Documento Media

Σχέδια σε μια «φανταστική» πόλη

Η κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος και ο ξεχασμένος «Μεγάλος περίπατος»

Δημήτρη Ιωάννου Δρα αρχιτέκτονα – πολεοδόμου ΕΜΠ

Ηανάπλαση της κάτω πλευράς της πλατείας Συντάγματος είναι και επίσημα το πρώτο έργο του (πάλαι ποτέ;) «Μεγάλου περιπάτου» που πήρε τον δρόμο της υλοποίησης με την ψήφιση από το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας της τελικής αρχιτεκτονικής μελέτης για τις παρεμβάσεις στο σημείο. Η μελέτη αποτελεί μια επικαιροποιημένη εκδοχή εκείνης που είχε λάβει το 1ο βραβείο στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας ΑΕ το 1999 και είχε υλοποιηθεί στην καθαυτό πλατεία αλλά όχι στο κάτω τμήμα της. Υπογράφεται από την κ. Ντόρα Παπαδημητρίου και τον καθηγητή Δημήτρη Μανίκα, μέλη και της αρχικής (ευρύτερης) μελετητικής ομάδας.

Εκτός από τα 22 χρόνια που πέρασαν από τότε, τα οποία καθιστούσαν το «φρεσκάρισμα» της μελέτης απαραίτητο, η μεγαλύτερη αλλαγή στα δεδομένα των δύο σχεδίων αφορά τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις: οι τότε προβλέψεις της ΕΑΧΑ ήταν πολύ πιο τολμηρές υπέρ των πεζών με στόχο τη μεγαλύτερη αισθητική και λειτουργική ενοποίηση των δύο τμημάτων της πλατείας, ενώ αυτές του Δήμου Αθηναίων και των συγκοινωνιολόγων συμβούλων του είναι πιο συντηρητικές και γι’ αυτό τους τελευταίους 13 μήνες που δοκιμάζονται στο σημείο δεν έχουν προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα στους οδηγούς. Συνυπολογίζοντας και τη διευκόλυνση των πεζών λόγω της κοντύτερης διάβασης, πιστώνουμε εδώ ένα πρώτο θετικό σημείο, αλλά με αστερίσκο στον οποίο θα επανέλθουμε.

Ενα δεύτερο θετικό σημείο είναι η ενεργοποίηση του «μελετητικού αποθέματος» του δήμου και μάλιστα μιας βραβευμένης πρότασης η

οποία έστω και ύστερα από πολλά χρόνια ολοκληρώνεται. Η καταφυγή σε μελέτες που έχουν παραχθεί με τον ορθό θεσμικά τρόπο συνιστά μια de facto παραδοχή της αξίας των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και πρέπει να την επικροτήσουμε, έστω κι αν έρχεται από μια δημοτική αρχή που έχει προβεί σε διάφορες θεσμικές ακροβασίες για να τους αποφύγει (στην πλατεία Ομονοίας αλλά και στις προαναγγελθείσες παρεμβάσεις σε Στρέφη, Φιλοπάππου και Ακαδημία Πλάτωνος) μέχρι να τους ξεφορτωθεί οριστικά μέσω της βολικής απόφασης του υπ. Περιβάλλοντος της 19ης Μαΐου, στην οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν συνέβαλε.

Από τη σκοπιά της υπεράσπισης των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών ως του ενδεδειγμένου μηχανισμού διασφάλισης της καλύτερης δυνατής επίλυσης των περίπλοκων ζητημάτων που θέτουν τα σημαντικά έργα δημόσιου ενδιαφέροντος, η περαιτέρω κριτική στις επιμέρους σχεδιαστικές επιλογές των μελετητών εν προκειμένω περισσεύει. Ακόμη όμως με το καπέλο του αρχιτεκτονικού κριτικού θα έλεγα ότι μπορεί κανείς πράγματι να συζητήσει διάφορα –για τα είδη των προτεινόμενων δέντρων, για την αναγκαιότητα των στεγάστρων, για επιμέρους υλικά–, όμως δύσκολα θα απορρίψει τις βασικές συνθετικές παραμέτρους της πρότασης ως ακατάλληλες για την ολοκλήρωση της νεοκλασικής πλατείας και της διεπαφής της με τον άξονα της οδού Ερμού. Τρίτο θετικό σημείο λοιπόν που προκύπτει από το δεύτερο είναι η αρχιτεκτονική ποιότητα της μελέτης.

Εδώ όμως αρχίζουν οι αστερίσκοι. Οπως έχει επισημάνει η Ανοιχτή Πόλη, η εγκατάλειψη του «Μεγάλου περιπάτου» ως συνολικού σχεδίου (και η υλοποίηση των έργων του μεμονωμένα) δεν οφείλεται μόνο στο ότι η αναφορά και μόνο σε αυτόν κάνει πλέον επικοινωνιακή και πολιτική ζημιά στη δημοτική αρχή, αλλά και στο ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματική πρόθεση να εκτιμηθούν στα σοβαρά οι συνέπειες

Η πόλη είναι οι άνθρωποί της με τις αντικρουόμενες πολλές φορές γνώμες τους και τα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους

που θα έχει στην πόλη. Οχι σε κυκλοφοριακό, αλλά σε χωροκοινωνικό επίπεδο: στις χρήσεις και τις αξίες γης, στην πρόσβαση (καθημερινή ή και με μακροπρόθεσμους όρους) των διαφορετικών ομάδων χρηστών, σε όλες σχεδόν τις λειτουργίες της πόλης. Μα θα πει κάποιος, ποιες σοβαρές συνέπειες μπορεί να έχει αυτή η ανάπλαση; Η απάντηση είναι ότι ακόμη και η πιο «εύκολη» και «ανώδυνη» από τις παρεμβάσεις του «Περιπάτου» συναρτάται με άλλες πιο ζόρικες που δεν έχουν καν δοκιμαστεί. Η πιο αναγκαία εκ των οποίων για τη λειτουργικότητα της συγκεκριμένης παρέμβασης είναι η αντιδρόμηση της διαδρομής Κολοκοτρώνη – Βουλής – Καραγεώργη Σερβίας και η χωροθέτηση στην τελευταία της πιάτσας των ταξί. Η ανάγκη για διαρκή αστυνόμευση του μετώπου της κάτω πλατείας (συχνά με παρουσία κλούβας στην απόληξη της Ερμού!) και το γεγονός ότι αυτό «κιτρινίζει» με την παραμικρή ευκαιρία δείχνουν ότι η πόλη σπάνια λειτουργεί σύμφωνα με τα μοντέλα. Αντίθετα, είναι ένα πολύπλοκο σύστημα σε συνεχή αναζήτηση ισορροπιών με τρόπους απρόβλεπτους.

Η τελευταία παρατήρηση αναδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβούλευσης και του κοινωνικού διαλόγου. Φοβάμαι πως η αλλεργία της σημερινής δημοτικής αρχής σε τέτοιες διαδικασίες (φανερή ακόμη και στη λησμονιά που περιέβαλε ξαφνικά το ειδικό πολεοδομικό σχέδιο που θα κατοχύρωνε θεσμικά τον «Περίπατο» αλλά θα συνοδευόταν αναγκαστικά από διαβούλευση) δεν οφείλονται μόνο στη βιασύνη της να δείξει αμέσως σημαντικό έργο, αλλά και σε έναν βαθύ ελιτισμό – στην πεποίθηση ότι «εμείς και οι δικοί μας ξέρουμε καλύτερα». Δεν υποτιμώ την «αυθεντία του καλού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού» ούτε την πολύτιμη διεπιστημονική προσέγγιση των ειδικών του χώρου. Ομως η πόλη είναι οι άνθρωποί της με τις αντικρουόμενες πολλές φορές γνώμες τους και τα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους. Και πρέπει σε κάθε περίπτωση να τους ακούμε.

Ville | Παρέμβαση

el-gr

2021-07-25T07:00:00.0000000Z

2021-07-25T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282647510546337

Documento Media