Documento Media

Εθνική Λαϊκή Ενότητα

Η οικοδόμηση μιας αριστερής ηγεμονικής ταυτότητας

Του Βασίλη Ασημακόπουλου

Μ «όνον από τον περίπλοκο πίνακα ολόκληρου του κοινωνικού και κρατικού συνόλου (και συχνά επίσης με διεθνείς επεμβάσεις) θα βγει η ιστορία ενός κόμματος και γι’ αυτό μπορεί να πει κανείς ότι “γράφω την ιστορία ενός κόμματος” δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι γράφω τη γενική ιστορία μιας χώρας από μιαν άποψη μονογραφική, για να προβληθεί μια χαρακτηριστική της πλευρά. Ενα κόμμα θα έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία και βάρος στο μέτρο ακριβώς που η ιδιαίτερη δραστηριότητά του θα έχει βαρύνει περισσότερο ή λιγότερο στον καθορισμό της ιστορίας μιας χώρας»

Το 2021-22 καλεί σε αναστοχασμούς και απολογισμούς. Τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι αναστοχασμοί περισσότερο από το παρελθόν αφορούν την κίνηση του παρόντος, την προετοιμασία του μέλλοντος. Με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 και την «πρώτη φορά Αριστερά» θα επιχειρήσουμε να δούμε το ΠΑΣΟΚ μιας περιόδου στη μακρά διάρκεια και πώς αυτή επηρέασε το επίπεδο της μοριακής – εσωκομματικής του διαπάλης που το κίνησε. Ορθότερα, οι οπτικές κοντινού φακού εγγράφουν και συνδιαμορφώνουν την ιστορική κίνηση, τη μεγάλη πολιτική. Διαφορετικά ξεπέφτουμε είτε σε ανιστορικές προσεγγίσεις είτε στη μικροπολιτική και σε έναν άκρατο υποκειμενισμό των προσώπων.

Η πορεία του ΠΑΣΟΚ κυρίως της περιόδου 1974-85, με κορυφαία τη «στιγμή 1981», μπορεί να διαβαστεί μέσα από τη στρατηγική για την ηγεμονία και την οικοδόμηση ενός ιστορικού μπλοκ δυνάμεων σε πραγματικούς ιστορικούς και κοινωνικούς όρους και χρόνους. Η «στιγμή 1981» συμπυκνώνει μια διαδρομή πολύ ευρύτερη της περιόδου 1974-81. Για να κατανοηθεί ο μύθος της, με τη θετική έννοια, θα πρέπει να ενταχθεί μες στο ερμηνευτικό σχήμα εξέλιξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, της πάλης του ελληνι

κού λαού – έθνους όπως αυτή μορφοποιείται ιστορικά μέσα από την κυρίαρχη αντίθεση διαμορφωμένη από την κίνηση της διεθνούς ενσωμάτωσης του εθνικού σχηματισμού και τη διαδικασία εσωτερίκευσης αυτής. Την ιδιομορφία αυτή θα επιχειρήσουμε αρχικά να σκιαγραφήσουμε μέσα από τις δομές του εθνικού και του κοινωνικού ζητήματος, αλλά και μέσα από τις δράσεις της θέσμισης του πολιτικού αγώνα στις ειδικότερες μορφές του. Θα δούμε στοιχεία της μακράς και μέσης ιστορικής διάρκειας, που επηρεάζουν τον βραχύ πολιτικό χρόνο.

Οι δομές α) Το εθνικό

Η ιστορική αυτή κίνηση διαμορφώνει έναν εθνικό κοινωνικό σχηματισμό, κυρίαρχο – κυριαρχούμενο στην ημιπεριφέρεια του παγκόσμιου συστήματος, με μια σχέση ενότητας εθνικού και κοινωνικού ζητήματος. Αυτή είναι μια βασική ιδιομορφία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού μες στη διεθνική του κίνηση με την έννοια όχι κάποιου εξαιρετισμού, αλλά του ιστορικά συγκεκριμένου στην εξέλιξή του. Το εθνικό ζήτημα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, ένα έθνος-κράτος, με τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου – κυριαρχούμενου, που υφίσταται τις δομές και σχέσεις εξάρτησης και δεν είναι το ίδιο με μια ιμπεριαλιστική δύναμη αλλά αγωνίζεται για την εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία. Ο πατριωτικός αγώνας λαμβάνει λαϊκά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά και ο εθνισμός δεν είναι υπόθεση της νεωτερικότητας με όρους αποκλειστικούς της βιομηχανικής επανάστασης, του κράτους ή της εθνικιστικής ιδεολογίας. Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821, η Μεγάλη Ιδέα, η Εθνική Αντίσταση, η οργανική ένταξη στις δυτικές περιφερειακές ολοκληρώσεις με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά που είχε, ο τουρκικός επεκτατισμός διαμορφώνουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του εθνικού – γεωπολιτικού ζητήματος στη μακρά διάρκεια.

β) Το κοινωνικό

Επόμενη ιδιομορφία της κίνησης του ελληνικού κοινωνι

κού σχηματισμού με την ανωτέρω έννοια είναι η εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, όπως διαμορφώνονται και πλαισιώνουν ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά και τα όρια του κοινωνικού αγώνα, αλλά και της συσσώρευσης κεφαλαίου. Το ζήτημα της διανομής της γης ήδη από την περίοδο της επανάστασης, η διαμόρφωση εκτεταμένων σχέσεων μικροϊδιοκτησίας με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και στη συνέχεια του 1917-23 των Ελ. Βενιζέλου – Νικ. Πλαστήρα με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, δηλαδή η δημοκρατική επίλυση των σχέσεων ιδιοκτησίας γης, αποτέλεσε ανασχετικό παράγοντα στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς δεν αποδέσμευσε τους παραγωγούς από τα μέσα παραγωγής τους. Θα είναι οι πρόσφυγες που γίνονται προλετάριοι λόγω του γενοκτονικού ξεριζωμού τους αλλά και σταδιακά μικροϊδιοκτήτες στον αγροτικό αλλά και τον αστικό χώρο. Διαφορετικά ειπωμένο, οι περίοδοι της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Κατοχής μπορούν να θεωρηθούν οιονεί μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Είναι δηλαδή η ιμπεριαλιστική επέμβαση απέξω που δημιουργεί προλετάριους και όχι πρωτογενώς η καπιταλιστική συσσώρευση.

Από την περίοδο του Εμφυλίου και μετά είναι η εσωτερική μετανάστευση, ο γιγαντισμός της Αθήνας, αλλά και η εξωτερική μετανάστευση που αναπαράγουν διευρυμένα τις μικροϊδιοκτητικές κοινωνικές δομές, τη βάση για την εκτεταμένη αυτοαπασχόληση και τη λεγόμενη μεσαία τάξη. Ορθότερα διατυπωμένο, δεν είναι η θεσμική λειτουργία του κοινωνικού κράτους, του συμβιβασμού δηλαδή μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας, που αποτελεί τη βασική εμπειρία των μεταπολεμικών δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, του ηγεμονικού σχεδίου της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, ιδίως στην καθολική του μορφή, αλλά κυρίως η άτυπη λειτουργία της μικροϊδιοκτησίας και της οικογένειας που αναπληρώνει και ενισχύει τους μηχανισμούς της κοινωνικής κινητικότητας, τη διαπερατότητα των ταξικών φραγμών. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση, όπως και η οικοδομή, βρίσκονται στο επίκεντρο του κοινωνικοπολιτικού αγώνα τη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα. Μια σημαντική αλλά περισσότερο συγκυριακή εξέλιξη, όπως αποδείχθηκε για διάφορους λόγους, κρίσιμη όμως, ήταν η βιομηχανική ανάπτυξη της περιόδου 1960-80 με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της τάσης συγκέντρωσης κεφαλαίου και συγκεντροποίησης της παραγωγής, που τροποποίησε –αλλά δεν ανέτρεψε– τη μέχρι τότε κανονικότητα των μικρών συσσωρεύσεων. Διαμορφώνονται με αυτό τον τρόπο οι υλικοί όροι για την εμφάνιση του βιομηχανικού εργάτη σε μαζικό επίπεδο και στην Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον πολιτικό και τον κοινωνικό αγώνα.

Οι δομές αυτές παράγουν μια ηγεμονικού τύπου πολιτική κουλτούρα δημοκρατικού πατριωτισμού εξισωτικού χαρακτήρα. Ο πατριωτισμός είναι αγώνας απελευθερωτικός ή αμυντικός ενάντια στην ξενοκρατία και γι’ αυτό δεν είναι εθνικισμός. Ο δημοκρατισμός εγγράφεται στο καθολικό εκλογικό δικαίωμα (στους άρρενες) και αναπαράγεται από αυτό ήδη από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, ένα μάλλον πρωτοπόρο στοιχείο στην ευρωπαϊκή ήπειρο την περίοδο της νεωτερικότητας. Στο στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τη διάχυτη μικροϊδιοκτησία, μπορεί να αναζητηθεί κατά τη γνώμη μας η εξήγηση του γεγονότος ότι στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, ενώ υπάρχουν δικτατορικά κινήματα, δεν αναπτύσσεται μαζικό φασιστικό φαινόμενο. Η εξισωτική δυναμική, τέλος αλλά όχι έσχατο, έχει στη βάση της την εκτεταμένη μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή. Πατρίδα – δημοκρατία – κοινωνική δικαιοσύνη κυριαρχούν στην ιδεολογικοπολιτική ατμόσφαιρα και επηρεάζουν τη μορφοποίηση του ΠΑΣΟΚ σε ένα κοινωνικό σώμα με αντιθέσεις αλλά εθνοπολιτισμικά ομογενοποιημένο.

Οι δράσεις

Θα εξετάσουμε τις δράσεις των ανθρώπων, τις κατευθύνσεις που λαμβάνει ο πολιτικός αγώνας και πού επηρέασε επίσης την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ. Ειδικότερα θα παρατηρήσουμε την εμφάνιση του χαρισματικού τύπου ηγεσίας, αλλά και τα ειδικότερα στοιχεία της πορείας της Αριστεράς στη χώρα μας.

α) Ο χαρισματικός τύπος ηγεσίας

Σύμφωνα με το γνωστό αναλυτικό σχήμα, στο έργο του Μαξ Βέμπερ διακρίνονται τρεις ιδεότυποι εξουσίας: πα

ραδοσιακή εξουσία, χαρισματική εξουσία, νομικός-ορθολογικός τύπος εξουσίας.

Η χαρισματική εξουσία συγκροτείται από μια εξαιρετική προσωπικότητα, τον φορέα του χαρίσματος, που επιβάλλεται και ανατρέπει την πορεία των πραγμάτων. Ο φορέας αυτός του χαρίσματος μεταβάλλεται σε αντίστοιχη ηγεσία επειδή το νέο αξιακό σύστημα, η ανταγωνιστική θεώρηση ή το προγραμματικό πλαίσιο που προβάλλει υιοθετείται και εσωτερικεύεται από τους οπαδούς-υποστηρικτές. Με τη σειρά τους εκείνοι ακολουθούν τη χαρισματική εξουσία είτε με τη μορφή μιας δημοψηφισματικής δημοκρατίας ή και με αυταρχικές εκδοχές είτε με ένα συνδυασμό των μορφοποιημένων αυτών εκδοχών πολιτικής λειτουργίας. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Βέμπερ σε ένα κείμενό του ως παραδειγματικό τύπο χαρισματικής εξουσίας θεωρεί την περίπτωση του Περικλή τον 5ο αιώνα. Ισως να συμπίπτει με τη φράση του Θουκυδίδη, ο οποίος στην ανάλυση του τρόπου διοίκησης των πολιτικών πραγμάτων στην κλασική Αθήνα αναφέρει το περίφημο «ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή».

Τούτων δοθέντων, τρεις είναι κατά τη γνώμη μας οι ιστορικές στιγμές στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό των τελευταίων 200 χρόνων όπου εμφανίζονται περιπτώσεις – μορφές εξουσίας χαρισματικού τύπου ως αποτέλεσμα συμπύκνωσης πολιτικοκοινωνικών αντιθέσεων, εσωτερίκευσης δομών – σχέσεων (ιμπεριαλιστικής) εξάρτησης στον ιστορικό χρόνο και χώρο. Οι στιγμές Ιωάννη Καποδίστρια, Ελευθέριου Βενιζέλου, Ανδρέα Παπανδρέου. Η περίπτωση Κωνσταντίνου Καραμανλή, καθ’ όλα σημαντική, έχει και άλλα χαρακτηριστικά. Με τις μεγάλες και σημαντικές διαφοροποιήσεις τους, καθώς δρουν σε ριζικά διαφορετικές ιστορικές συνθήκες. Σημειολογικά, το τέλος του πρώτου με τη δυναμική εμφάνιση στα πολιτικά πράγματα του δεύτερου, αλλά και η έναρξη της πρωθυπουργίας του δεύτερου με εκείνης του τρίτου απέχουν η καθεμία από την προηγούμενη περίπου 70 χρόνια. Ενας ιστορικός κύκλος μέσης διάρκειας όπου μορφοποιούνται και εκκαθαρίζονται (;) δομικές διαιρετικές τομές του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Και οι τρεις στιγμές όμως φέρουν βασικά χαρακτηριστικά της χαρισματικού τύπου εξουσίας όπως την εννοιολόγησε ο Βέμπερ.

Και οι τρεις ανατρέπουν την πορεία των πραγμάτων, έχουν ολοκληρωμένη θεώρηση για την πορεία του έθνους και του κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και των διεθνοπολιτικών συνθηκών. Είναι φορείς μιας πλούσιας σε περιεχόμενα παιδείας, εθνικής και οικουμενικής, ευρείας μόρφωσης, με αίσθηση του λαού, των αναγκών και των βιωμάτων του, με προγραμματικό σχέδιο αλλαγών ή μετασχηματισμών τόσο στο πεδίο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής, που τα θέτουν σε πρακτική εφαρμογή. Είναι στον ένα ή στον άλλο βαθμό ετερόχθονες που επιχειρούν να διαμορφώσουν ένα αυτόχθονο πολιτικό σχέδιο-προσανατολισμό στη σχέση ιδιομορφίας – διεθνικότητας. Πέραν των προφανών διαφορετικών ιστορικών συνθηκών, καθώς άλλος ο μετεπαναστατικός ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, διαφορετικός στις αρχές του 20ού αιώνα και διαφορετική η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, όπως και οι αντίστοιχες γεωπολιτικές – διεθνοπολιτικές συνθήκες κάθε φορά, υπάρχουν κι άλλες σημαντικές διαφορές, όπως λ.χ. το εργαλείο του πολιτικού κόμματος.

Η καποδιστριακή παράταξη δεν θα υπερβεί ως αποτέλεσμα τον ορίζοντα της συνάντησης κρατικών και στρατιωτικοπολιτικών παραγόντων γύρω από τη δυναμική της στιγμής Καποδίστρια ως οιονεί κόμμα στελεχών.

Το Κόμμα των Φιλελευθέρων, το πρώτο εγχείρημα κόμματος αρχών στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, όπως το θεωρεί η κρατούσα άποψη στην επιστήμη της Ιστορίας και την πολιτική επιστήμη, αποτελεί σύνθετη μεταβατική κομματική μορφή, υβριδικό σχηματισμό με στοιχεία κόμματος στελεχών αλλά και κόμματος μαζών.

Το ΠΑΣΟΚ μέσα από την εσωκομματική του διαπάλη συγκροτείται ως σύγχρονο μαζικό γραφειοκρατικό κόμμα. Ειδικότερα στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, εκτός από τα στοιχεία της χαρισματικής εξουσίας συνυπάρχουν μαζί με εκείνην, αλλά και στη συνολικότερη πορεία του συγκεκριμένου κομματικού σχηματισμού, και οι άλλοι δύο τύποι βεμπεριανής εξουσίας: η παραδοσιακή και η ορθολογική-γραφειοκρατική. Διαφορετικά ειπωμένο, η εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να διαβαστεί και μέσα από τη συνύπαρξη, διαπάλη, διαδοχή ή διολίσθηση και των τριών αυτών τύπων εξουσίας.

Και οι τρεις χαρισματικές στιγμές συναντιούνται στο εγχείρημα σύλληψης και προσπάθειας υλοποίησης ενός γηγενούς πολιτικού σχεδίου ή συνάρθρωσης μιας γενικής διεθνούς θεωρίας με αυτόχθονες εμπειρίες. Και οι τρεις ηττώνται στο ζήτημα της συνέχειας, της προοπτικής, με δια

φορετικούς τρόπους και όρους. Καθόλου τυχαίο ότι στην εγχώρια περιοδολόγηση των (αβασίλευτων) ελληνικών δημοκρατιών είναι τα πρόσωπα που μονοπωλούν (Καποδίστριας – Α΄ Ελληνική Δημοκρατία) ή κυριαρχούν, χωρίς να είναι οι ιδρυτικοί πατέρες αυτών (Βενιζέλος – Β΄ Ελληνική Δημοκρατία, Ανδρ. Παπανδρέου – Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία). Οπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι οι περιπτώσεις τους αποτελούν από τις «πιο πατημένες» αναλυτικά στα πεδία της επιστήμης της Ιστορίας και της πολιτικής επιστήμης, αλλά και της ευρύτερης δημοσιολογίας.

β) Η Αριστερά

Στην Ελλάδα υπήρξε μια ιδιαιτερότητα αναφορικά με την κίνηση της Αριστεράς σε σχέση με την κυρίαρχη ευρωπαϊκή εμπειρία. Η Αριστερά, ιδίως από τη δεκαετία του ’30 και μετά, ταυτίστηκε σε μαζικό επίπεδο με την κομμουνιστική – τριτοδιεθνιστική εκδοχή, όταν μάλιστα η τελευταία υιοθέτησε ανοιχτά τον όρο Αριστερά με τη στρατηγική των αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935. Η κυρίαρχη ευρωπαϊκή εμπειρία στο επίπεδο του εργατικού κινήματος, μετά τα αρχικά ρεύματα-τάσεις των πρώτων εργατικών – συνδικαλιστικών ενώσεων, των ομάδων διανοουμένων του λεγόμενου ουτοπικού σοσιαλισμού, των κλειστών επαναστατικών – συνωμοτικών ομάδων κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, περνά μέσα από τη διαπάλη κυρίως αναρχικών και μαρξιστικών ρευμάτων που είναι το πλαίσιο της Α΄ Διεθνούς (1864-76) στα μαζικά μαρξιστικά σοσιαλιστικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς (1889-1914). Το κοινωνικό πλαίσιο καθορίζεται από τη βιομηχανική επανάσταση και σταδιακά τη μετάβαση από τον ανταγωνιστικό στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, το πολιτικό – δημοκρατικό κλίμα από τη διεκδίκηση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος, το γεωπολιτικό από την αποικιοκρατία και το ιμπε

ριαλιστικό φαινόμενο. Η επαναστατική – ριζοσπαστική κίνηση διαμορφώνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά και από τη μητρόπολη στην περιφέρεια. Ειδικότερα, μέχρι το 1848 το επίκεντρο είναι η Αγγλία, μέχρι το 1871 η Γαλλία, μέχρι το 1914 η Γερμανία, μέχρι το 1945 η Ρωσία/Σοβιετική Ενωση, μεταπολεμικά η παγκόσμια περιφέρεια. Στην Ελλάδα από το 1860 έως και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το εργατικό κίνημα παραμένει στο επίπεδο των κινήσεων σοσιαλιστών διανοουμένων, περιορισμένων εργατικών ενώσεων και λίγων ομάδων που εμπνέονται από το αναρχικό ρεύμα. Η βιομηχανική ανάπτυξη είναι περιορισμένη, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα (στον αντρικό πληθυσμό) υπάρχει ήδη από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ το εθνικό δεν έχει την έννοια της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, αλλά της εθνικής απελευθέρωσης – ένωσης με το σχήμα της Μεγάλης Ιδέας.

Στη διαδρομή του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα δεν υπάρχει η κυρίαρχη εμπειρία στην Ευρώπη των σοσιαλιστικών μαρξιστικών κόμματων της Β΄ Διεθνούς από τα οποία αποχωρίζεται σημαντικό μέρος της αριστερής πτέρυγάς τους, διαμορφώνοντας τα κομμουνιστικά κόμματα της Γ΄ Διεθνούς στο επαναστατικό κύμα της περιόδου 191723. Η αντίθεση μεταξύ των σοσιαλιστών της παλαιάς Ελλάδας/φιλοβενιζελικών και εκείνων των Νέων Χωρών (Φεντερασιόν) που θα συμμαχήσουν με τους βασιλόφρονες στις εκλογές του Μαΐου 1915 στην εξέλιξη του Εθνικού Διχασμού, αλλά και οι τρεις τάσεις που διαμορφώνονται και συγκρούονται στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ) δεν μπορούν να διαβαστούν με μεταφορά του σχήματος που δίχασε το σοσιαλιστικό κίνημα στην Ευρώπη την ίδια περίοδο. Είναι διαφορετικά τα επίδικα ζητήματα που θέτει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στον ελληνικό χώρο και στην τελική φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Το θέμα είναι κρίσιμο, καθώς εκδηλώνεται στη συγκυρία της οργανωμένης ανάπτυξης του εργατικού κινήματος (ΣΕΚΕ – ΓΣΕΕ), της επικράτησης της Οκτωβριανής Επανάστασης (1917) με την καθοριστική της επιρροή στη διαμόρφωση του κομμουνιστικού κινήματος και της Μικρασιατικής Καταστροφής με τη μαζική έλευση ξεριζωμένων προσφύγων που γίνονται εργάτες. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνονται αντιθετικές προσεγγίσεις μεταξύ του σοσιαλιστικού ρεύματος με τη μορφή του αριστερού βενιζελισμού και του κομμουνι

στικού κινήματος, από το μακεδονικό και τη θεώρηση της Μεγάλης Ιδέας μέχρι το αγροτικό. Πρόκειται για καταγωγικά χαρακτηριστικά, σχήματα ερμηνείας της Ιστορίας, που διαμορφώνουν στοιχεία διακριτής πολιτικής κουλτούρας στις σχηματιζόμενες παρατάξεις, επηρεάζοντας την εξέλιξή τους, σύμφωνα με το αναλυτικό σχήμα του Πανεμπιάνκο. Η κοινή εμπειρία των κυριαρχούμενων τάξεων και οι κοινωνικοί αγώνες που αναπτύχθηκαν, η κρίση του βενιζελισμού τη δεκαετία του ’30, η συνάντηση της αριστερής πτέρυγάς του με το ΚΚΕ μετά την ιδεολογικοπολιτική στροφή του τελευταίου (6η Ολομέλεια 1934) μετά την ήττα του κινήματος του 1935 και τη βασιλομεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου το 1936 έχουν ουσιαστικά προετοιμάσει το έδαφος έτσι ώστε η κοινή εμπειρία της 28ης Οκτωβρίου και της Κατοχής την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου να οδηγήσει στην επική στιγμή της Εθνικής Αντίστασης με μεγάλο πρωταγωνιστή το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπό την ηγεμονία του ΚΚΕ. Η εμπειρία της Εθνικής Αντίστασης, ο Εμφύλιος και η αμερικανοκρατία, το κυπριακό αλλά και το επαναστατικό κίνημα της παγκόσμιας περιφέρειας οδηγούν σε μια αναθεώρηση της σχέσης εθνικού – κοινωνικού στην κομμουνιστική Αριστερά, όπως καταγράφεται στην ΕΔΑ, στη σχέση της με δυνάμεις του κέντρου, όπως το θνησιγενές εγχείρημα της Δημοκρατικής Ενωσης στις εκλογές του 1956, ο Ανένδοτος Αγώνας την περίοδο 1961-63, τα Ιουλιανά του 1965 και η εμφάνιση σχημάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, εγγράφουν την «από τα κάτω» συνάντηση των δυνάμεων του κέντρου και της Αριστεράς, αίρουν τη γραμμή του διμέτωπου με μια αντιδεξιά κατεύθυνση όπου το εθνικό συνδέεται με τον αγώνα για δημοκρατία. Είναι η στιγμή της εμφάνισης της προδικτατορικής κεντροαριστεράς και του Ανδρέα Παπανδρέου.

Το ΠΑΣΟΚ

Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ αποτυπώνει με ηγεμονικό τρόπο το πνεύμα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, τους κινητοποιητικούς μύθους –με τη θετική έννοια– της στιγμής της μεταπολίτευσης. Το εθνικό με την Κύπρο, το δημοκρατικό με το Πολυτεχνείο, την έντονη διάσταση του κοινωνικού στοιχείου όπως δηλώνει ο όρος «σοσιαλιστικό» στον τίτλο του κόμματος, στην ενότητά τους ιδεολογικοπολιτικά συναρθρωμένων σε ένα μαζικό οργανωμένο κόμμα που αποτελούσε θεσμική καινοτομία αλλά και κοινωνική κίνηση της εποχής. Η 3η του Σεπτέμβρη 1974 εμπεριείχε τόσο το στοιχείο της ρήξης – υπέρβασης όσο και της ενσωμάτωσης – προωθητικού συμβιβασμού με παρουσία – μαζική συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Οπως άλλωστε και η 3η του Σεπτέμβρη 1843. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μορφοποίησε σε πολιτικό κίνημα τους εθνικούς, δημοκρατικούς και κοινωνικούς αγώνες του ελληνικού λαού από τη δεκαετία του ’30 και μετά ως ανταγωνιστική απάντηση απέναντι σε δομές, κοινωνικές τάξεις, πολιτικές που αναπαρήγαν σχέσεις εξάρτησης, υποτέλειας, υπανάπτυξης, αυταρχισμού και εκμετάλλευσης. Ο αγώνας του ΠΑΣΟΚ ήταν μονομέτωπος κατά της Δεξιάς, η οποία τη στιγμή της μεταπολίτευσης λαμβάνει στις εκλογές του 1974 ποσοστό 54%. Εντούτοις γίνεται σαφές πολύ γρήγορα ότι η μεταπολίτευση ως διαδικασία θα είναι αριστερόστροφη σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, με την πολιτική και κοινωνική Δεξιά να υποχωρεί διαρκώς, επιχειρώντας να υποβαθμίσει και τις παλιές της ταυτότητες.

Το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε τη συνάντηση μεταξύ ριζοσπαστικοποιημένων δυνάμεων του προδικτατορικού κέντρου, ιδίως της νεολαίας του (ΕΔΗΝ) και σημαντικού μέρους του αντιδικτατορικού κινήματος. Τομή στη συνέχεια σε σχέση με την παράδοση του κεντρώου χώρου αλλά και τομή στον χώρο της Αριστεράς, καθώς διαμόρφωνε έναν ανταγωνιστικό σοσιαλιστικό – νεομαρξιστικό χώρο με όρους μαζικούς, έναν κομματικό σχηματισμό πολιτικοοργανωτικής περισσότερο ενότητας μέσα από έντονες εσωκομματικές συγκρούσεις, πέραν της κομμουνιστικής Αριστεράς, παραδοσιακής ή ανανεωτικής, καθώς και της «ισχνής» με όρους μαζικότητας στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης.

Την περίοδο της έντονης εσωκομματικής διαπάλης, το

1975-77, ο Ανδρέας Παπανδρέου με ορισμένες πολιτικοθεωρητικές παρεμβάσεις του, οι οποίες θα εκδοθούν σε κομματική μπροσούρα με τίτλο «Μετάβαση στο σοσιαλισμό. Προβλήματα και στρατηγική για το ελληνικό κίνημα», θα επιχειρήσει να διαχωρίσει το ΠΑΣΟΚ ιδεολογικοπολιτικά από τα άλλα ρεύματα της Αριστεράς, τόσο της τριτοδιεθνιστικής – λενινιστικής και της ανανεωτικής ευρωκομμουνιστικής όσο και της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής εκείνης της περιόδου, σε μια κατεύθυνση απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό και στη σοσιαλδημοκρατία, την οποία λίγο αργότερα θα ονομάσει στρατηγική του Τρίτου Δρόμου για τον σοσιαλισμό. Η διάκριση απέναντι στα ρεύματα της Αριστεράς έχει κατά βάση τις ακόλουθες αιχμές. Τις εκδοχές της παραδοσιακής και ανανεωτικής Αριστεράς τις θεωρεί ακατάλληλες για την ελληνική περίπτωση, ιδίως σε σχέση με το μοντέλο μετάβασης και τις κοινωνικές συμμαχίες. Την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία στα μέσα της δεκαετίας του ’70 την εκτιμά ως ευρισκόμενη σε φάση υποχώρησης στο κοινωνικό πεδίο λόγω της ανατροπής του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (1971), της πετρελαϊκής κρίσης (1973) και των επιπτώσεων στη διαχείριση του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά και υποτελή σύμμαχο του ιμπεριαλισμού στο γεωπολιτικό πεδίο. Η κριτική του ειδικά στο SPD εκδηλώνεται ήδη από την περίοδο του ΠΑΚ το 1973, όταν το SPD πιέζει για υποβάθμιση των αντιιμπεριαλιστικών αναφορών, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης όταν επιχειρεί να κινητοποιήσει καταστάσεις προς τη διαμόρφωση σοσιαλδημοκρατικού φορέα στην Ελλάδα ανταγωνιστικού προς το ΠΑΣΟΚ. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στη Σοσιαλιστική Διεθνή μόλις το 1989-90.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου από το 1970-71 και μετά, επηρεαζόμενος από το κλίμα των κινημάτων του 1968 στη Δύση, των εθνικοαπελευθερωτικών – αντιαποικιακών κινημάτων της περιφέρειας, αλλά και αναστοχαζόμενος την προδικτατορική ελληνική εμπειρία που οδήγησε στην επιβολή της νεοφασιστικής χούντας, προχωρά σε μια ριζοσπαστική αναθεώρηση. Αποδέχεται τον νεομαρξισμό, τα σχήματα μητρόπολης – περιφέρειας και ιδίως τη θεωρία της εξάρτησης (Σαμίρ Αμίν, Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, Πολ Σουίζι κ.ά.). Αυτό καταγράφεται τόσο διανοητικά με βιβλία που συγγράφει εκείνη την περίοδο, όπως «Πατερναλιστικός καπιταλισμός» και «Ιμπεριαλισμός και οικονομική ανάπτυξη», στην αρθρογραφία-συνεργασία του με το διεθνές ανεξάρτητο σοσιαλιστικό περιοδικό «Monthly Review», αλλά και πολιτικοοργανωτικά με τον διαχωρισμό του ΠΑΚ από την ΕΚ-ΕΔΗΝ το 1971, την ιδεολογικοπολιτική γραμμή της οργάνωσης και τελικά την απόφαση ίδρυσης ενός σοσιαλιστικού κόμματος και όχι την αναβίωση της προδικτατορικής Ενωσης Κέντρου στην τελευταία συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ στο Βίντερτουρ της Ελβετίας, τη γενέθλια πόλη του ΠΑΣΟΚ.

Το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1981 θα διαμορφωθεί τελικά μέσα από την αλληλεπίδραση κοινωνικού αγώνα, εκλογικής – πολιτικής διαμάχης και εσωκομματικής πάλης, συγχωνεύοντας διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες και προελεύσεις, αρχικά ως κόμμα-κίνημα μέσα από τη διαδικασία της αυτοοργάνωσης και ακολούθως –ιδίως από την πανελλήνια συνδιάσκεψη του 1977 και μετά αλλά και τις εκλογές του Νοεμβρίου 1977– ως μαζικό γραφειοκρατικό κόμμα κυβερνητικής κλίσης και προοπτικής, ως κόμμα εξουσίας κατά την κομματική ορολογία 1980-81, πολιτικοοργανωτικής περισσότερο ενότητας και λιγότερο ιδεολογικής, με οργανώσεις βάσης στους χώρους τόσο δουλειάς όσο και κατοικίας, με ισχυρούς τομείς αυτοδιοίκησης, συνδικάτων, επιστημονικών κλάδων, νεολαίας, αποδήμου ελληνισμού, ετεροδημοτών και ιδίως ο τομέας οργανωτικού,

με ισχυρά ενδιάμεσα όργανα (νομαρχιακές επιτροπές) και πανίσχυρη την περίφημη τρόικα του ΕΓ. Επίσης, σημαντικό ρόλο θα έχει η ΕΓΕ τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στο πλαίσιο του αναδυόμενου φεμινιστικού κινήματος.

Ο πολιτικοϊδεολογικός λόγος του ΠΑΣΟΚ κινείται στον χώρο του νεομαρξισμού, στην αντίθεση μητρόπολης – περιφέρειας και τη θεωρία της εξάρτησης, αλλά πολιτικά οργανώνεται όχι ως κίνημα αυτοδιαχειριστικής προοπτικής και Τρίτου Δρόμου για τον σοσιαλισμό, αλλά ως κόμμα που συνδυάζει στο επίπεδο οργάνωσης μια γραμμή δημοκρατικού συγκεντρωτισμού τριτοδιεθνιστικής – κομμουνιστικής έμπνευσης, όπως αυτή καταγράφεται στην απόφαση της 5ης Συνόδου της ΚΕ, αλλά και παλαιοκομματικών πολιτικών πρακτικών. Είναι οι δύο παραδοσιακές πολιτικές κουλτούρες προγενέστερες του ΠΑΣΟΚ που ασκούν επιρροή στον υπό διαμόρφωση χώρο και ουσιαστικά θα επικρατήσουν από το 1981 και μετά με την προσθήκη και μερίδας τεχνοκρατών λόγω του ρεύματος κυβερνητισμού, συγκροτώντας τον ενιαίο συνασπισμό εξουσίας μέσα από τις αντιθέσεις τους σε συνθήκες ραγδαίας κρατικοποίησης του κόμματος. Είναι η σχέση κόμματος – κράτους μαζί με το ζήτημα του παραδείγματος, της ηθικής και όχι ηθικολογίας στην πολιτική και την αδυναμία στο θέμα της παραγωγής – ανάπτυξης που θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τον αστικό μετασχηματισμό του κόμματος και σε σημαντικό βαθμό το εγχείρημα της Αλλαγής τη δεκαετία του ’80.

Το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο τη «στιγμή 1981» αλλά στην ανδρεοπαπανδρεϊκή περίοδο συνολικά ήταν ένα κόμμα με οργανωμένη και μαζική παρουσία της υπαλληλικής μισθωτής εργασίας, αλλά και της εργατικής τάξης, ιδίως της βιομηχανικής, καθώς μορφοποιείται σε μια περίοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη ένας τύπος βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι μια υλιστική προσέγγιση στο ερώτημα που

επιχειρεί να εξηγήσει γιατί είναι τότε που εμφανίζεται μαζικός σοσιαλιστικός φορέας με χαρακτηριστικά ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όσον αφορά την παρουσία της εργατικής τάξης. Το ΠΑΣΟΚ συνεπώς έχει εργατική ταυτότητα, καθώς η εργατική τάξη, η πραγματική με σάρκα και οστά και όχι το εικόνισμά της, όχι μόνο είναι συγκεντροποιημένη εκείνη την περίοδο στο επίπεδο της παραγωγής και ψηφίζει ΠΑΣΟΚ πλειοψηφικά, αλλά συγκροτεί συνδικάτα (εργοστασιακά σωματεία) τα οποία στη συνέχεια συνδέονται με το κόμμα (ΟΒΕΣ) και επίσης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εσωκομματική πάλη τη δεκαετία του ’80. Το κόμμα όμως ιδεολογικά δεν είναι εργατίστικο, καθώς καλεί και οργανώνει ταυτόχρονα μέλη που ήταν φορείς των κοινωνικών σχέσεων της εκτεταμένης μικροϊδιοκτητικής δομής και αυτοαπασχόλησης, τους περίφημους μικρομεσαίους. Τα στοιχεία αυτά καταγράφονται τόσο σε ένα από τα πλέον βασικά κομματικά κείμενα του ΠΑΣΟΚ από αυτά που το καθόρισαν, την «Εθνική Λαϊκή Ενότητα» –στη 2η Σύνοδο της ΚΕ–, την κοινωνική συμμαχία δηλαδή σε ισότιμη, ταξική, σχεσιακή, παρατακτική βάση, οι «μη προνομιούχοι», όχι δηλαδή ηγεμονία της εργατικής τάξης και οι σύμμαχοί της, όσο και στο προεκλογικό «συμβόλαιο με τον λαό» το 1981, στις κυβερνητικές πολιτικές αλλά και στην εσωκομματική πάλη της δεκαετίας του 1980 και την αντιπολιτευτική περίοδο 1989-93.

Με τις εκλογές της 18ης του Οκτώβρη 1981 και τη νίκη του ΠΑΣΟΚ συγκροτείται η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με όρους εθνικής όσο και ευρωπαϊκής εμπειρίας, αλλά και όπως γίνεται κατανοητή τόσο εγχώρια και διεθνώς από τους

σύγχρονους της εποχής. Ενα οργανωμένο μαζικό κόμμα με στρατηγικό προσανατολισμό τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, την Αλλαγή, ως όραμα και πορεία, όπως ανέφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης του κυβέρνησης. Ανάμεσα στον Κάουτσκι και τον Μπερνστάιν κάνοντας έναν ιστορικό παραλληλισμό. Αν θέλουμε να διαβάσουμε το ΠΑΣΟΚ τη «στιγμή 1981» με τους όρους της ιστορικής εξέλιξης του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού/σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος, η κίνηση – πάλη είναι μεταξύ της γραμμής της μεσοπολεμικής εξελικτικής σοσιαλδημοκρατίας και της μεταπολεμικής παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, δεδομένων των εθνικών και κοινωνικών ιδιομορφιών της χώρας, των οποίων το ΠΑΣΟΚ ήταν φορέας.

Κυρίαρχη διάσταση στον πολιτικοκοινωνικό αγώνα κατά την κυβερνητική περίοδο του ΠΑΣΟΚ μετά τη νίκη στις εκλογές του 1981, με όρους συσχετισμών και συλλογικής κατανόησης, αποτέλεσε ένας μαχητικός ρεφορμισμός με υλικές και θεσμικές κατακτήσεις και όχι κατ’ ανάγκη μια γραμμή αντιιμπεριαλιστικής ρήξης ως προϋπόθεσης για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Aλλωστε η σταδιακή αναίρεση της αντιιμπεριαλιστικής αποδέσμευσης δεν προκάλεσε διαφωνίες – αποχωρήσεις στο ΠΑΣΟΚ εκτός από μία. Το ζήτημα της αντιιμπεριαλιστικής αποδέσμευσης τελικά κρίθηκε στο δυναμικά μεταβαλλόμενο πεδίο του διεθνοπολιτικού συσχετισμού, αλλά και στο εγχώριο παραγωγικό επίπεδο.

Το ΠΑΣΟΚ ήταν ένας κομματικός σχηματισμός-εκδοχή του νεοελληνικού ναροντνικισμού, «κόμμα των παιδιών των αγροτών» και του μικροαστικού δημοκρατικού σοσιαλισμού, με έντονο το στοιχείο της ενότητας εθνικού – κοινωνικού, εθνικού – διεθνικού. Κόμμα-έκφραση των διαιρετικών τομών του ελληνικού 20ού αιώνα (βενιζελισμός/αντιβενιζελισμός, ΕΑΜική τομή, Δεξιά/αντιδεξιά τη δεκαετία του ’60) και του κλεισίματος των ιστορικών λογαριασμών. Κόμμα-κυβέρνηση του εκδημοκρατισμού των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών δομών της χώρας, έκφραση της τάσης κοινωνικού εξισωτισμού καθώς και πολιτικών αναδιανεμητικών και οικοδόμησης κοινωνικού κράτους στις εργασιακές σχέσεις, στη δημόσια υγεία και παιδεία, στην ισότητα των δύο φύλων, στον πολιτισμό και στο δικαίωμα στη μνήμη, στην αξιοκρατία στις προσλήψεις στο δημόσιο.

Η κοινή συνισταμένη της κυβέρνησης και του κόμματος ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 καταγράφεται στην πρακτική της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας με ισχυρή μικροαστική, εργατική και αγροτική γείωση. Η ενότητα δεν αφορούσε πολιτική κοινωνικού συμφιλιωτισμού, αλλά εθνικού. Δηλαδή το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 ενισχύει τη θέση των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων υλικά, θεσμικά, αλλά και σε επίπεδο οργάνωσης χωρίς να χτυπάει λ.χ. φορολογικά τις κυρίαρχες τάξεις, αλλά κυρίως με εσωτερική αναδιανομή και δανεισμό, όταν οι όροι διαχείρισης του δημόσιου χρέους ήταν πολύ διαφορετικοί από εκείνους που διαμορφώθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά. Παρά ταύτα η κυρίαρχη τάξη αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ εχθρικά, όπως προκύπτει τόσο από την τάση αποεπένδυσης μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τον δημόσιο λόγο των θεσμικών εκπροσωπήσεών της, αλλά και την εκλογική κατα

γραφή ιδίως την περίοδο 1985-93. Ο λόγος της εχθρότητας είναι η ενίσχυση από το κόμμα-κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ των κυριαρχούμενων τάξεων στον κοινωνικό ανταγωνισμό και η θεσμοποίησή της. Η επιδιωκόμενη εθνική ενότητα στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 αφορά την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού και συνδέεται με αυτή την προοπτική. Είναι δηλαδή εκδοχή μιας εθνικής ιδιομορφίας σε σχέση με τους δυτικοευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ο λόγος και η πρακτική του Ανδρέα Παπανδρέου ιδίως, καθ’ όλη την περίοδο 1974-89 αλλά και μέχρι το 1995, έχει ως κεντρική αναφορά την ανάγκη της εθνικής ενότητας έναντι της εξ ανατολών απειλής. Οι υπόλοιπες επιλογές της εξωτερικής πολιτικής κρίνονταν σε σχέση με αυτή την προτεραιότητα. Η παράταξη της Δεξιάς, λόγω του κυπριακού και της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης, είχε απολέσει την ηγεμονία στο εθνικό. Θα επιχειρήσει να την ανακτήσει στην κατεύθυνση του αστικού εθνικισμού από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, υποβοηθούμενη αποφασιστικά από την εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά καθώς και τη ριζοσπαστική – ανανεωτική Αριστερά στις κυρίαρχες εκδοχές τους και ειδικότερα στη θεώρηση του εθνικού φαινομένου αλλά και στον δημόσιο λόγο και πράξη τους. Με συνέπειες στον πολιτικό και εκλογικό ανταγωνισμό, καθώς η Αριστερά που ηγεμονεύεται από τη μεταεθνική – δικαιωματική γραμμή αποσυνδέεται από σημαντικό μέρος των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων.

Συγγραφέας του βιβλίου Πρώτη φορά Αριστερά. Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του, εκδ. A.P. Publications 2017, και συνεπιμελητής με τον Χ. Τάσση του συλλογικού τόμου ΠΑΣΟΚ: 1974-2018. Πολιτική οργάνωση – ιδεολογικές μετατοπίσεις – κυβερνητικές πολιτικές,

εκδ. Gutenberg 2018

Περιεχομενα

el-gr

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

2021-10-17T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282978223190907

Documento Media