Documento Media

Σε αναζήτηση ταυτότητας. Από την «Γκόλφω» ως τον «Θίασο» Του Τάκη Παπαγιαννίδη

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 1914-2020

Του Τάκη Παπαγιαννίδη Σκηνοθέτη

Μια αναδρομή με βάση ιστορικές και κοινωνικές αναφορές από τη φουστανέλα μέχρι τα διεθνή βραβεία. Η ανάλαφρη κωμωδία, το δράμα και η ανάδυση του πολιτικού-κοινωνικού φιλμ. Εμπορικό και καλλιτεχνικό σινεμά και το πρόβλημα μιας κατανοητής γλώσσας

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 1914-2020

Για να προσδιορίσουμε τη μορφή και την εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου θα πρέπει να παραθέσουμε τις συνθήκες (ιστορικές, κοινωνικές, πολιτισμικές) που επέδρασαν στη συγκρότησή του.

Στο υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος εν μέσω πολέμων, Εθνικού Διχασμού και Μικρασιατικής Καταστροφής (1897-1925) η κινηματογραφική μυθοπλασία ενσωματώθηκε την εξαετία 191420 με τρεις ταινίες («Γκόλφω», «Κερένια κούκλα», «Η προίκα της Αννούλας»). Η πρώτη παραγωγική περίοδος (1925-36) με 32 μελοδράματα, κωμωδίες, πολεμικά και βουκολικά δράματα («Αστέρω», «Δάφνις και Χλόη») και την ιδεολογικά ταξική ταινία «Κοινωνική σαπίλα» του Στέλιου Τατασόπουλου ανακόπτεται από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 με την επιβολή λογοκρισίας και φόρου στα «δημόσια θεάματα». Η πρώιμη περίοδος κλείνει με το «Τραγούδι του χωρισμού» (1939) σε σκηνοθεσία Φιλοποίμενος Φίνου, του ανθρώπου που επηρέασε καταλυτικά την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου.

Στη διάρκεια της Κατοχής η «Φωνή της καρδιάς» (1943) της Φίνος Φιλμ προκάλεσε τον ενθουσιασμό και τις εκδηλώσεις των θεατών που οδήγησαν στη σύλληψη του Φίνου και την εκτέλεση του πατέρα του από τους Γερμανούς. Η δεύτερη ταινία, «Τα χειροκροτήματα» (1944), σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Τζαβέλλα, σημαντικής προσωπικότητας του μεταπολεμικού σινεμά, έκανε πρεμιέρα την 1η Μαΐου 1944, ημέρα της εκτέλεσης 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή.

Στην απελευθέρωση, με την έκρυθμη πολιτική κατάσταση (Συμφωνία Βάρκιζας, αγγλική κατοχή, Δεκεμβριανά, τρομοκρατία), κυριαρχούν μελοδραματικές και ρομαντικές ιστορίες. Αδιέξοδοι έρωτες Ελληνίδων με Βρετανούς στρατιώτες

(«Παπούτσι από τον τόπο σου», Αλέκος Σακελλάριος) και διάφορους αλλοδαπούς τυχοδιώκτες, λαθρέμπορους και εμπόρους ναρκωτικών, που προφανώς υποκαθιστούσαν εγκληματικές μορφές δωσιλόγων της Κατοχής («Πρόσωπα λησμονημένα», Τζαβέλλας, «Χαμένοι άγγελοι», Τσιφόρος).

Στη διάρκεια του Εμφυλίου (194649), εκτός από μεταφορές λογοτεχνικών έργων («Κόκκινος βράχος», πρώτη σκηνοθεσία του Γρηγόρη Γρηγορίου βασισμένη στη «Φωτεινή Σάντρη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, «Μαντάμ Σουσού»,

διασκευή παρωδίας του Δημήτρη Ψαθά), παρατηρούνται απόπειρες εξωστρέφειας: ο «Μαρίνος Κοντάρας» του Τζαβέλλα συμμετέχει στο βελγικό φεστιβάλ Knokke-le-Zoute και η «Τελευταία αποστολή» του Τσιφόρου διαγωνίζεται στο Φεστιβάλ των Καννών.

Δύο επιτυχίες της Φίνος Φιλμ καθόρισαν τον προσανατολισμό της παραγωγής στις επόμενες δεκαετίες. Η ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» του Σακελλάριου προκάλεσε μεγάλη αίσθηση μεσούντος του Εμφυλίου με τον μονόλογο-μήνυμα συμφιλίωσης ενός τρελού:

«Ανθρωποι, άνθρωποι! Προς τι το μίσος, προς τι ο αλληλοσπαραγμός;» και ο «Μεθύστακας» του Τζαβέλλα που εισήγαγε την κοινωνική ηθογραφία, κυρίαρχο στοιχείο της δεκαετίας του 1950, δημιουργώντας χαρακτήρες αναγνωρίσιμους και αποδεκτούς με ενθουσιασμό από το κοινό.

Ο φόβος του… ΕΑΜ χτίζει τείχος λογοκρισίας

Η επίδραση της πολιτιστικής κληρονομιάς του ΕΑΜ αντιμετωπίστηκε με εξοντωτική λογοκρισία που διαμόρφωσε

τον ελληνικό κινηματογράφο για ένα τέταρτο του αιώνα. Το υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού και το φτηνό εισιτήριο καθιστούν την ελληνική ταινία προσιτή διασκέδαση. Στο μελόδραμα, το δράμα και στην κωμωδία μετατοπίζονται ή μεταλλάσσονται θέματα που στοχεύουν στην κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική εναρμόνιση του κοινού με κανόνες και μύθους της αστικής τάξης. Οι θεατές (αγρότες, μικροαστοί, εργάτες) μέσα από οικεία θεματικά και μορφικά μοτίβα της παράδοσης (ταινίες φουστανέλας), κοινωνικών διαστρω

ματώσεων (ηθικοί και ανήθικοι πλούσιοι, φτωχοί και τίμιοι εργάτες, αγνές λαϊκές κοπέλες, μικροεπιχειρηματίες καπάτσοι και κομπιναδόροι, άνεργοι παμπόνηροι ευρεσιτέχνες κ.λπ.), συμπεριφορών (ερωτικά παιχνίδια πλουσίων με φτωχούς, αθώες εξωσυζυγικές περιπέτειες αστών) αντιμετώπιζαν κοινότοπες εξιδανικεύσεις της αστικής ιδεολογίας, όπως η ταξική συμφιλίωση και ο καθοριστικός ρόλος της μοίρας και αφομοίωναν ευρωπαϊκά αλλά κυρίως αμερικανικά καταναλωτικά πρότυπα. Το «Ενα βότσαλο στη λίμνη» και η «Σάντα Τσικίτα» του Σακελλάριου κολάκευαν τον μικροαστικό συντηρητισμό και ενίσχυαν την ελπίδα του φτωχού στον σωτήριο ρόλο της τύχης, ενώ στο «Σωφεράκι» του Τζαβέλλα ο παλιομοδίτης ταξιτζής αλλάζει ιδέες και εκσυγχρονίζεται μόλις ερωτεύεται.

Η βελτίωση των τεχνικών μέσων της Φίνος Φιλμ επιβραβεύτηκε με τη «Νεκρή πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη που διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών. Σε αυτήν τη συγκυρία εμφανίζεται η Μαρία Πλυτά, πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτιδα, με τα «Αρραβωνιάσματα», μεταφορά θεατρικού έργου του Δημήτρη Μπόγρη.

Σχολή Σταυράκου και Ταινιοθήκη της Ελλάδος

Tο 1950 δύο σημαντικά γεγονότα επιδρούν στην εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου. Η ίδρυση Ανωτέρας Σχολής Κινηματογράφου από τους Γρηγόρη Γρηγορίου και Λυκούργο Σταυράκο, που παραμένει αιμοδότης του κινηματογράφου μέχρι σήμερα, και η Κινηματογραφική Λέσχη της Αγλαΐας Μητροπούλου, όπου ένα ανήσυχο και διψασμένο κοινό ήρθε σε επαφή με δημιουργίες από τις Ιαπωνία, Σοβιετική Ενωση, Βραζιλία, Δανία, Σουηδία και γνώρισε τις ευρωπαϊκές πρωτοπορίες. Στις δύο αυτές εστίες διαμορφώθηκαν

σκηνοθέτες που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Επειτα από μια δεκαετία πολέμων και καταστροφών ορισμένοι σκηνοθέτες αγγίζουν τις πληγές μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να επιβιώσει. Στο «Πικρό ψωμί» (1951) του Γρηγορίου ένας οικοδόμος σκοτώνεται σε εργατικό ατύχημα και η οικογένειά του αποδεκατίζεται στον αγώνα της επιβίωσης.

Ο Τατασόπουλος στη «Μαύρη γη» περιγράφει την εκμετάλλευση και τη στερημένη διαβίωση των εργατών στα σμυριδωρυχεία της Νάξου ενώ τα αφεντικά πλουτίζουν αδιαφορώντας

για τη ζωή των σκλάβων τους.

Στο «Ξυπόλυτο τάγμα» του Γκρεγκ Τάλας οι ναζί εκκενώνουν τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης. Τα ορφανά οργανώνονται ληστεύοντας Γερμανούς και μαυραγορίτες. Η δράση των μικρών σαλταδόρων είχε γραφικότητα, χιούμορ και επιδέξιο χειρισμό από τον Γκρεγκ Τάλας, καταξιωμένο μοντέρ στην Αμερική. Ηταν η πρώτη βραβευμένη ελληνική ταινία στο εξωτερικό (Φεστιβάλ Εδιμβούργου) και υποψήφια για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.

Στη «Μαγική πόλη», πρώτη εμφάνιση του Κούνδουρου με συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βενετίας, ένας καταχρεωμέ

νος φορτηγατζής μπλέκει στα γρανάζια του υποκόσμου κινδυνεύοντας να χάσει το φορτηγό του. Η αλληλεγγύη των γειτόνων θα τον σώσει και θα κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.

Το «Ποντικάκι» του Τσιφόρου κλείνει τον κύκλο του νεορεαλισμού. Ευχάριστη, με αφελή αστυνομική ίντριγκα, καθιερώνει την Αλίκη Βουγιουκλάκη ως χαριτωμένο τσαχπίνικο θηλυκό, χαρακτήρας που θα την αναδείξει σε εθνική σταρ τις επόμενες δεκαετίες.

Στην πρώτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, «Κυριακάτικο ξύπνημα», μια ρομαντική κομεντί, φτωχός μουσικός αγοράζει κλεμμένο λαχείο που κερδίζει τον πρώτο λαχνό. Γνωρίζει την κοπέλα-θύμα της κλοπής, τη συμπαθεί, μέσα από χαριτωμένα επεισόδια ερωτεύονται και ευτυχισμένοι νέμονται τα πολυπόθητα χρήματα. Το ευέλικτο ντεκουπάζ αναδεικνύει την καθημερινότητα της Αθήνας του ’50, ενώ οι ερμηνείες των Λαμπέτη – Χορν χρωματίζουν πειστικά τη μικροαστική λαχτάρα για πλούτο. Η ταινία, πρώτη σε εισπράξεις το 1954, συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών. Οι επόμενες ταινίες του Κακογιάννη («Το κορίτσι με τα μαύρα», «Το τελευταίο ψέμα», «Ερόικα», «Ηλέκτρα») αποσπούν πολλές διακρίσεις και βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ.

Αντίστροφη πορεία είχε ο «Δράκος» του Κούνδουρου. Απαξιώθηκε από κοινό και κριτικούς, απέσπασε θετικά σχόλια στο Φεστιβάλ της Βενετίας και σήμερα κατατάσσεται στα αριστουργήματα της ελληνικής κινηματογραφίας.

Το προανάκρουσμα της χρυσής εποχής

Η διεθνής απήχηση των ταινιών «Η κάλπικη λίρα» του Τζαβέλλα (Φεστιβάλ Βενετίας, Μπάρι, Μόσχας, Καννών, Κάρλοβι Βάρι) και «Στέλλα» του Κακογιάννη (υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, βραβείο Χρυσής Σφαίρας ξενόγλωσσης ταινίας), προαναγγέλλουν τη Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Η καλλιτεχνική και

εισπρακτική επιτυχία συνέβαλε στην οργάνωση της παραγωγής και της διανομής σε βιομηχανική κλίμακα, δημιουργώντας ισχυρό σταρ σίστεμ κατά τα χολιγουντιανά πρότυπα. Η Φίνος Φιλμ καθιερώνεται ως η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής, με αλλεπάλληλες εμπορικές επιτυχίες («Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Η θεία από το Σικάγο», «Αστέρω», «Ο Ηλίας του 16ου», «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», «Η Αλίκη στο ναυτικό» κ.λπ.) και με κυριότερους ανταγωνιστές την Ανζερβός («Το ποντικάκι», «Η κάλπικη λίρα», «Τζο ο Τρομερός», «Η λίμνη των πόθων» κ.ά.) και στη δεκαετία του ’60 την Καραγιάννης – Καρατζόπουλος.

Δημιουργούνται σύγχρονες εγκατα

στάσεις όπως το Στούντιο Αλφα όπου γυρίστηκαν σκηνές της αμερικανικής ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» και χρησιμοποιήθηκαν από τις εταιρείες Fox, Universal, Trionix Films England. Ολοκληρώνονται τα στούντιο Ανζερβός, Φάρος και αργότερα της Φίνος Φιλμ που λειτούργησε ελάχιστα, γιατί η κινηματογραφική κρίση και ο θάνατος του Φίνου ανέστειλαν τη δραστηριότητα της εταιρείας.

Με πιέσεις των εταιρειών παραγωγής και διανομής ταινιών ψηφίστηκε ο αναπτυξιακός νόμος 4208/1961. Ο κινηματογράφος θεωρείται σημαντική βιομηχανία και η χώρα διεθνές κινηματογραφικό κέντρο. Με οικονομικές και διοικητικές παροχές

γυρίζονται το «Ποτέ την Κυριακή» και η «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασέν, το «The 300 Spartans» του Ρούντολφ Ματέ, το «Island of love», το «America America» του Ελία Καζάν, σκηνές του «Τοπ Καπί» και ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Κακογιάννη που εκτόξευσε τον τουρισμό της Κρήτης, όπως συνέβη και στη Ρόδο όπου γυρίστηκαν τα «Κανόνια του Ναβαρόνε».

Ο Παύλος Ζάννας και μέλη της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» εισηγήθηκαν στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης τη δημιουργία Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου. Η κυβέρνηση, αναδεικνύοντας τον νέο νόμο, την παρουσίασε ως βιτρίνα της παραγωγής των εταιρειών.

Στο πρόγραμμα εντάχθηκαν ταινίες μικρού μήκους, όπου ξεχώρισε ο «Μακεδονικός γάμος» του Τάκη Κανελλόπουλου καθώς και αξιόλογες ξένες ταινίες. Ο Κούνδουρος βραβεύεται για τη σκηνοθεσία στο «Ποτάμι» και τον επόμενο χρόνο ο Κακογιάννης για την «Ερόικα». Τις εντυπώσεις κερδίζει η «Συνοικία το όνειρο», σε παραγωγή και σκηνοθεσία Αλέκου Αλεξανδράκη. Οι κάτοικοι μιας φτωχογειτονιάς ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο και διαψεύδονται ή εξαπατώνται κυνηγώντας την ουτοπία. Η ταινία ενόχλησε την κυβέρνηση της ΕΡΕ το 1961, χρονιά των εκλογών βίας και νοθείας, και η αστυνομία διέκοψε την προβολή στην πρεμιέρα με επεισόδια και συλλήψεις.

Η Ελλάδα πρώτη σε κατά κεφαλήν παραγωγή ταινιών

Η επιτυχία του εμπορικού μοντέλου εκτόξευσε την παραγωγή από 57 ταινίες το 1960 σε 196 το 1967, κατατάσσοντας την Ελλάδα πρώτη παγκοσμίως σε αναλογία με τον πληθυσμό. Πρωταγωνιστές της δεκαετίας οι Σακελλάριος και Δαλιανίδης. Ο Σακελλάριος σκηνοθέτησε 36 κωμωδίες παρεξηγήσεων, κυρίως μεταφορές θεατρικών επιτυχιών («Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Το κλωτσοσκούφι», «Τα κίτρινα γάντια», «Αλλοίμονο στους νέους», «Ο κος πτέραρχος» κ.λπ.), υποστηριζόμενες από δημοφιλείς πρωταγωνιστές (Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Χορν, Κωνσταντάρας, Αλεξανδράκης, Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος κ.ά.)

Η παραγωγικότητα του Δαλιανίδη ξεπερνάει τις 60 ταινίες. Εκτός από θεατρικές μεταφορές («Ζητείται ψεύτης», «Χαρτοπαίχτρα», «Ατσίδας» κ.ά.) ασχολήθηκε και με το δράμα, δημιουργώντας ελληνικές εκδοχές γαλλικών επιτυχιών («Κατήφορος» και «Νόμος 4000» παραπέμπουν στα «Ξαδέλφια» του Σαμπρόλ και στους «Ζαβολιάρηδες» του Καρνέ), αμερικανικών μελοδραμάτων, κυρίως των Βίνσεντ Σέρμαν και Ντάγκλας Σερκ («Εγωισμός», «Ιστορία μιας ζωής», «Στεφανία», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» κ.ά.), ενώ με την εισαγωγή ενός κακέκτυπου του χολιγουντιανού μιούζικαλ στην ελληνική εκδοχή («Μερικοί το προτιμούν κρύο…», «Κορίτσια για φίλημα», «Ραντεβού στον αέρα» κ.ά.) άσκησε καθοριστική επιρροή στην παραγωγή απομιμήσεων ξένων επιτυχιών.

Ηθογραφικές κωμωδίες («Της κακομοίρας», Κατσουρίδης, «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», Τζαβέλλας) παραμένουν δημοφιλείς, όπως και δραματικές ταινίες («Λόλα», «Κοινωνία ώρα μηδέν», Ντίνος Δημόπουλος, «Τα κόκκινα φανάρια», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Η έβδομη μέρα», Βασίλης Γεωργιά

δης), ορισμένα φιλμ νουάρ και θρίλερ («Εγκλημα στα παρασκήνια», Κατσουρίδης, «Ο εφιάλτης», Ερρίκος Ανδρέου, «Ο θάνατος θα ξανάρθει», Ερρίκος Θαλασσινός). Σημαντική, με ιδιαίτερη κινηματογραφική προσέγγιση, είναι η σύντομη παρουσία του Κώστα Μανουσάκη («Ερωτες στους αμμόλοφους», «Προδοσία» και «Φόβος»).

Οι επιχειρήσεις μειώνοντας τον χρόνο και το κόστος κατασκευής διοχέτευσαν στην αγορά υπερπροσφορά προϊόντων που οδήγησε στη μεγάλη κρίση. Η εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος σε διάστημα δώδεκα ετών (196678) προώθησε στις αίθουσες 168 παραγωγές της και η Κλακ Φιλμ, παρά την έλλειψη πρωτοτυπίας, απογείωσε το μελόδραμα («Με πόνο και με δάκρυα», «Ξεριζωμένη γενιά», «Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» κ.ά., με τον Νίκο Ξανθόπουλο κορυφαίο του είδους), εκμεταλλευόμενη τα τραύματα της φτώχειας και της προσφυγιάς.

Θεσσαλονίκη. Το «ντέρμπι» του β΄ εξώστη

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης νέοι κινηματογραφιστές με ταινίες μικρού μήκους διαμόρφωσαν ένα μοντέλο αυτοδιαχειριζόμενου

κινηματογράφου αδέσμευτης έκφρασης και, στο μέτρο του εφικτού, κοινωνικής κριτικής. Υπό προϋποθέσεις, αυτές οι ταινίες αναπλήρωναν την απουσία εθνικού κινηματογράφου. Στη δημιουργία τους συμμετείχαν ως ηθοποιοί, βοηθοί, τεχνικοί οι σκηνοθέτες Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Θέος, Καβουκίδης, Λιαρόπουλος, Μαρκετάκη, Πανουσόπουλος, Φέρρης κ.ά. που θεμελίωσαν τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ). Με δημιουργικές αναζητήσεις κόντρα στις θεματικές και αισθητικές επιλογές του εμπορικού κυκλώματος, συμπορεύονται στους αγώ

νες για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, την εκλογική ήττα της ΕΡΕ (Νοέμβρης 1963 – Φλεβάρης 1964) και την ελληνική πολιτιστική άνοιξη.

Η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου μετατρέπεται σε Φεστιβάλ Ελληνικού και Διεθνούς Κινηματογράφου με στόχο την επαφή του ελληνικού με τον διεθνή κινηματογράφο. Κριτικοί (Γρίβας, Ζάννας, Λεβεντάκος, Μικελίδης, Μπακογιαννόπουλος, Ραφαηλίδης, Σκαλιόρας) διατυπώνουν στο περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος» σκέψεις και προβληματισμούς για το ελληνικό σινεμά ώστε να διεκδικήσει θέση στον διεθνή χώρο όπως άλλες μικρές εθνικές παραγωγές, δρόμο που πρότεινε το «Μπλόκο» (1965) του Αδωνι Κύρου: μια αναφορά στο μπλόκο της Κοκκινιάς και στην εκτέλεση εκατοντάδων πατριωτών, ρεαλιστική προσέγγιση ενός γεγονότος της σύγχρονης ιστορίας απαγορευμένου από την ασφυκτική λογοκρισία.

Το 1966, χρονιά-ορόσημο στην πορεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αξιόλογες ταινίες («Με τη λάμψη στα μάτια», Γλυκοφρύδης, «Εκδρομή», Κανελλόπουλος, «Πρόσωπο με πρόσωπο», Μανθούλης, «Μέχρι το πλοίο», Δαμιανός, μαζί με τη μικρού μήκους «Τζίμης o Τίγρης» του Βούλγαρη) έτυχαν θερμής υποδοχής από την κριτική και το κοινό. Το βραβείο καλύτερης ταινίας στην πολεμική περιπέτεια «Ξεχασμένοι ήρωες» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και αποδοκιμασιών.

Οι «Γενναίοι του βορρά» και οι γενναίοι του «Αλκυονίς»

Ανάσες ελευθερίας διαπερνούν και τις «εμπορικές» ταινίες όπου θίγονται θέματα διαφθοράς της εξουσίας («Υπάρχει και φιλότιμο», «Κοινωνία ώρα μηδέν»), ιδεολογικών συγκρούσεων («Οι κυρίες της αυλής», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»), επισημαίνονται δείγματα διαφοροποίησης στο μιούζικαλ («Δι

πλοπενιές») και στην κωμωδία με το πέρασμα του Θανάση Βέγγου στη σκηνοθεσία («Φαλακρός πράκτωρ»).

Η ανανέωση του ελληνικού κινηματογράφου ανακόπηκε από τη χούντα, που αυστηροποίησε τη λογοκρισία στις ταινίες «με γνώμονα τη συμφωνία του περιεχομένου τους με τις θρησκευτικές αντιλήψεις, τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, το πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδό του, τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια». Παράλληλα ίδρυσε τη Γενική Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων, θυγατρική της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως, και με τη συνδρομή του 7ου Γραφείου ΓΕΣ ενίσχυσε οικονομικά παραγωγές που εξυμνούσαν τον εθνικιστικό ηρωισμό («Οχι», «Οι γενναίοι του βορρά», «Στη μάχη της Κρήτης», «Η χαραυγή της νίκης», «Υπολοχαγός Νατάσσα», «Μαντώ Μαυρογένους», «Παπαφλέσσας» κ.ά.).

Στους κινηματογράφους τέχνης Studio και Αλκυονίς αναπτύχθηκε ένα ρεύμα κινηματογραφοφιλίας, κυρίως στο νεανικό φοιτητικό κοινό που γνώρισε ταινίες ενός κινηματογράφου αντικομφορμιστικού, βαθύτατα πολιτικού και στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία αντιδικτατορικού. Τον Σεπτέμβρη του 1969 κυκλοφορεί το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», όπου θεωρητικοί, κριτικοί, σκηνοθέτες ταινιών μικρού μήκους και σπουδαστές σχολών κινηματογράφου αποκτούν βήμα έκφρασης. Τα θεμέλια της νέας κατάστασης έθεσε η «Αναπαράσταση» (1970) του Αγγελόπουλου, ταινία γυρισμένη με τη συνδρομή μιας «κολεκτίβας» νέων σκηνοθετών (Αλευράς, Λυκουρέσης, Παληγιαννόπουλος, Σαμαντάς κ.ά.). Τα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και οι διεθνείς διακρίσεις σηματοδοτούν την κατοχύρωση του ΝΕΚ.

Το φοιτητικό κοινό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από τον δεύτερο εξώστη αποδοκιμάζει τις ταινίες του «συ

στήματος» και υποστηρίζει ανεξάρτητες παραγωγές όπως η «Ευδοκία» του Δαμιανού –από τις κορυφαίες στιγμές του ελληνικού σινεμά–, αποθεώνει τον Κατσουρίδη στο «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση» για τα αντιφασιστικά μηνύματα (κορυφαία στιγμή του Βέγγου), όπως και στο «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου».

Ο ενθουσιασμός του κοινού οφειλόταν στο γεγονός ότι οι ταινίες, παρά τη χουντική λογοκρισία, διερευνούσαν σημαντικά προβλήματα σύγχρονα ή του πρόσφατου παρελθόντος. Με χρηματοδότηση από ατομικές πρωτοβουλίες ή μικρές εταιρείες, μέσα από ελλειπτικά σενάρια, ρεαλιστικές καταστάσεις και σύνθετους χαρακτήρες, ξεχώριζαν για το στιλ κινηματογράφησης με τον σκηνοθέτη κινητήριο μοχλό. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα της Ελλάδας του 1972 αποτυπώθηκε με μεταφορές ή αλληγορίες στις «Μέρες του ’36» του Αγγελόπουλου, δοκίμιο για την αποσύνθεση του κοινοβουλευτικού συστήματος και τους μηχανισμούς επιβολής της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, στο «Προξενιό της Αννας» του Βούλγαρη, υπαινιγμός για τη χουντική καταπίεση μέσα από την εξουσία των μεσοαστών αφεντικών στη ζωή μιας υπηρέτριας, ή στο «Ναι μεν αλλά…» του Τάσιου, αδιέξοδο ενός άντρα που οδηγείται από τον φόνο στην αυτοκτονία.

Η χορηγία 3.000.000 δραχμών του Ιδρύματος Φορντ στην Εταιρεία Σύγχρονος Κινηματογράφος δίχασε κινηματογραφιστές και κοινό, που την εξέλαβαν ως μορφή εκμαυλισμού από τη χώρα που επέβαλε και στήριζε το καθεστώς των συνταγματαρχών. Χάρη στη χρηματοδότηση εμφανίστηκε η νεότερη γενιά σκηνοθετών με δέκα ταινίες μικρού μήκους, ολοκληρώθηκαν δύο μεγάλου μήκους ταινίες («Ιωάννης ο Βίαιος», Τώνια Μαρκετάκη, «Μοντέλο», Κώστας Σφήκας) και αγοράστηκαν μηχανήματα απαραίτητα για το γύρισμα μιας ταινίας.

1 Μιχάλης Κακογιάννης, Μίκης Θεοδωράκης, Αντονι Κουίν. Η τριάδα του «Ζορμπά», 1964, κινηματογραφικού και μουσικού 2 «Συνοικία το όνειρο», 1961. Ο (και) σκηνοθέτης Αλέκος Αλεξανδράκης, η Αλίκη Γεωργούλη, η Σαπφώ Νοταρά, ο Μάνος Κατράκης και κομπάρσοι-κάτοικοι του προσφυγικού μαχαλά

Hot Doc. History

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283957475679765

Documento Media