Documento Media

«Ο Θεοδωράκης έχει γήινη και συμπαντική ψυχή»

Αν και η αφορμή για να συναντηθούμε με την ερμηνεύτρια ήταν ο θάνατος του Θεοδωράκη, η συζήτηση κατέληξε να μοιάζει με αναδρομή στο ελληνικό τραγούδι στα 60s

Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη

Πολλά κείμενα γέμισαν το διαδίκτυο με αφορμή τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, κανένα όμως δεν περιείχε ατόφια συγκίνηση όπως αυτή της Γιοβάννας, της πρώτης ερμηνεύτριας δύο εμβληματικών τραγουδιών του από τις αρχές του 1960, του «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» και της «Μυρτιάς» που ενορχήστρωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Αυτή ήταν η αφορμή για να αναζητήσω τη Γιοβάννα και να μου δώσει μια μεγάλη συνέντευξη, στην οποία δεν γινόταν να απουσιάσουν οι αναφορές στην τεράστια καριέρα της στη Γεωργία και τη συμμετοχή της στη Eurovision το 1965.

Αυτό που γράψατε για τον Μίκη Θεοδωράκη στη σελίδα σας στο Facebook ήταν από τα πιο συγκινητικά κείμενα που γράφτηκαν.

Τον Μίκη τον συνάντησα όταν τραγούδησα το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου». Την προηγούμενη μέρα της ηχογράφησης είχα μιλήσει με τον Μάνο Χατζιδάκι. Με βραβείο εγώ στην όπερα τότε, του είχα εκφράσει κάποιες σκέψεις μου για την ενορχήστρωση. «Ναι, ναι, μην ανησυχείς

καθόλου» απάντησε ο Χατζιδάκις και την άλλη μέρα τον βλέπω να έρχεται χωρίς παρτιτούρες και να λέει στους αραδιασμένους μουσικούς: «Εσύ θα παίξεις αυτό κι εσύ αυτό». Οταν έφτασε μια συγκε-κριμένη στιγμή κάνει: «Σε αυτό το σημείο παίξτε ό,τι θέλετε».

Ο γνωστός Χατζιδάκις στο στούντιο.

Μα δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Στο τέλος μόνο μου είπε: «Γιοβάννα, θα γίνεις μεγάλη τραγουδίστρια».

Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.

Δεν είναι μικρό, αλλά έγιναν δύο πράγματα που πήγαν κόντρα: ποτέ δεν μου έδωσε ένα τραγούδι, δεν με πήρε δηλαδή στον κλειστό του κύκλο, αλλά κι εγώ ποτέ δεν πήγα να του πω: «Καλέ κύριε Χατζιδάκι, δώσ’ μου και μένα ένα τραγουδάκι».

Οταν λέτε κλειστό κύκλο του Χατζιδάκι εννοείτε τη Νάνα Μούσχουρη;

Δεν θα τον άφηνε. Δεν ξέρω πώς χαρακτήρες όπως ο Χατζιδάκις, που ήταν γερός άντρας στα πιστεύω και στις ιδέες του, λύγιζαν μπροστά στη Μούσχουρη. Τι ήταν εκείνο που πήρε από τη Μούσχουρη και δεν μπορούσε να το πάρει από μένα, ας πούμε; Ή από την Τζένη Βάνου;

Οταν ο Χατζιδάκις ζήτησε τη Βάνου για αντικαταστάτρια της Μούσχουρη εκείνη αρνήθηκε για να μην προδώσει τον Μίμη Πλέσσα.

Πρώτη φορά ακούω αυτή την ιστορία. Νομίζω πως εκείνο τον καιρό είχαν κάποιο δεσμό, ήταν και ζευγάρι η Βάνου με τον Πλέσσα.

Δείχνει εντιμότητα η στάση της Βάνου.

Είχε τον εαυτό της στα χέρια της. Αν και ήταν ασπούδαστη, με τη φωνή, το ταλέντο και κυρίως με το ένστικτο που είχε θα μπορούσε να κάνει διεθνή καριέρα αν το είχε προτεραιότητα. Δεν το είχε, όμως, γιατί προτεραιότητα είχε τα πάθη της και τους έρωτές της. Εγώ πάλι δεν είχα το ένστικτο, γι’ αυτό και δεν το έβαλα πουθενά.

Μιλήσατε πριν με παράπονο για τον Χατζιδάκι.

Με παράπονο όχι, απλώς δεν τον συγκίνησε η φωνή μου όπως τον συγκίνησε αυτή της Βάνου. Δεν είπε για μένα: «Να μια φωνή που ταιριάζει με τα δικά μου».

Από την άλλη, πάντως, ο Μίκης Θεοδωράκης εκθείαζε την απόδοσή σας στη «Μυρτιά» και στο «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου».

Ενστικτο. Ούτε με αυτόν είχα συνέχεια, γιατί γύρισε στους λαϊκούς τραγουδιστές που είδε ότι τον εξέφραζαν περισσότερο. Ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε όχι από γνώση, όχι συνειδητά, αλλά από ένστικτο. Οσο και να τον δίδασκε, η φωνή του ήταν ενστικτώδης. Δεν ήθελε και ο Μίκης να του την αλλάξει, γιατί είχε μέσα της καθαρότητα. Δεν θεωρώ όμως λαϊκή τραγουδίστρια τη Μαίρη Λίντα.

Και τι τη θεωρείτε;

Τραγουδίστρια ελαφρού τραγουδιού. Η φωνή της δεν περιέχει το υλικό του λαϊκού ανθρώπου. Η ίδια μπορεί να είναι λαϊκή, αλλά η φωνή της είναι περισσότερο σοπράνο. Την έχω για να τραγουδήσει τον «Κουρέα της Σεβίλλης» ή και ποπ. Λαϊκή τραγουδίστρια δεν ήταν, σαν τη Μοσχολιού ας πούμε.

Ο Μίκης άλλαζε και δισκογραφικές εταιρείες, δεν ήταν εύκολες οι συμπράξεις όπως μέχρι πρότινος.

Σωστά, είχε φύγει από εκεί όπου ήμουν εγώ. Δεν συνεργάστηκε

με τον Πατσιφά παρά μετά περιστασιακά. Επίσης είχα συνθέτη που έγραφε για μένα, τον Σπήλιο Μεντή.

Τι γνώμη είχαν για τον Μεντή ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις;

Κανένας δεν είχε εκφραστεί γι’ αυτόν. Ηταν βαθύτατος άνθρωπος που έγραφε και ο ίδιος στίχους παρότι μελοποιούσε άλλους.

Πάντως η δική σας παρουσία σήμερα είναι η μόνη που μας θυμίζει τον Σπήλιο Μεντή. Συγκριτικά με τους άλλους δύο, δύσκολα θα αναφερόταν κάποιος σήμερα στον Μεντή.

Μα δεν ήταν για να περάσει στο μεγάλο κοινό. Ηθελε πιο εκλεπτυσμένο κοινό, όχι εστέτ, αλλά πιο ευαίσθητο κοινό που καταλάβαινε τους στίχους του και τι έλεγε η μουσική του σε σχέση με τους στίχους του. Ευτυχώς δούλεψα μόνο για τέσσερα χρόνια στη νύχτα, όπου μας υποχρέωναν να ερμηνεύουμε τρία τέσσερα τραγούδια από αυτά που θέλαμε – εγώ αγαπούσα τα γαλλικά και τις μπαλάντες. Εκεί λοιπόν δεν τραγουδούσα τον Μεντή και γι’ αυτό στην ωριμότητά μου έκανα δύο συναυλίες με τραγούδια του· του το χρωστούσα.

Αναφερθήκατε στη νύχτα και σας πάω τώρα σε μια συνέντευξη του Κώστα Παπαδόπουλου στην οποία μου μίλησε για ένα λαϊκό ετερόκλητο σχήμα και με τη δική σας συμμετοχή.

Δεν θυμάμαι πού και πότε ήταν αυτό. Θυμάμαι μόνο τον Χάρρυ Κλυνν που μου άρεσε πάρα πολύ και κάτι καμαρίνια στα οποία βλέπαμε να περνάει πότε πότε και κάνα ποντικάκι. Ο κόσμος κάπνιζε αρειμανίως και μου κοβόταν η ανάσα. Επρόκειτο να βγω ένα βράδυ και οι συνάδελφοι έβριζαν τον κόσμο: «Τι κάνουν αυτοί; Μιλάνε, τρώνε, κανείς δεν μας προσέχει». Προτού πάω στο κέντρο είχα περάσει από κάτι βαφτίσια και μου έδωσαν να πιω ένα λικεράκι το οποίο με ζάλισε. Με απελευθέρωσε όταν βγήκα στο πάλκο, όπως συμβαίνει με τους τραγουδιστές που πίνουν ουίσκι πριν από τη δουλειά. Πάω λοιπόν σε αυτό το θηριώδες κοινό, κλείνω τα μάτια και αρχίζω να τραγουδάω. Κι όταν τα ανοίγω από κάτω δεν ακουγόταν τίποτε. Ξυπνάω, να το πω έτσι, και είπα: «Αυτό είναι το κοινό, εσύ το διαμορφώνεις».

Σας κλόνισε ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη;

Πάρα πολύ, έκλαψα. Νιώθω σαν

«Στην τελευταία μας συνάντηση με τον Μίκη το μόνο που έκανα ήταν να πάω να τον αγκαλιάσω και να τον ρωτήσω: “Μίκη, σ’ αγκαλιάζει κανείς;”. Δεν μου απάντησε… Δεν αντέδρασε, έμεινε κλειστός»

«Ο Χατζιδάκις έχει ψυχή ουράνια, ο Θεοδωράκης γήινη και συμπαντική. Ο Χατζιδάκις πετάει για το συναίσθημα σαν πουλί, αλλά το άλμπατρος είναι ο Μίκης»

να μην έχω στέγη πια πάνω από το κεφάλι μου. Ηταν ο άνθρωπος που έβαλε στέγη πάνω από τους Ελληνες. Ετσι πιστεύω και άσε με τώρα γιατί θα με πιάσουν πάλι τα κλάματα.

Είχατε να τον συναντήσετε πολύ καιρό;

Τον επισκέφτηκα πριν από λίγα χρόνια. Είχα την ατυχία να είναι στο σπίτι του ο Μίμης ο Ανδρουλάκης, ενώ είχε ραντεβού μαζί μου. Του έγραφε το βιβλίο του ο Ανδρουλάκης και φαίνεται πως η ώρα που του είχε δώσει δεν τον κάλυψε και ήθελε να μείνει κι άλλο. Μου λέει: «Δεν πιστεύω να σας πειράζει να μείνω κι εγώ», αλλά τι να έλεγα κι εγώ; Και να θέλω να ανοίξω μια τεράστια κουβέντα με τον Μίκη… Ακόμη κι εκείνη την ώρα δεν τόλμησα να πω: «Σας παρακαλώ, ήρθα να δω τον Μίκη και θέλω να τον δω μόνη μου».

Κακώς δεν το είπατε.

Αυτή είναι η δεύτερη σκέψη που μου έρχεται, γιατί το ελάττωμα της ατολμίας μου σταματά και τη σωστή αντίδραση. Το μόνο που έκανα ήταν να πάω να τον αγκαλιάσω και να τον ρωτήσω: «Μίκη, σ’ αγκαλιάζει κανείς;».

Τι σας είπε;

Δεν μου απάντησε… Δεν αντέδρασε, έμεινε κλειστός. Εμεινα μαζί του για μισή ώρα, το πολύ τρία τέταρτα. Αρχισε να θυμάται τις ηχογραφήσεις που κάναμε, αλλά εγώ ήθελα να του αναπτύξω όλα αυτά που λέμε εμείς τώρα. Ο Ανδρουλάκης έμεινε και μετά. Κατάλαβα ότι τον έπνιξε. Εγώ δεν ήμουν πουθενά. Ακόμη και τώρα ψάχνω να βρω το εγώ μου· είναι φοβερό. Θυμώνω μαζί μου, γιατί σε στιγμές που δεν πρέπει γίνομαι μικρό παιδί. Να μην παίρνεις αυτό που έχεις δικαίωμα να πάρεις; Κι αυτός όμως δεν είπε στον Ανδρουλάκη: «Φύγε, θα μείνω με τη Γιοβάννα τώρα».

Με τον Μίκη βέβαια δεν βρεθήκαμε μόνο το 1961 και ύστερα από 55 χρόνια πάλι. Είχαμε δώσει ενδιάμεσα και κάποιες συναυλίες, που μου έλεγε: «Εμείς εδώ, Γιοβάννα, κάνουμε πολλές πρόβες». Ξανά και ξανά πρόβες τόσες που η μνήμη μου δεν με βοηθά για να θυμηθώ σε ποια σκηνή ή θέατρο τις κάναμε. Θυμάμαι μόνο να τραγουδάω τη «Μυρτιά» σε ενορχήστρωση του Αλέξη Γεωργιάδη για μια κυριακάτικη εκπομπή της Εθνικής Ραδιοφωνίας. Εκείνη η ενορχήστρωση ήταν ελεύθερη, σαν ελαφρού τραγουδιού, δεν είχε ίχνος δημώδους διάθεσης. Δεν είχε μπουζούκι ή λαούτο.

Ούτε στην ενορχήστρωσή του ο Χατζιδάκις έβαλε λαϊκά όργανα.

Ναι, αλλά αυτή η εκτέλεση είχε ένα περίβλημα άλλο με τη χρήση της μεγάλης ορχήστρας. Το θέατρο ήταν γεμάτο και έπεσε από το χειροκρότημα όταν είπα τη «Μυρτιά». Οχι για τη Γιοβάννα, αλλά για το άκουσμα το καινούργιο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα Μίκη Θεοδωράκη μπροστά σε κοινό.

Τον Χατζιδάκι τον συναντήσατε ξανά τα επόμενα χρόνια;

Είχα συναντηθεί, ναι, αλλά δεν με είχα βρει ακόμη, παρόλο που ήμουν μεγάλη γυναίκα. Ακροάτρια ήμουν περισσότερο, χωρίς να συμμετέχω σε κουβέντες. Δεν νομίζω πως ο Χατζιδάκις έδινε σημασία σε ανθρώπους που δεν ήταν του δικού του κύκλου. Δεν κοιτούσε τον άνθρωπο όπως τον κοιτούσε ο Θεοδωράκης. Ο Μίκης κοιτούσε αλλιώς τον άνθρωπο. Ο Μάνος όχι, κοιτούσε μόνο αυτό που είχε μέσα του. Σκλαβωμένος ήταν κι αυτός, αλλά δεν ήθελε να το δει και γι’ αυτό αντιδρούσε έντονα και σπασμωδικά. Ο Χατζιδάκις έχει ψυχή ουράνια, ο Θεοδωράκης γήινη και συμπαντική. Ο Χατζιδάκις πετάει για το συναίσθημα σαν πουλί, αλλά το άλμπατρος είναι ο Μίκης.

Ξέρετε ότι πολλοί Γεωργιανοί βάφτισαν τα κορίτσια τους «Γιοβάννες» εξαιτίας σας;

Εχουμε και τώρα εδώ πολλές Γιοβάννες γεωργιανής καταγωγής. Στη Γεωργία πήγα πρώτη φορά το 1962. Είχα δώσει ένα ρεσιτάλ στον Παρνασσό με τον Γεωργιάδη στο πιάνο υπό την αιγίδα του Γαλλικού Ινστιτούτου. Εκεί με βρήκε η Πία Χατζηνίκου, η οποία με ρώτησε αν ήθελα να τραγουδήσω στο φεστιβάλ τραγουδιού της Πολωνίας. Είπα «ναι». Πριν από αυτό όμως είχε προηγηθεί κάτι άλλο: θα ήμουν στα 16, μαθήτρια του ωδείου, και θα γινόταν ένα φεστιβάλ νεολαίας των χωρών της Σοβιετικής Ενωσης. Με επέλεξαν να εκπροσωπήσω τη χώρα μας. Θα κάναμε πέντε μέρες ταξίδι με το τρένο ως εκεί. Ετοιμαζόμουν για το ταξίδι πανευτυχής. Ο πατέρας μου, αν και δεξιός, λάτρευε τα ρωσικά τραγούδια. Πήρα μια καμπαρντίνα ωραία, μαύρη απέξω και κόκκινη από μέσα, γύρισα το κόκκινο απέξω και πήγα και χτύπησα την πόρτα της σοβιετικής πρεσβείας. «Ηρθα γιατί θέλω να μου δώσετε ρωσικά τραγούδια». Με βάλανε σε ένα γραφείο κι άρχισαν να με ξεσκονίζουν από πάνω μέχρι κάτω για να δουν τι μέρος του λόγου ήμουν. Ισως με πέρασαν για κατάσκοπο (γέλια). Δεν είχαν να μου δώσουν ρωσικά πολλά και μου σύστησαν μόνο το «Και το ατσάλι λύγισε», μεταφρασμένο στα γαλλικά, που είχε θέμα τη σοσιαλιστική επανάσταση. Τέλος πάντων, εγώ έλεγα περιχαρής πως θα τραγουδήσω στη Σοβιετική Ενωση και δύο μέρες πριν βγαίνει υπουργική απόφαση που απαγορεύει την έξοδο από τη χώρα προς τη Ρωσία. Τι κλάμα έριξα δεν φαντάζεστε. Ποιος να μου έλεγε τότε: «Μην κλαις, περίμενε λίγο. Θα πας στη Γεωργία και θα γίνεις δικιά τους».

Πάμε πάλι στην πρόταση της Χατζηνίκου για το φεστιβάλ στην Πολωνία.

Πήγα, αλλά πριν ταλαντευόμουν ποιο τραγούδι θα έλεγα. Επέλεξα το «Τι κρίμα» του Μίμη Πλέσσα. Σκέφτηκα να παίρναμε μαζί και τον Πλέσσα για να διηύθυνε και να κάναμε εντύπωση. Του το προτείνω, πληρώνει τα έξοδα από την τσέπη του και έρχεται στην Πολωνία. Παίρνουμε το πρώτο βραβείο και αρχίζουμε τις τουρνέ σε πόλεις της Πολωνίας. Θα καταλήγαμε στη Βαρσοβία για να πάρουμε τα εισιτήριά μας για τις χώρες μας ο καθένας. Εγώ βρήκα να με περιμένει ένα εισιτήριο για τη Μόσχα.

Αυτό πώς προέκυψε;

Η Πία Χατζηνίκου πέτυχε να μας δώσουν εκεί μια σειρά κοντσέρτων. Πώς θα τα κάναμε όμως; Δεν είχα μαζί μου τραγούδια σε ενορχηστρώσεις για μένα τυπωμένες σε παρτιτούρες. Ζήτησα να ξανάρθει ο Πλέσσας, που είχε γυρίσει στην Ελλάδα νωρίτερα από μας. Αυτοί ήθελαν να βάλουν δικό τους μαέστρο, αλλά τελικά ήρθε ο Πλέσσας και κάναμε μαζί τα πρώτα 15 κοντσέρτα στη Μόσχα. Ελεγα τραγούδια του Πλέσσα, ελαφρά τραγούδια, και μόνο τη «Μυρτιά» από του Θεοδωράκη. Είχαμε τέτοια επιτυχία που μας έβαλαν στο στούντιο οι Ρώσοι και γράψαμε ολόκληρο δίσκο. Το ίδιο έγινε και τη δεύτερη φορά που πήγα, με μαέστρο τον Κώστα Καπνίση.

Υπάρχει η φήμη ότι ο Πλέσσας δεν όρισε αντικαταστάτη του έναν καθιερωμένο μαέστρο αλλά το πρώτο βιολί της ορχήστρας.

Κοιτάξτε, λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν ήθελαν τον Πλέσσα. Ηθελαν να βάλουν δικό τους άνθρωπο, Ρώσο. Ο Πλέσσας όταν έφυγε μετά τα πρώτα 15 κοντσέρτα μας στη Μόσχα έβαλε στη θέση του το πρώτο βιολί που δεν είχε διευθύνει ποτέ. Υπήρξε φορά που αυτός μες στο τρακ του διηύθυνε γρήγορα ένα αργό κομμάτι. Το θέμα είναι πως όταν ο Πλέσσας γύρισε εδώ, έλεγε «οι συναυλίες μου» και το ακόμη χειρότερο, «όταν ξαναπάω θα πάρω μαζί μου μια τραγουδίστρια εκπληκτική», εννοώντας την Τζένη Βάνου. Καταπληκτική τραγουδίστρια, δεν λέω, αλλά ποιος πήγε τον Πλέσσα εκεί απάνω; Και να σας εξομολογηθώ κι ένα άλλο; Οταν γύρισα πίσω κι εγώ από τις περιοδείες στη Ρωσία ποιος νομίζετε ότι με βοήθησε, πέραν του Ρίτσου και του Μεντή; Ο Λουί Ρε, ο διευθυντής της ραδιοφωνίας της Γενεύης. Ηταν στην επιτροπή για το κομμάτι «Τι κρίμα» του Πλέσσα. Μου είπε πως θα μπορούσαμε να κάνουμε το τραγούδι δίσκο για ολόκληρη την Ευρώπη. Τον παρέπεμψα στον Πλέσσα, τον συνθέτη. Υστερα από 20 μέρες έλαβα ένα άλλο γράμμα: τους είπε ναι, με την προϋπόθεση να μην το τραγουδούσα εγώ, αλλά μια άλλη τραγουδίστρια.

Στη Ρωσία πάντως δεν τελειώσατε με 15 κοντσέρτα μόνο, με ή άνευ Μίμη Πλέσσα.

Σωστά, έμεινα στην ΕΣΣΔ: Κριμαία, Πετρούπολη, Γεωργία, μόνη μου με την ορχήστρα και με ένα τσάρτερ ειδικό για μας που μας γύρναγε από πόλη σε πόλη. Προτού πάμε να παίξουμε στη Γεωργία ζήτησα να μάθω ένα γεωργιανό τραγούδι. Ενας από κει μου σύστησε κάποιο που υμνεί την Τιφλίδα.

Πατριωτικό;

Οχι πατριωτικό, ένα σαν την «Αθήνα» του Χατζιδάκι, που υμνούσε τις ομορφιές της πόλης. Είχα γράψει στα λατινικά τα ρωσικά για να μάθω να τα προφέρω, αλλά φάγαμε τον κόσμο για να βρούμε έναν Γεωργιανό να μας διαβάσει τα πρωτότυπα λόγια του τραγουδιού στη γεωργιανή γλώσσα. Εδώ οφείλω να αναγνωρίσω ότι ο Πλέσσας έκανε την ενορχήστρωση του τραγουδιού παρότι δεν θα ήταν εκεί για να το διευθύνει. Στη Γεωργία παίξαμε σε ένα τεράστιο παλέ ντε σπορ δέκα χιλιάδων ατόμων. Την πρώτη μέρα γεμάτη η μισή πλατεία. Τη δεύτερη όλη η πλατεία. Και την τρίτη γέμισε μέχρι και το διάζωμα. Οταν πήγα την άλλη χρονιά με τον Καπνίση έκανα έτσι να δω πίσω από το ριντό και οπισθοχώρησα τρομαγμένη. Τίγκα ο κόσμος, δεν υπήρχε αυτό που γινόταν. Εφτασε η στιγμή για να τραγουδήσω στη γλώσσα τους το γεωργιανό τραγούδι· ο κόσμος τρελάθηκε. Εκτοτε όποτε τραγουδούσα επί γεωργιανού εδάφους έπαιρνα τόνους τα λουλούδια, ολόκληρα κάνιστρα με σερβίτσια τσαγιού μέσα. Ετσι έμαθα πώς είναι να είσαι είδωλο. Εμπαινα στο ταξί και ο κόσμος χύμαγε και κράταγε το όχημα από τον προφυλακτήρα, από κάτω, για να μην τους φύγω.

Δεν μπορούμε να μην πούμε και για τη Eurovision. Εκπροσωπήσατε την Ελβετία το μακρινό 1965.

Ο Λουί Ρε μου έδωσε την ευκαιρία να διαγωνιστώ με άλλες πέντε κοπέλες, δύο από κάθε καντόνι, σε γαλλικά και ιταλικά. Κέρδισα στον διαγωνισμό και μόνο με οχτώ Ελβετούς να με ακολουθούν στη Νάπολη που θα διεξαγόταν η Eurovision. Ημουν 18η στη σειρά που θα τραγουδούσα, τελευταία. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ τόσο έντονο πονοκέφαλο στη ζωή μου, γιατί κάναμε πρόβα μέχρι προτού βγούμε στη σκηνή. Δεν είχα έναν δικό μου άνθρωπο από την Ελλάδα, έναν ώμο να ακουμπήσω, ήμουν τελείως μόνη εκεί.

Πότε ακριβώς σταματήσατε το τραγούδι;

Αμέσως μετά τη συμμετοχή μου στη Eurovision. Κλείστηκα μετά και μπήκα αμέσως στο γράψιμο.

Μα με τέτοια επιτυχία έξω δεν είχατε φιλοδοξία;

Δεν είχα κότσια, νεύρα και τον κατάλληλο ιμπρεσάριο να σταθεί δίπλα μου. Δεν είχα το πείσμα και το μυαλό της Μούσχουρη. Δεν πάταγα επί πτωμάτων, αυτά δεν τα έκανα.

Δεν σας απασχολεί μην τα διαβάσει αυτά η Μούσχουρη;

Τι να μ’ απασχολεί; Τώρα; (γέλια) Δεν θα ήθελα όμως να γίνω μικροπρεπής και να πω τι μου έκανε η Μούσχουρη το ’61, ας τα πουν άλλοι, όχι εγώ.

Η ιστορία καταγράφεται και μέσα από μικρότητες.

Είναι η αλήθεια, με τον ίδιο τρόπο που αναγνωρίζω πως η Μούσχουρη δεν είχε πουθενά κενό. Και γνώση είχε, καλή μουσικός ήταν και καλή φωνή είχε και πείσμα είχε και λατρεία για το αντικείμενό της είχε. Η ίδια έφτιαξε την καριέρα της, γι’ αυτό όταν ο Χατζιδάκις της ζήτησε να μη φύγει, τον παράτησε και έγινε η παγκόσμια Μούσχουρη. Μπορεί να θύμωσε ο Χατζιδάκις και να ξαναμίλησαν έπειτα από 20 χρόνια, αλλά κι αυτή σκοτίστηκε…

Τι περιμένετε πλέον;

Η φιλοδοξία όταν φτάνεις και είσαι στην τελική ευθεία φεύγει και μπαίνει μπροστά της η πραγματικότητα. Θέλω να μπορούσα να έχω μια νιρβάνα, την ηρεμία μου μέχρι την τελευταία μου πνοή, γιατί δεν έζησα ήρεμα. Λεηλάτησαν τη ζωή μου και πάλεψα πολύ γι’ αυτό.

Docville

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282458532093461

Documento Media