Documento Media

Τα ίδια τα παιδιά πάνε τη μαμά τους στον ιατροδικαστή

Τραγικά περιστατικά με γυναίκες θύματα της κακοποίησης και της αντίληψης που κυριαρχεί στην κοινωνία, ιδίως στην επαρχία, ότι πρέπει να ανέχονται τη βία των συντρόφων τους

Αντιγόνη Μιχοπούλου Δανάη Κισκήρα-Μπαρτσώκα

Εν συντομία

Οι γυναικοκτονίες δεν είναι σπάνιο και ενδημικό φαινόμενο· η κακοποίηση αποτελεί τραγικό μέρος της καθημερινότητας εκατομμυρίων γυναικών και η σειρά των περιστατικών, ορισμένα εκ των οποίων φτάνουν στον φόνο, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μοιάζει ατέλειωτη τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Συγκλονιστικές αφηγήσεις αλλά και χρήσιμες πληροφορίες από τους ανθρώπους που έρχονται πρώτοι σε επαφή με τα θύματα των κακοποιητών.

Γιατί ενδιαφέρει

Η κακοποίηση και η έμφυλη βία μέσα από τα μάτια των ιατροδικαστών.

«Αν μια γυναίκα κακοποιηθεί στη μέση του δρόμου της Αθήνας, δεν θα τη βοηθήσει κανείς. Δεν θα ανακατευτεί κανείς». Σε αυτό το απογοητευτικό αλλά τόσο αληθινό συμπέρασμα έχει καταλήξει η Αννα Ράζου, ιατροδικαστής στο Γενικό Νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας και γενική γραμματέας της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας.

Η ελληνική κοινωνία κρύβει την πατριαρχία βαθιά ριζωμένη στα σπλάχνα της και αρνείται πεισματικά να την αποβάλει, δημιουργώντας ένα εύπεπτο αφήγημα που για χρόνια ήθελε την «καλή» σύζυγο συνώνυμο της υπομονής, της σιωπής και της έλλειψης δικαιωμάτων. Σε συνδυασμό με την έννοια του οχαδερφισμού, η οποία κατά βάση διέπει ένα τεράστιο κομμάτι του κοινωνικού συνόλου που δεν θα ασχοληθεί με τον διπλανό του γιατί «ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται μέσα σε ένα σπίτι», η γυναίκα-θύμα κακοποίησης βρίσκεται αβοήθητη και φοβισμένη, χωρίς καμία ελπίδα ότι θα μπορέσει να ξεφύγει.

Μέσα από τη λαϊκή παράδοση, την ποίηση και τη μουσική, η αγάπη και ο έρωτας έχουν ταυτιστεί με τον πόνο, προσπαθώντας να τον κα

νονικοποιήσουν, καθιστώντας τον σχεδόν υποχρεωτικό και αναγκαίο προκειμένου να δημιουργηθεί ένα μεγάλο πάθος. «Ο,τι αξίζει πονάει και είναι δύσκολο» είχε γράψει η συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη, η οποία πρόσφατα δήλωσε χωρίς καμία ντροπή ότι έχει δεχτεί και έχει ασκήσει βία που όμως, όπως τονίζει, δικαιολογείται επειδή είναι παράγωγο ενός δυνατού έρωτα που «δεν ξέρει από καθωσπρεπισμούς». Αυτή η άποψη έθρεφε χρόνια την ελληνική κοινωνία, με τους «παλιούς» να μεταφράζουν το μαρτύριο των γυναικών σε διαπιστευτήριο αγάπης.

«Αν σταματήσω να φωνάζω/καταπιέζω/ασκώ βία, τότε να ανησυχήσεις»: αυτό είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα κακοποιητών μέχρι και σήμερα, οι οποίοι με τη σειρά τους δικαιολογούν τη συμπεριφορά τους και την αποδίδουν στον (παράλογο) έρωτα, λέγοντας μάλιστα ότι αν σταματήσουν να τα κάνουν, θα έχουν πάψει να είναι και ερωτευμένοι, δημιουργώντας έτσι μια δικαιολογία στο υποσυνείδητο του θύματος και έναν επίπλαστο κόσμο στον οποίο η αγάπη και ο έρωτας, αντί να δίνονται απλόχερα, κερδίζονται από αυτούς μόνο αν πονέσουν.

Αγριότητες της διπλανής πόρτας

Δεν είναι λίγες οι γυναίκες που βυθίζονται στη δίνη της κακοποίησης και αργούν πολύ να συνειδητοποιήσουν τι πραγματικά συμβαίνει. Αυτές, οι οποίες κατά βάση ενοχοποιούν τον εαυτό τους, δεν έχουν συγκεκριμένο προφίλ. Προέρχονται από όλες τις κοινωνικές ομάδες, όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, όλους τους πολιτικούς χώρους και όλα τα οικονομικά στρώματα. Σχετικά με τους δράστες όμως η Αννα Ράζου ξεκαθαρίζει ότι «δεν παίζει κανένα ρόλο πόσο καλλιεργημένος είναι ο άλλος ούτε πόσο καλή οικονομική κατάσταση έχει. Οι περισσότεροι δράστες είναι ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης».

«Το κοινό χαρακτηριστικό που έχω δει, είτε σε βαριά περιστατικά είτε σε λιγότερο βαριά, είναι η ενοχή. Δη

«Οι περισσότεροι δράστες είναι ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης… Το κοινό χαρακτηριστικό που έχω δει, είτε σε βαριά περιστατικά είτε σε λιγότερο βαριά, είναι η ενοχή. Οι περισσότερες γυναίκες έρχονται με μια ενοχή την οποία τους έχει φορτώσει είτε η κοινωνία είτε ο ίδιος ο σύζυγος ότι κάτι έκαναν λάθος»

Αννα Ράζου

Ιατροδικαστής στο Ασκληπιείο Βούλας, γενική γραμματέας της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας

λαδή αυτό που βλέπω εγώ ως γιατρός είναι ότι οι περισσότερες γυναίκες έρχονται με μια ενοχή την οποία τους έχει φορτώσει είτε η κοινωνία είτε ο ίδιος ο σύζυγος ότι κάτι έκαναν λάθος. Αυτό μπορεί να είναι ότι δεν μαγείρεψαν σωστό φαγητό ή ότι δεν μίλησαν με ευγένεια στον σύζυγο, επειδή εξέφρασε την άποψή της σε κάτι ή γιατί καθυστέρησε να επιστρέψει από τα ψώνια στο σουπερμάρκετ» λέει στο Documento η ιατροδικαστής και προσθέτει πως «τα προβλήματα δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά τώρα. Είμαστε χώρα βίαιων ανθρώπων. Αν μια γυναίκα δεχτεί κακοποίηση στη μέση του δρόμου της Αθήνας, δεν θα τη βοηθήσει κανείς. Δεν θα ανακατευτεί κανείς. Σας το λέω επειδή τα βλέπω καθημερινά στο ιατρείο. Η βία πάντα υπήρχε μέσα στις οικογένειες, ειδικότερα στις επαρχίες. Ακόμη και τώρα δεν καταγγέλλονται. Εχω κάνει πολλά χρόνια στην επαρχία, έπρεπε να είναι πολύ σοβαρό περιστατικό για να έρθει στον ιατροδικαστή».

Για να φτάσει ένα θύμα κακοποίησης να εξεταστεί σε δημόσιο νοσοκομείο από ιατροδικαστή πρέπει πρώτα να έχει κάνει καταγγελία σε αστυνομικό τμήμα, γεγονός που σημαίνει ότι αναλογικά εξετάζεται ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό θυμάτων, «δίνεται δηλαδή μια εντολή για να έρθει στο ιατρείο, δεν μπορεί να χτυπήσει την πόρτα και να πει θέλω να με δει ιατροδικαστής» υπογραμμίζει η Αννα Ράζου και προσθέτει: «Πολλά περιστατικά χρειάστηκαν νευροχειρουργική επέμβαση για τις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τους χτυπάνε τα κεφάλια στον τοίχο. Αλλες έρχονται με πολλά κατάγματα, τους σπάνε τα χέρια κυριολεκτικά».

Από την πλευρά του ο Αναστάσιος Θεοδωρίδης, ιδιώτης ιατροδικαστής, μιλώντας στο Documento, αναφέρεται στα περιστατικά που δεν είναι σίγουρα ακόμη ότι θα καταθέσουν μήνυση και επισκέπτονται ιδιώτες ιατροδικαστές προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα στοιχεία είναι επαρκή.

«Οταν κάνεις μήνυση, πηγαίνεις πρώτα στον ιατροδικαστή υπηρεσίας. Σε στέλνει η αστυνομία. Σε μας (σ.σ. τους ιδιώτες) έρχονται περιστατικά που φοβούνται αρχικά να πάνε στην αστυνομία, γιατί αν κάνεις μήνυση πρέπει να έχεις αποδείξεις. Αν οι αποδείξεις δεν επαρκούν, μπορεί όλη η υπόθεση να γυρίσει μπούμερανγκ. Ερχονται στους ιδιώτες για να σιγουρέψουν αυτά τα στοιχεία. Αν πάνε στον ιδιώτη ιατροδικαστή, δεν θα το μάθει κανένας, δεν χρειάζεται μήνυση και εφόσον σιγουρευτούν ότι πράγματι τα στοιχεία επαρκούν για να κινηθούν δικαστικά, τότε μπορεί να καταθέσουν και τη μήνυση» σημειώνει ο Αν. Θεοδωρίδης.

«Πολλά περιστατικά δεν έρχονται από την πρώτη φορά. Εχω δει περιστατικά τα οποία ήταν πολύ βαριά και χρειάστηκαν άμεση παροχή βοήθειας ή περιστατικά που έχουν γίνει κατ’ επανάληψη μπροστά στα παιδιά και πήρε πολλά χρόνια στη γυναίκα να φτάσει στο σημείο να πει δεν μπορώ άλλο. Εχω δει περιστατικό που ήρθε ύστερα από 40 ολόκληρα χρόνια κακοποίησης με παιδιά και εγγόνια» εξηγεί η Αννα Ράζου.

Οι επιπτώσεις του εγκλεισμού

Κατά το πρώτο lockdown ένα σύνθημα που έκανε την εμφάνισή του ξαφνικά ήρθε να διατυπώσει το βασικό πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα: «Κάποιοι στο σπίτι δεν είναι ασφαλείς». Και πράγματι δεν ήταν.

«Είναι πάρα πολλά τα περιστατικά. Σε μια πρόσφατη στατιστική ανάλυση που κάναμε δεν παρατηρήσαμε αύξηση συγκριτικά με τα άλλα χρόνια λόγω της καραντίνας. Αυτό όμως που παρατηρήσαμε πάρα πολύ έντονα στην πρώτη καραντίνα είναι ότι σταμάτησαν να έρχονται τα περιστατικά επειδή δεν είχαν τρόπο να φύγουν από το σπίτι. Με το που άρθηκαν τα περιοριστικά μέτρα είχαμε τέσσερις φορές περισσότερα περιστατικά απ’ ό,τι συνήθως. Δεν γίνεται κανείς βίαιος λόγω της Covid ή της καραντίνας, είναι από

πριν» υπογραμμίζει η κ. Ράζου.

«Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας πέρυσι στην πρώτη καραντίνα, Μάρτιο, Απρίλιο και το Πάσχα, ήταν για την ενδοοικογενειακή βία υπερβολικά. Μιλάμε για αύξηση όχι 100%, αλλά για 1.000%. Οκτώ χρόνια που ιδιωτεύω είχα ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας ανά δύο μήνες. Μέσα σε μια βδομάδα πέρυσι στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου είχα έξι περιστατικά» σημειώνει από τη μεριά του ο Αν. Θεοδωρίδης και προσθέτει: «Τελευταία έχουν μειωθεί τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και έχουν αυξηθεί οι ανθρωποκτονίες».

Τέσσερις γυναικοκτονίες σε τέσσερις μήνες

Η γυναικοκτονία αποτελεί το τελευταίο στάδιο της έμφυλης βίας. Μια βία που είναι η πιο αποδεκτή. Κάποτε τη θεωρούσαν δεδομένη σε μια φαλλοκρατική κοινωνία στην οποία τα στερεότυπα θέλουν τη γυναίκα κατώτερη, υποχείριο του άντρα, υποχρεωμένη να υπομένει, να μη ζητά, να μη θέλει και γενικώς να μη ζει, αλλά να νομίζει παράλληλα ότι κάνει όλα τα παραπάνω.

Από τον Απρίλιο έχουν διαπραχθεί στην Ελλάδα τέσσερις γυναικοκτονίες, δηλαδή μία κάθε μήνα, ενώ το σύνολό τους για το 2021 ανέρχεται στις πέντε.

Συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2021 μια 54χρονη δολοφονήθηκε με 14 μαχαιριές από τον Νορβηγό σύντροφό της στα Χανιά. Τον Απρίλιο η 28άχρονη Κωνσταντίνα

Τσάπα και ο 30χρονος αδερφός της δολοφονήθηκαν από τον 31χρονο εν διαστάσει σύζυγό της στη Μακρυνίτσα Πηλίου, σε βάρος του οποίου εκκρεμούσαν ασφαλιστικά μέτρα. Τον Μάιο η 20άχρονη Καρολάιν Κράουτς δολοφονήθηκε από τον 33χρονο πιλότο σύζυγό της στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά. Στις αρχές Ιουνίου ακόμη μία γυναίκα, η 64χρονη Ελένη, δολοφονήθηκε από τον 75χρονο κακοποιητή πρώην συζύγό της έξω από το σπίτι της στην Αγία Βαρβάρα.

«Σε μας (σ.σ. τους ιδιώτες) έρχονται περιστατικά που φοβούνται αρχικά να πάνε στην αστυνομία γιατί αν κάνεις μήνυση, πρέπει να έχεις αποδείξεις. Ερχονται στους ιδιώτες για να σιγουρέψουν αυτά τα στοιχεία. Αν πάνε στον ιδιώτη ιατροδικαστή, δεν θα το μάθει κανένας, δεν χρειάζεται μήνυση και εφόσον σιγουρευτούν ότι πράγματι τα στοιχεία επαρκούν για να κινηθούν δικαστικά, τότε μπορεί να καταθέσουν και τη μήνυση»

Αναστάσιος Θεοδωρίδης

Iδιώτης ιατροδικαστής

Μπροστινή Σελίδα

el-gr

2021-07-25T07:00:00.0000000Z

2021-07-25T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/281960315778977

Documento Media