει τη δοκιμασία της εναλλαγής στην εξουσία, το σημείο δηλαδή όπου είχε αποτύχει το προδικτατορικό κοινοβουλευτικό σύστημα όταν η διακυβέρνηση της ΕΚ διακόπηκε από την κρίση του 1965 και τις αντικοινοβουλευτικές πρακτικές που μετήλθε τότε το στέμμα προκειμένου να ανατρέψει την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και στη συνέχεια να αποκλείσει την επάνοδο της ΕΚ στην εξουσία.

Η νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 και κυρίως η μακρά διακυβέρνησή του έσπασαν έναν φαύλο ιστορικό κύκλο στον οποίο είχε εισέλθει η Ελλάδα από τον Εθνικό Διχασμό του 1915, όταν το κοινοβουλευτικό σύστημα φαλκιδευόταν από αντισυνταγματικές πρακτικές οι οποίες είτε νόθευαν τη θέληση του εκλογικού σώματος είτε διέστρεφαν τις επιλογές του. Ο κύκλος ολοκληρώθηκε όταν το 1989-90, ύστερα από τρεις αλλεπάληλες εκλογικές αναμετρήσεις σε κλίμα μεγάλης πολιτικής έντασης, θα προέκυπτε νέα εναλλαγή στην εξουσία με την επάνοδο στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Υπήρχε ακόμη μια διάσταση στη νίκη του ΠΑΣΟΚ που αφορούσε την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ασκούνταν η πολιτική. Ηδη από τη δεκαετία του ’60, με τον Ανένδοτο του 1961-63, την ίδρυση της Νεολαίας Λαμπράκη το 196364 και τον λεγόμενο δεύτερο Ανένδοτο του 1965-67 η Ελλάδα είχε εισέλθει στην εποχή της μαζικής κινητοποίησης. Παρά ταύτα οι οργανωτικές μορφές των κομμάτων, με την εξαίρεση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) που αποτελούσε τον νόμιμο φορέα του εκτός νόμου ΚΚΕ, παρέμεναν μάλλον παρωχημένες. Τα λεγόμενα αστικά κόμματα βασίζονταν σε τοπικά δίκτυα επιρροής των πολιτευτών τους, οι περιφερειακές και τοπικές οργανώσεις, αν υπήρχαν, ήταν μάλλον αδύναμες, συνέδρια και κεντρικά συλλογικά σώματα δεν υπήρχαν. Ούτε η Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση (ΕΡΕ) ούτε η ΕΚ πραγματοποίησαν ποτέ συνέδριο. Μόνο τους τελευταίους μήνες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επιχειρήσει να σχηματίσει ένα οργανωμένο δίκτυο, τους Δημοκρατικούς Συνδέσμους, να δώσει δηλαδή οργανωτική μορφή στη μαζική κινητοποίηση την οποία ενθάρρυνε ο ίδιος.

Η κατάσταση άλλαξε με τη μεταπολίτευση, όταν το νεοπαγές Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα οργανώθηκε ως μαζικό κόμμα με περιφερειακή και κλαδική οργάνωση. Ο ρόλος του ιδρυτή στο νέο κόμμα παρέμενε βέβαια κυριαρχικός έως ηγεμονικός. Ο Ανδρ. Παπανδρέου εκκαθάρισε τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και μια αιτία της επιτυχίας του αυτής, εκτός από το αναμφίσβητητο χάρισμά του, έχει εντοπιστεί από τον διάδοχό του Κώστα Σημίτη: η μεγάλη πλειονότητα των στελεχών του ΠΑΣΟΚ θεωρούσε ότι η προσωπική ηγεμονία του Ανδρ. Παπανδρέου ήταν ο μόνος τρόπος για να γίνει δυνατή η συγκρότηση μιας μη κομμουνιστικής Αριστεράς η οποία θα διεκδικούσε την κυριαρχία στον πέραν της Δεξιάς πολιτικό χώρο.

Η ισχυρή και προσωποπαγής ηγεσία, η οποία χαρακτήριζε την ελληνική πολιτική ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, συμπληρωνόταν στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ από την οργάνωση που προσιδίαζε σε μαζικό κόμμα. Το νέο κίνημα είχε παρουσία στην περιφέρεια και στις συνοικίες αλλά και στους χώρους εργασίας και τους επαγγελματικούς κλάδους. Οργανώθηκε και στις αγροτικές περιφέρειες και στα αστικά κέντρα και κινητοποιήθηκε στα εργοστάσια –κυρίως με το εργοστασιακό κίνημα– και στα άλλα μαζικά κινήματα, ιδίως μεταξύ των φοιτητών στα πανεπιστήμια. Αναπτύχθηκε, εκ του αποτελέσματος, ανταγωνιστικά προς την κομμουνιστική Αριστερά, η οποία ήταν η μόνη που διέθετε έως τότε εμπειρία και τεχνογνωσία στους μαζικούς χώρους. Ο τελευταίος χώρος στον οποίο επρόκειτο να εμφανιστεί αυτόνομα το ΠΑΣΟΚ ήταν το κίνημα ειρήνης, με την ίδρυση αυτόνομης κίνησης, της ΚΕΑΔΕΑ, σε ένα πεδίο στο οποίο προνομιακά ηγείτο η κομμουνιστική Αριστερά από τη δεκαετία του ’50. Με αφετηρία το τέλος της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, το οργανωτικό μοντέλο του ΠΑΣΟΚ θα αποτελούσε πρότυπο για το σύνολο του ελληνικού πολιτικού συστήματος, συνεπώς και για τη συντηρητική παράταξη, η οποία μετασχηματίστηκε σε μαζικό κόμμα, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι τα δίκτυα επιρροής παλαιών σημαντικών στελεχών ενσωματώθηκαν με επιτυχία στις νέες κομματικές δομές.

Κοινωνικός εκσυγχρονισμός και αναδιανομή

Η εμφάνιση και η ταχύτατη ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ, παρά το μέτριο αποτέλεσμα των πρώτων μεταδικτατορικών εκλογών το 1974, εγγραφόταν ασφαλώς στην ιστορική εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής από τη δεκαετία του ’40 και μετά. Αποτελούσε όμως ταυτόχρονα και μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής ροπής που εκδηλώθηκε στη δεκαετία του ’70 στη νότια Ευρώπη, ιδίως στην Πορτογαλία και την Ισπανία, οι οποίες εκδημοκρατίστηκαν παράλληλα με την Ελλάδα, αλλά και τη Γαλλία, μια χώρα που ανήκε στον πυρήνα του δυτικού κόσμου, τόσο οικονομικά και πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Το κοινό χαρακτηριστικό στις τρεις χώρες της νότιας Ευρώπης ήταν η έξοδος από δικτατορίες οι οποίες ανέστειλαν επί μακρόν την πολιτική κινητοποίηση νέων μικροαστικών και μεσαίων αστικών στρωμάτων όπως και εργατών και αγροτών. Οι χώρες αυτές, σε διάφορους βαθμούς, είχαν περάσει και

|

περνούσαν ακόμη από μια αναπτυξιακή φάση η οποία ενθάρρυνε προσδοκίες αναδιανομής αλλά και συμμετοχής στην πολιτική. Η μεταβαλλόμενη οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση ήταν ασύμβατη με την κατανομή ισχύος προς όφελος παλαιών ολιγαρχιών.

Σε αυτές τις κοινωνίες, που βρίσκονταν σε διαδικασία αλλαγής, απέκτησαν ηγεμονική πολιτική θέση ή υπεροχή σοσιαλιστικά κόμματα τα οποία υπόσχονταν κοινωνικό εκσυγχρονισμό, αναδιανομή και πολιτικό πλουραλισμό και αποκτούσαν έτσι πλεονεκτήματα έναντι των κομμουνιστικών κομμάτων που παρέμεναν επιβαρυμένα από τον δογματισμό, τον μονοκομματικό χαρακτήρα και την καταναλωτική υστέρηση του σοβιετικού μοντέλου. Αντίστοιχα στη Γαλλία το σοσιαλιστικό κόμμα εξέφρασε τα αιτήματα και τις ροπές μιας εκσυγχρονιζόμενης κοινωνίας, ιδίως των δυναμικών μεσαίων στρωμάτων της αλλά και μιας μερίδας της εργατικής τάξης, σε βάρος του κομμουνιστικού κόμματος που παρέμενε δεσμευμένο στον μαρξισμό-λενινισμό και στο σοβιετικό μοντέλο παρά μια παροδική μεταστροφή στον ευρωκομμουνισμό.

Η νίκη του ΠΑΣΟΚ, ιδίως η πρώτη κυβερνητική τετραετία του, σήμαινε και βαθιές οικονομικές αλλαγές, αν και όχι τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό που είχε επαγγελθεί. Η Ελλάδα ήδη είχε μια οικονομία όπου ο δημόσιος τομέας ήταν εκτεταμένος, ιδίως μετά τις κρατικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων εκ μέρους της κυβέρνησης Καραμανλή: στον τραπεζικό τομέα του συγκροτήματος της Εμπορικής Τράπεζας του Στρατή Ανδρεάδη, στον κλάδο του πετρελαίου των διυλιστηρίων του ομίλου Νιάρχου στον Ασπρόπυργο και στις αερομεταφορές της Ολυμπιακής Αεροπορίας του Αριστοτέλη Ωνάση. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή είχαν επιχειρήσει επίσης να δημιουργήσουν αμυντική βιομηχανία ιδρύοντας κρατικές επιχειρήσεις όπως και να παρέμβουν με την ίδια μέθοδο στην πολεοδομία και τη μεταλλευτική βιομηχανία. Από την άποψη αυτή οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ δεν εισήγαγαν μια νέα οικονομική πολιτική, επεξέτειναν τον δημόσιο τομέα που ήδη ήταν ευρύς. Σε σημαντικό βαθμό αυτό ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης: από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μεγάλος αριθμός βιομηχανικών επιχειρήσεων παρουσίαζε ζημίες που σήμαιναν απώλεια ανταγωνιστικότητας και αδυναμία να επιβιώσουν στο διεθνές περιβάλλον λόγω των πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και του 1979, αλλά και των γενικότερων αλλαγών στο διεθνές οικονομικό σύστημα που υφίστατο τις συνέπειες του πρώτου κύματος εκβιομηχάνισης στην Ασία.

Η λύση που προέκρινε το ΠΑΣΟΚ ήταν η υπαγωγή τους σε έναν νέο δημόσιο φορέα, τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης

Επιχειρήσεων, ο οποίος αναλάμβανε την οικονομική τους εξυγίανση διαφυλάσσοντας εν τω μεταξύ τις θέσεις εργασίας. Αυτή η φόρμουλα δεν ήταν κατ’ ανάγκη ανεπιθύμητη για πολλούς επιχειρηματίες. Η μόνη ίσως άξια λόγου κρατικοποίηση εκ μέρους της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν της ΑΓΕΤ Ηρακλής, στον κλάδο της τσιμεντοβιομηχανίας, το 1983. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε όμως και πολιτική ευρείας αναδιανομής εισοδήματος, καθιερώνοντας μεταξύ άλλων την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, η οποία απέβλεπε στην προστασία της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των συνταξιούχων καθώς και στην αύξηση των συντάξεων. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 ενισχύθηκε το εισόδημα των αγροτών, κυρίως όμως λόγω των ενισχύσεων που εισέρρεεαν από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Η κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών και το δημοσιονομικό έλλειμμα, καθώς και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος, ζητήματα που έθεσε με έμφαση στον πολιτικό του λόγο ο Ανδρ. Παπανδρέου μετά την επανεκλογή του τον Ιούνιο του 1985, τον ώθησαν σε στροφή στην οικονομική πολιτική. Από την άποψη αυτή το ΠΑΣΟΚ ακολουθούσε τον Οκτώβριο του 1985 το προηγούμενο των Γάλλων, των Ισπανών και των Πορτογάλων σοσιαλιστών, αλλά η πορεία της αλλαγής αυτής δεν υπήρξε ευθύγραμμη, όπως στα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα, διακύμανση που ερμηνεύεται ενδεχομένως στο πλαίσιο της ιδιόμορφης και σύνθετης κατάστασης που κλήθηκε να διαχειριστεί ο Ανδρ. Παπανδρέου το 1988-89. Η προσαρμογή αυτή πάντως ήταν μη αναστρέψιμη από το 1993 και εξής, μετά δηλαδή την τελευταία εκλογική νίκη του Παπανδρέου.

Η κληρονομιά της πρώτης τετραετίας αμφισβητήθηκε, λόγω της σώρευσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της αύξησης του δημόσιου χρέους. Η αμφισβήτηση αυτή εγγράφεται και στο πλαίσιο μιας υποχώρησης των αναδιανεμητικών πολιτικών σε όλο τον δυτικό κόσμο προς όφελος των αντιλήψεων του νεοφιλελευθερισμού, που εκδηλώθηκε ιδίως μέσω των αποκρατικοποιήσεων, της μείωσης της κρατικής παρέμβασης στην αγορά και της πιο αυστηρής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αντίθετα, οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ώριμες στο πλαίσιο μιας εκσυγχρονιζόμενης κοινωνίας, άντεξαν στον χρόνο. Ιδίως αυτές που καθιέρωναν την ισότητα των φύλων ή εισήγαγαν αυξημένη συμμετοχή των νεότερων ηλικιών στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή: παραχώρηση ψήφου και ενηλικίωση στα 18, αλλά και αλλαγές στη δομή των πανεπιστημίων με την κατάργηση της έδρας και τη συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση.

|

Περιεχομενα

el-gr

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283330410509179

Documento Media