Documento Media

Τα σωματεία στον γύψο;

Από την έκδοση του βιβλίου «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» και την οργάνωση της εργατικής τάξης στην αποσύνθεση του συνδικαλισμού

Χάρη Αθανασιάδη

Τον Ιούνιο του 1907 ένα βότσαλο τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της αθηναϊκής διανόησης: «Το κοινωνικόν μας ζήτημα», ένα βιβλίο μόλις 70 σελίδων σε μόλις 500 αντίτυπα. Ουδείς έως τότε γνώριζε κάποιο κοινωνικό ζήτημα· όλοι ήξεραν το εθνικό, αυτό μονοπωλούσε τη δημόσια ζωή: η Μεγάλη Ιδέα, η απολύτρωση των ομοεθνών της οθωμανικής επικράτειας, άρα ο πόλεμος. Ο περασμένος, ο «ατυχής» του 1897, τον οποίο εμείς προκαλέσαμε και ακόμη πληρώναμε τα επίχειρα· ο συγκαιρινός, ο ανορθόδοξος με τους Βούλγαρους επί οθωμανικού εδάφους, στον οποίο αναμειχθήκαμε κρυφίως (190408)· και ο επόμενος που ξέσπασε και ήταν πόλεμος πληθυντικός και τράβηξε μια δεκαετία (1912-22).

«Πόλεμος πατήρ πάντων»· η ρήση του Ηράκλειτου κοσμούσε το εξώφυλλο του βιβλίου που προκάλεσε μαχητικές αντιπαραθέσεις μέσα κυρίως από τις στήλες του περιοδικού «Ο Νουμάς». Μα άλλον πόλεμο εννοούσε ο συγγραφέας του, που υπέγραφε με το διόλου τυχαίο ψευδώνυμο Γεώργιος Σκληρός: τον ταξικό πόλεμο, που ήδη –έλεγε– διεξάγεται αδιόρατα, μα που είναι ανάγκη απόλυτη να γίνει ορατός, να ενταθεί, έτσι μόνο θα προκόψουμε ως κοινωνία και έθνος. Την αρχή θα κάνουν ασφαλώς οι εργάτες –πρόβλεψε–, «η πλέον πιεζόμενη και αδικούμενη τάξις». Θα ακολουθήσουν οι μικροαστοί των πόλεων και τέλος η «πλουτοκρατία» θα «παύση τον μεταξύ της ψευτοπόλεμον», θα συγκροτηθεί και αυτή σε τάξη και «θ’ αρχίση τον αληθή πόλεμον με τους νέους πραγματικούς επικίνδυνους εχθρούς».

Ο Σκληρός μεγάλωσε στην Τραπεζούντα και όταν έγραφε το «Κοινωνικόν ζήτημα» σπούδαζε Ιατρική στην Ιένα της Γερμανίας. Δεν είχε επισκεφτεί την Ελλάδα, αλλά διέκρινε εκείνο που δεν είδαν όσοι ζούσαν σε αυτή: την αργή μα σταθερή κίνηση από το χωράφι στο εργοστάσιο. Τους αγρότες που κατέφταναν στα λιμάνια κι έπιαναν δουλειά στα μεταλλεία, τα βυρσοδεψεία και στις βιοτεχνίες. Γίνονταν εργάτες και ως τέτοιοι πλέον όφειλαν να συγκροτηθούν σε τάξη. Ο λόγος του Σκληρού δεν ήταν περιγραφικός, ήταν σκληρά επιτελεστικός. Οι εργάτες ήταν αυτοί που παρήγαν τον πλούτο της νέας βιομηχανικής κοινωνίας, μα έμεναν έξω από τη μοιρασιά. Οντας αδικημένοι είχαν δικαίωμα αντίστασης, διέθεταν το κίνητρο ενός «πολέμου» που θα άλλαζε τον κόσμο. Αρκεί από ασύντακτο πλήθος να οργανώνονταν σε εργατικά σωματεία και σε σοσιαλιστικά κόμματα.

Εναν χρόνο μετά το «Κοινωνικόν ζήτημα», το 1908, ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Βόλου, ακολούθησαν εκείνο της Αθήνας (1910), του Πειραιά (1912) και ολοένα πιο πυκνά, ωσότου μια πλειάδα σωματείων ίδρυσε το 1918 τη Γενική Συνομοσπονδία, τη ΓΣΕΕ που υπάρχει ως τα σήμερα. Η μαρξιστική ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας συνεισέφερε λοιπόν πολλά, μα δεν ήταν η μόνη που προκάλεσε τη σωματειακή εκείνη έκρηξη. Ηταν επίσης η πολιτική του Βενιζέλου, που το 1914 αναγνώρισε θεσμικά την ύπαρξη και τον διακριτό ρόλο της εργατικής τάξης.

Στον αιώνα που ακολούθησε τα σωματεία δοκιμάστηκαν πολλαπλά: στοχοποιήθηκαν ως επικίνδυνα στον μεσοπόλεμο, διεφθάρησαν ως ανάχωμα στην Αριστερά το ’60, υμνήθηκαν ως βάθρα της δημοκρατίας στη μεταπολίτευση, απαξιώθηκαν ως μηχανισμοί μικροεξουσίας στις ημέρες μας, μα ουδέποτε επιχειρήθηκε η πλήρης αποσύνθεσή τους όπως συμβαίνει σήμερα. Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, εάν κατισχύσουν, θα σημάνουν το τέλος των σωματείων. Καθένας μόνος του εναντίον όλων προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ενός εργοδότη που δεν ορίζεται πια ως ταξικός αντίπαλος. Μια κοινωνία ως μη κοινωνία, ως άθροισμα διαρκώς ανταγωνιζόμενων (μα άνισα ανταγωνιστικών) ατόμων – το όνειρο της «σιδηράς κυρίας». Και αν ίσως κάποιοι τολμήσουν να αντισταθούν συλλογικά, θα χαθούν στον κυκεώνα των προϋποθέσεων που θεσπίστηκαν ακριβώς για να αποτρέψουν τους αδύναμους να χρησιμοποιήσουν το ισχυρό τους όπλο: την απεργία.

Στις αρχές του 1928, όταν η κυβέρνηση Ζαΐμη αρνήθηκε το δικαίωμα απεργίας στους δημόσιους υπαλλήλους, εκείνοι αντέτειναν την αρχή της σκληρής πραγματικότητας: «Η απεργία είναι εν γεγονός, το οποίον δεν εξετάζεται από απόψεως νομιμότητος» έγραψαν, «όπως δεν εξετάζη κανείς εάν βρέχη ή δεν βρέχη κατά [το] Σύνταγμα και τον νόμον, πεινά κανείς νομίμως ή δεν πεινά, έχομεν κυκλώνα ή θαλασσοταραχήν ή εκρήγνυται κεραυνός σύμφωνα με το Σύνταγμα ή με τους κειμένους νόμους και το υπαλληλο-σωματειακόν ισχύον δίκαιον».

Η ανακοίνωση φέρει το αποτύπωμα του Καρυωτάκη, έγραψε ο Γ.Π. Σαββίδης. Η λεπτή ειρωνεία, ασυνήθιστη για συνδικαλιστικό κείμενο, το καθιστά πιθανό, παρότι δύσκολα φανταζόμαστε τον εσωστρεφή, πεισιθάνατο ποιητή στις επάλξεις. Ας μου επιτραπεί να προσαρμόσω στα καθ’ ημάς την έξοχη καταληκτήρια φράση του: «Περιττόν λοιπόν ευρίσκομεν τον κόπον του κ. αρχηγού των νεο-φιλελευθέρων να αντλεί υποδείγματα εκ της γηραιάς Αλβιώνος. Διότι αν δεν βρέχει εις το Λονδίνον, βρέχει ασφαλώς εις Παρισίους».

Εάν κατισχύσουν οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, θα σημάνουν το τέλος των σωματείων. Καθένας μόνος του εναντίον όλων προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ενός εργοδότη που δεν ορίζεται πια ως ταξικός αντίπαλος

Ville Παρέμβαση

el-gr

2021-06-19T07:00:00.0000000Z

2021-06-19T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282591675900648

Documento Media