Documento Media

Πρωτοπορία στην ανανέωση της γλώσσας του κινηματογράφου

Ιταλική διέξοδος μέσα από την κωμωδία και τη σάτιρα. Το γαλλικό νέο κύμα επαναστατεί απέναντι στο «σινεμά του μπαμπά». Σκαμπανεβάσματα, αντιφάσεις, άνθηση στην ανατολική Ευρώπη

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μπορεί ο αμερικανικός κινηματογράφος να εξακολουθεί να υπερισχύει όπως πάντα σε ό,τι αφορά τις αίθουσες και τα εισιτήρια, ο ευρωπαϊκός όμως κινηματογράφος εξακολουθεί, από την εποχή της γαλλικής αβάν γκαρντ και του κλασικού σοβιετικού κινηματογράφου του Ντζίγκα Βέρτοφ, του Αϊζενστάιν, του Πουντόβκιν και του Ντοβζένκο να βρίσκεται στην πρωτοπορία σχετικά με την ανανέωση τόσο των θεμάτων όσο και της μορφής και γενικότερα της κινηματογραφικής γλώσσας.

Κατεστραμμένα στούντιο, γυρίσματα στους δρόμους

Η μεγαλύτερη σίγουρα ανανέωση σημειώνεται στην Ιταλία, στα χρόνια αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εμφάνιση του ιταλικού νεορεαλισμού, που εισήγαγε ταινίες σκηνοθετών όπως οι Βιτόριο ντε Σίκα, Τσέζαρε Ζαβατίνι, Ρομπέρτο Ροσελίνι, Λουκίνο Βισκόντι, Φεντερίκο Φελίνι, Τζουζέπε ντε Σάντις, με ταινίες όπως «Ο κλέφτης των ποδηλάτων», «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη», «Η γη τρέμει», «Τα φώτα της πόλης», «Οι Βιτελόνι», «Λα στράντα», «Caccia tragica» κ.ά.

Ταινίες που καταγράφουν την άμεση κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα (τον πόλεμο και τις καταστροφές του, την ανεργία, τις πολιτικές και κοινωνικές προσπάθειες για αλλαγή) και που εξαιτίας της καταστροφής των στούντιο γυρίζονται απευθείας στους δρόμους και τους χώρους όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες. Ενας ρεαλισμός και μια έξοδος της κάμερας από τα ψεύτικα ντεκόρ των στούντιο που θα επηρεάσουν σκηνοθέτες και εκτός Ιταλίας, από τον Ελία Καζάν μέχρι αργότερα και τον Τζον Κασσαβέτη. Ενα βαθύτερο ρεαλισμό θα επεξεργαστούν στη συνέχεια σκηνοθέτες όπως ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με άλλους, όπως οι Ντίνο Ρίζι, Μάριο Μονιτσέλι και Πιέτρο Τζέρμι, να ασχολούνται με παρόμοια επίκαιρα για την εποχή τους θέματα μέσα από την κωμωδία και τη σάτιρα. Και που συνεχίζουν άλλοτε μέσα από την κωμωδία και άλλοτε μέσα από κοινωνικά δράματα νεότεροι σκηνοθέτες. Χωρίς να ξεχνάμε την εμφάνιση των σπαγγέτι γουέστερν με σκηνοθέτες όπως ο Σέρτζιο Λεόνε, ο Σέρτζιο Κορμπούτσι και άλλοι, που θα επηρέασουν με τη σειρά τους όχι μόνο το σύγχρονο αμερικανικό γουέστερν (Σαμ Πέκινπα, Κλιντ Ιστγουντ) αλλά και σκηνοθέτες όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο.

Βρετανική ανανέωση με Free Cinema και χιούμορ

Μια ακόμη νέα, ανανεωμένη γενιά κινηματογραφιστών εμφανίζεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα στα μέσα της δεκαετίας του ’50, στο Ηνωμένο Βασίλειο, με το βρετανικό Free Cinema των Κάρελ Ράις, Λίντσεϊ Aντερσον, Τόνι Ρίτσαρντσον και Λορέντζα Μαζέτι. Ομάδα που ξεκίνησε από το περιοδικό «Sequence» και έκανε την εντυπωσιακή της παρουσία στην Ταινιοθήκη του Λονδίνου (το γνωστό National Film Theatre) με την προβολή τριών μικρού μήκους ντοκιμαντέρ με το σλόγκαν Free Cinema. Eνας κινηματογράφος που στηριζόταν στην καταγραφή της καθημερινής πραγματικότητας (αντίστοιχης με θεατρικά έργα, γνωστά ως kitchen-sink theatres, που είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν στο Ρόγιαλ Κορτ Θίατερ από συγγραφείς όπως ο Αρνολντ Γουέσκερ, ο Τζον Οσμπορν και η Σίλα Ντιλάνι) και που είχε τις ρίζες του στο βρετανικό ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του ’30. Μια σειρά από ντοκιμαντέρ που κατηύθυνε ο Μπάζιλ Ράιτ. Ενα καθαρά ρεαλιστικό σινεμά που συνεχίζουν σήμερα σκηνοθέτες όπως ο Κεν Λόουτς και ο Μάικ Λι.

Σε αυτό το στιλ θα κινηθεί βασικά όλος ο βρετανικός κινηματογράφος των επόμενων δεκαετιών, με εξαίρεση την παράλληλη κίνηση που ξεκίνησε με τις ταινίες του Μάικλ Πάουελ (και του συνεργάτη του, βασικά παραγωγού, Εμερικ Πρέσμπεργκερ). Με ταινίες όπως «Η ζωή και ο θάνατος του συνταγματάρχη Μπλιμπ», «Ζήτημα ζωής και θανάτου», «Μαύρος νάρκισσος» και «Τα κόκκινα παπούτσια», οι Πάουελ και Πρέσμπεργκερ θα δημιουργήσουν ένα στιλιζαρισμένο σινεμά όπου κυρίαρχα στοιχεία θα είναι η γλώσσα και η δημιουργική χρήση των χρωμάτων. Ταινίες που θα επηρεάσουν αργότερα όχι μόνο συμπατριώτες τους σκηνοθέτες (ανάμεσά τους και τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ) αλλά και Αμερικανούς σκηνοθέτες όπως οι Μάρτιν Σκορσέζε, Φράνσις Φορντ Κόπολα και Τζορτζ Ρομέρο.

Στον κινηματογράφο αυτό σημαντικό ρόλο παίζει και το βρετανικό χιούμορ, όπως αναπτύχθηκε στο βρετανικό ραδιόφωνο και αργότερα στην τηλεόραση, με το «Goon show» των Πίτερ Σέλερς και Σπάικ Μίλιγκαν (στο ραδιόφωνο) και την τηλεοπτική σειρά των Mόντι Πάιθον που θα επηρεάσουν την αγγλική κωμωδία, ξεκινώντας από εκείνη των κωμωδιών των Ealing Studios και φτάνοντας ως τις μετέπειτα στη μεγάλη οθόνη ταινίες των Μόντι Πάιθον.

Γαλλία, οι κριτικοί που έκαναν κινηματογράφο

Η επόμενη κίνηση εμφανίζεται στη Γαλλία προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50 με τις ταινίες της Νουβέλ Βαγκ, του γαλλικού νέου κύματος. Με τους περισσότερους (Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό, Κλοντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ) να ξεκινούν ως κριτικοί στο περιοδικό «Cahiers du Cinema», με αρκετούς άλλους (Ανιές Βαρντά, Ζορζ Φρανζί, Αλέν Ρενέ) να προστίθενται στην ομάδα με τα δικά τους σημαντικά έργα. Η «επανάσταση» που επέφερε η Nουβέλ Bαγκ ξεκίνησε ως αντίδραση ενάντια στον

υπάρχοντα τότε γαλλικό κινηματογράφο, το «σινεμά του μπαμπά» όπως το αποκαλούσαν, και συγκεκριμένα ενάντια στις ταινίες σκηνοθετών όπως οι Ζιλιέν Ντιβιβιέ, Μαρσέλ Καρνέ, Ανρί-Ζορζ Κλουζό, Κλοντ Οτάν-Λαρά που (άδικα πρέπει να πω) θεωρούσαν ξεπερασμένους. Αντίθετα με σκηνοθέτες όπως ο Ζαν Ρενουάρ και ο Ρομπέρ Μπρεσόν που θαύμαζαν και θεωρούσαν πως είχαν βάλει και τις πρώτες ρίζες ενός ανανεωμένου κινηματογράφου.

Ενώ πλάι σ’ αυτούς θα αναγνωρίσουν στη συνέχεια και το έργο του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, που θεωρούσαν πνευματικό πατέρα τους. Βασικά επειδή ο Μελβίλ, αντίθετα με τους σκηνοθέτες του «σινεμά του μπαμπά» που προτιμούσαν να γυρίζουν τις ταινίες τους στα στούντιο, μακριά από την πραγματικότητα, με διευθυντή τον

Ανρί Ντεκαέ (που οι σκηνοθέτες της Nουβέλ Bαγκ θα αρχίσουν να χρησιμοποιούν), θα βγάλει την κάμερά του στους δρόμους του Παρισιού για να δώσει μια γεύση αυθεντικότητας στις ταινίες του. Αυτή την αυθεντικότητα, μαζί με μια ανατροπή στην όλη δομή (το μοντάζ, την αφήγηση, κ.λπ.) θα επιδιώξει αρχικά ο Γκοντάρ με ταινίες όπως το «Με κομμένη την ανάσα», που θα επηρεάσει όχι μόνο ορισμένους Γάλλους σκηνοθέτες αλλά και δημιουργούς από άλλες χώρες (Μπερτολούτσι, Οσίμα, Αγγελόπουλο, για να αναφέρω μερικούς), ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για πολλούς άλλους νεότερους Γάλλους σκηνοθέτες.

Αποσταλινοποίηση, Μπρέζνιεφ, περεστρόικα

Με την αποσταλινοποίηση της δεκαετίας του ’60 στη Σοβιετική Ενωση αρχίζει να εμφανίζεται ένας πιο ανθρώπινος, ενάντια στα στερεότυπα, κινηματογράφος με σκηνοθέτες όπως ο Μιχαήλ Ρομ («Εννιά μέρες ενός χρόνου») και ο Γκριγκόρι Τσουχράι («Καθαρός ουρανός»), στροφή που γρήγορα φιμώνεται από το καθεστώς Μπρέζνιεφ, προτού φτάσουμε στις ταινίες της περεστρόικας και στην εμφάνιση νέων, πρωτότυπων δημιουργών όπως ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ο Σεργκέι Παρατζάνοφ, ο Οτάρ Ιοσελιάνι και ο Τενγκίζ Αμπουλάντζε, που ανανεώνουν και συχνά, παρά τις όποιες δυσκολίες και τα εμπόδια, ανοίγουν νέους δρόμους στη σοβιετική και όχι μόνο κινηματογραφία.

Βάιντα, Γιάντσο, Φόρμαν, Μέντζελ

Η αποσταλινοποίηση είχε αποτελέσματα και σε άλλες χώρες της τότε κομμουνιστικής ανατολικής Ευρώπης. Στην Πολωνία, μετά τους Αντρζέι Βάιντα, Αντρζέι Μουνκ και Γέρζι Κα

βαλέροβιτς, νεότεροι σκηνοθέτες άρχισαν να καταπιάνονται τολμηρά με πολιτικά και κοινωνικά θέματα της χώρας τους. Στην Ουγγαρία σκηνοθέτες όπως οι Καρόλι Μακ και Ζόλταν Φάμπρι είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν τα δικά τους επίκαιρα θέματα με σατιρική καθώς και έντονα ρεαλιστική διάθεση μέχρι που η σοβιετική επέμβαση το 1956 τους σταμάτησε βίαια. Θα περιμένουμε την εμφάνιση σκηνοθετών όπως ο Μίκλος Γιάντσο για τη δημιουργία ταινιών με φρεσκάδα, πρωτοτυπία και στιλιζάρισμα στη μορφή, που θα ανοίξουν δρόμους και με τη σειρά τους θα επηρεάσουν

και άλλους δημιουργούς (μαζί και τον δικό μας Αγγελόπουλο). Παράδοση που συνεχίζουν στις μέρες μας η Τζούντιθ Ελεκ, η Μάρτα Μετσάρος και άλλοι.

Παρόμοιες αλλαγές συναντάμε και στον τσεχικό κινηματογράφο με το δικό του νέο κύμα να εμφανίζεται

στη δεκαετία του ’60, με σκηνοθέτες όπως ο Μίλος Φόρμαν, η Βέρα Χιτίλοβα, ο Γίρι Μέντζελ, ο Ιβάν Πάσερ, ο Γιάν Νέμετς κ.ά., που παραμερίζοντας τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό των προηγούμενων ταινιών κατάφεραν με τις ταινίες τους («Οι έρωτες μιας ξανθιάς», «Μαργαρίτες», «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν», «Ο χορός των πυροσβεστών»), τόσο θεματικά όσο και στιλιστικά και παρά τη λογοκρισία, να αγγίξουν και να κριτικάρουν τα λάθη και τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα ενός καταπιεστικού καθεστώτος.

Η κληρονομιά αυτή του νέου τσεχικού

κύματος εξακολουθεί να επηρεάζει τη νέα γενιά των Τσέχων σκηνοθετών, που καταπιάνονται με μια μεγάλη γκάμα θεμάτων, από κοινωνικά δράματα, κωμωδία και ταινίες animation, με ένα παρόμοιο, σκληρό συχνά ρεαλισμό, αλλά και με λυρική ομορφιά και παράλογο, ανατρεπτικό χιούμορ.

Μακαβέγιεβ και άλλα «μαύρα κύματα»

Εντελώς διαφορετική είναι η κατάσταση του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου, που χάρη στη σχετικά φιλελεύθερη θέση που κρατούσε τότε ο Τίτο σε σχέση με τη Μόσχα, έδωσε την ευκαιρία σε έναν σημαντικό αριθμό σκηνοθετών (Ντούσαν Μακαβέγιεβ, Ζίβοτζιν Πάβλοβιτς, Αλεξάνταρ Πέτροβιτς) να καταπιαστούν με αρκετή ελευθερία και τόλμη με καυτά κοινωνικά θέματα. Το νέο αυτό κύμα («μαύρο κύμα» όπως το χαρακτήριζε το σοσιαλιστικό κράτος), που κυριάρχησε για μια δεκαετία (1963-1973), έδειξε πως μπορεί όχι μόνο να αφομοιώσει τα διδάγματα και τις ανακαλύψεις των διάφορων νέων κυμάτων αλλά και να φτιάξει μερικές από τις πιο τολμηρές πολιτικές ανατρεπτικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Με ταινίες όπως «Η τραγωδία μιας τηλεφωνήτριας», «Τα μυστήρια του οργανισμού», του Μακαβέγιεβ, «Οταν θα ’μαι πια νεκρός» του Πάβλοβιτς, «Συνάντησα και ευτυχισμένους Τσιγγάνους» του Αλεξάνταρ Πέτροβιτς οι Γιουγκοσλάβοι σκηνοθέτες έδειξαν στο παγκόσμιο κοινό πως μπορούν να αντιμετωπίσουν τα καυτά κοινωνικά και άλλα προβλήματα της

χώρας τους, και όχι μόνο, με ειλικρίνεια, δύναμη, φρεσκάδα, οξυδέρκεια και ανατρεπτικό, συχνά σουρεαλιστικό, όπως στις ταινίες του Μακαβέγιεβ, χιούμορ. Παρόμοιο χιούμορ αλλά και με εκπληκτική οξυδέρκεια, που θα συναντήσουμε αργότερα και στις ταινίες ορισμένων νεότερων σκηνοθετών, ιδιαίτερα εκείνες του Εμίρ Κουστουρίτσα («Να θυμάσαι την Ντόλι Μπελ», «Ο πατέρας λείπει σε ταξίδι για δουλειές», «Ο καιρός των Τσιγγάνων», «Underground»).

Ρουμανία. Η «έκρηξη» του «νέου κύματος»

Η πιο πρόσφατη «έκρηξη» στον χώρο του ευρωπαϊκού κινηματογράφου γίνεται στη Ρουμανία. Μετά την πτώση του καταπιεστικού καθεστώτος του Τσαουσέσκου αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της μια νέα γενιά σκηνοθετών,

ένα ρουμανικό νέο κύμα, όπως θα γίνει γνωστό. Μια γενιά σκηνοθετών που τη χαρακτηρίζει ένα μινιμαλιστικό στιλ, με στόχο πάντα την αυθεντικότητα μέσα από μια καυστική κριτική των συχνά καταστροφικών αλλαγών στη μετα-κομμουνιστική κοινωνία, κριτική που συναντάμε και στις ταινίες των νέων σκηνοθετών από τα άλλα πρώην σοσιαλιστικά κράτη.

Σκηνοθέτες όπως ο Κριστιάν Μουντζίου («4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες»), ο Κορνέλιου Πορουμπόιου («12:08: Ανατολικά του Βουκουρεστίου»), ο Κρίστι Πούιου («Ο θάνατος του κυρίου Λαζαρέσκου»), ο Κριστιάν Νεμέσκου («California dreamin’») και άλλοι καταπιάνονται με φρεσκάδα και ειλικρίνεια, από τα οποία συχνά δεν λείπει και το χιούμορ, με καίρια κοινωνικά και πολιτικά θέματα, όπως η θέση της γυναίκας (και των εκτρώσεων) στην κοινωνία, η γραφειοκρατία, η καταστροφική παρουσία ενός ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, οι απογοητεύσεις και η καταστροφή των ονείρων που επέφερε η αλλαγή, το σύστημα υγείας, καθώς και η αξία ή μη της επανάστασης.

Hot Doc. History

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/283064122482197

Documento Media