Documento Media

Γιώργος Ρόρρης

«Η ζωγραφική είναι κάτι άγριο που δεν εξημερώνεται»

Συνέντευξη στην Αφροδίτη Ερμίδη Φωτογραφία Σωτήρης Δημητρόπουλος/Eurokinissi

Συνάντησα τον Γιώργο Ρόρρη στο ατελιέ του στην Αθήνα, το παλιό νεοκλασικό που στέκει παράταιρο ενώ με έναν περίεργο τρόπο συνδιαλέγεται με τα συνεργεία αυτοκινήτων που το περικλείουν. Αφορμή για τη συζήτησή μας στάθηκε η αναδρομική του έκθεση που διοργανώνει σε λίγες ημέρες το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Ανδρο, η οποία περιλαμβάνει σχεδόν 60 πίνακες και σχέδια, έργα του από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα. Ο τίτλος της «Η ευγένεια του απέριττου» δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακριβής για να περιγράψει το έργο του αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο. Ευγενής και με βάθος σκέψης ο ίδιος, απέριττα τα έργα του –με μια τάση αφαίρεσης όλο και πιο έντονη πλέον–, αρχίζουμε τη δίωρη κουβέντα μας αφού πρώτα αναλύει τη χρωματική παλέτα του φορέματός μου.

Nα ξεκινήσουμε με την πολύτιμη σχέση που σας συνέδεε με το ζεύγος Γουλανδρή.

Το 1986 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Ανδρο με πολύ αναπάντεχο τρόπο: με τα έργα των αποφοίτων εκείνης της χρονιάς της ΑΣΚΤ. Εγώ ήμουν τελειόφοιτος αλλά ο καθηγητής μου Παναγιώτης Τέτσης με πρότεινε στον τότε διευθυντή της πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμου και έτσι συμμετείχα με τον πίνακά μου «Καισαρίων», ο οποίος και θα εκτεθεί στην Ανδρο. Στα εγκαίνια είπα στον Βασίλη με την άγνοια του νέου: «Κύριε Γουλανδρή, θέλω να δω τη συλλογή σας». Μου απάντησε: «Ευχαρίστως, αλλά είναι στην Ελβετία». Μου είπε ότι του άρεσε πολύ το έργο μου και πράγματι ύστερα από λίγο καιρό το αγόρασε.

Εχει μια ιστορία αυτός ο πίνακας. Ημουν φοιτητής και ως εργασία έπρεπε να ζωγραφίσουμε αντλώντας έμπνευση από το υπέροχο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς» του Καβάφη. Ημουν ωστόσο τριτοετής και δεν είχα τα φόντα. Σκέφτηκα να ζωγραφίσω ένα δωμάτιο όπου θα ετοιμάζονταν τα παιδιά της Κλεοπάτρας για τη βασιλική στέψη τους. Φώναξα στο ατελιέ δυο ωραίους συμφοιτητές μου και ένα μικρό παιδί. Ξεκίνησα με τρία γυμνά, σκηνογράφησα με μια βαριά κουρτίνα… ανοησίες! Το βλέπει ο Τέτσης, με κατακρεούργησε. Τελικά άφησα μόνο μια φιγούρα τζιακομετικής επιρροής. Τη συλλογή των Γουλανδρή την είδα τελικά στο μουσείο στο Παγκράτι. Η επαφή μας με το ζεύγος συνεχίστηκε με αλληλογραφία γιατί έπειτα από δυο χρόνια με βοήθησαν με

«Η ζωγραφική έχασε την ικανότητα να δημιουργεί συγκλονιστικά έργα όταν απώλεσε το δικαίωμα να απεικονίζει το πρόσωπο του θεού»

την υποτροφία τους για νέους καλλιτέχνες να σπουδάσω στη Γαλλία – δεν θα μπορούσα αλλιώς, ένα καφενείο είχαμε στο χωριό.

Αυτό που βλέπουμε στον «Καισαρίωνα» φαίνεται ότι σας ακολούθησε και στη μέχρι σήμερα καλλιτεχνική σας πορεία. Μια επιβλητική ανθρώπινη φιγούρα (συνήθως απαλλαγμένη από ρούχα) που κατακλύζει έναν αφαιρετικό εσωτερικό χώρο. Σπάνια σας απασχόλησε το εξωτερικό τοπίο.

Κοιτάξτε, υπάρχουν ζωγράφοι που την ψυχή τους την τραβάνε τα χάη, η χίμαιρα του χάους. Αλλων η ψυχή έχει ανάγκη τον απολλώνιο νόμο, τη γεωμετρία. Εχω την αίσθηση ότι είναι ζήτημα ψυχικής τάσης – δεν μπορώ να το εξηγήσω παρά μόνο ψυχαναλυτικά και δεν το αποπειρώμαι. Εχω ζωγραφίσει και εξωτερικούς χώρους, όχι πολλά έργα είναι η αλήθεια. Οταν πρωτοήρθα σε αυτό το ατελιέ, επί τέσσερα χρόνια χειμώνα καλοκαίρι ζωγράφιζα στην ταράτσα με δύσκολες συνθήκες. Ζωγράφιζα τη σύγχρονη Αθήνα. Ποιητική αδεία θα τα ονόμαζα «πορτρέτα μιας λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας», τα οποία όλα σχεδόν είναι χωρίς ένδειξη ζωής. Μου άρεσε το άτακτο στοιχείο, το ύφος της Αθήνας όπου βλέπεις τα στρώματα της ιστορίας

να ανακατεύονται με άναρχο τρόπο. Χωρίς νοσταλγία ή άλλα γραφικά στοιχεία. Ωστόσο δεν νοείται πορτρέτο στο φως του ήλιου γιατί μεταλλάσσεται και αλλάζει. Γι’ αυτό και ο ιμπρεσιονισμός δεν δίνει πορτρέτα· η εντύπωση ενός ανθρώπου δεν είναι πορτρέτο, το οποίο είναι κάτι αυστηρό. Προσωπικά έχω την ανάγκη της πιστοποίησης και όχι της εντύπωσης. Καταγράφω την οπτική εμπειρία αυτού που έχω μπροστά μου. Γι’ αυτό δεν ζωγραφίζω ποτέ από φωτογραφία. Δεν μου λέει τίποτε να πάρω μια άψυχη εικόνα από την οποία θα έχει εξαφανιστεί η ακανθώδης και πληγωτική για τα μάτια ένταση της πραγματικότητας.

Γι’ αυτό πάντα δουλεύετε με μοντέλα. Αλήθεια, πώς επιλέγετε και ποια είναι η σχέση που αναπτύσσετε με τα μοντέλα σας;

Ο άνθρωπος δεν είναι μέχρι την επιδερμίδα του αλλά είναι μια αύρα, μια ποίηση που δημιουργεί γύρω του. Για παράδειγμα, η εικόνα σας όπως κάθεστε με το φόρεμα στη μαύρη καρέκλα –με το φως της μέρας, το ποτήρι με το νερό, τα σοκολατάκια, το καβαλέτο–, η διαβάθμιση των σκούρων τόνων του ψυχρού μαύρου και του θερμού (τα μαλλιά σας είναι καφέ Βαν Ντάικ) αυτομάτως με κάνουν να σκέφτομαι ένα έργο. Πάντως

με ένα μοντέλο που δουλεύουμε ωραία θα μπορούσα και για δέκα χρόνια να συνεχίζω. Οσο περνάει ο καιρός δεν δίνω σημασία στην ανάγκη –η οποία εκφράζεται πανταχόθεν– της διαρκούς αλλαγής του θέματος. Δεν είναι η τέχνη τόσο τι κάνεις αλλά πώς το κάνεις. Εάν ζωγράφιζες αυτό το τραπέζι πριν από δέκα χρόνια και συνεχίζεις να το ζωγραφίζεις, το τραπέζι είναι το ίδιο αλλά εσύ δεν είσαι. Δύσκολο και ανυπόφορο στη ζωγραφική είναι αυτό που δεν σου αρέσει. Εάν σε έπληξε –και χρησιμοποιώ το ρήμα πλήττω με την έννοια της πληγής, όχι της ανίας–, θα κοιτάξεις να γιατρευτείς. Εάν ζωγραφίσεις αυτό που σου προκάλεσε την ταραχή, το αποτέλεσμα του έργου θα είναι η απάντηση.

Με ποιον τρόπο ζωγραφίζετε λοιπόν;

Αυτό που βλέπω δεν είναι κάτι το οποίο το διανοούμαι. Το βλέπω, φτάνει στα σπλάχνα μου και από τα σπλάχνα μου θα φτάσει στο χέρι μου. Να πω και κάτι άλλο. Πεποίθησή μου είναι ότι από τη στιγμή που αρχίζει ο χορός της ζωγραφικής το χέρι προηγείται και το βλέμμα ακολουθεί. Πολλοί πιστεύουν ότι κάποιος βλέπει και μετά το χέρι σαν υπηρέτης εκτελεί τις εντολές του κυρίου του που είναι το βλέμμα. Δεν είναι έτσι. Ζωγραφίζοντας πέντε έξι ώρες συνεχόμενες υπάρχουν στιγμές που αφαιρείσαι. Ο Μπαλζάκ αναφέρει πόσο μακάριοι είναι οι ζωγράφοι που μπορούν να ζωγραφίζουν και να σκέφτονται άσχετα πράγματα. Η φράση αυτή είναι πολύ αληθής γιατί στην ουσία της θέλει να πει ότι ζωγραφίζοντας δεν συμμετέχει ο νους. Γιατί εάν συμμετέχει, θα σου θέσει το όρια του κομφορμισμού. Η ζωγραφική είναι τέχνη και άρα κάτι άγριο που δεν εξημερώνεται. Εκείνη την ώρα μπορεί να σκέφτεσαι διάφορα και μετά αναρωτιέσαι «πώς συνέχιζα να ζωγραφίζω όταν δεν είχα πνευματική εποπτεία;». Το χέρι τα έκανε χωρίς να το ελέγχεις. Και πολλές φορές, ξέρετε, βλέπεις βαθύτερα, εξονυχιστικά, επειδή σου επέτρεψε το χέρι. Δηλαδή βλέπεις μέχρι εκεί που μπορεί να κατασκευάσει το χέρι σου, δεν βλέπεις άλλα πράγματα. Πώς θα τελειώσει ένα έργο είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Εκεί φυσικά θα έρθει η εποπτεία του νου και θα πει: «Τι έχω κάνει που ασχημονώ τόσες μέρες. Τι χρειάζεται να αφαιρεθεί, τι να μείνει;».

Πόσο εύκολα αποφασίζετε ότι ένα έργο σας έχει ολοκληρωθεί;

Δυστυχώς, η τέχνη είναι άσπλαχνη, σκληρή και πάντα αφήνει βαθιά αισθήματα αποτυχίας. Ποτέ δεν έχω τελειώσει έργο και να πω «ποπό, τι πέτυχα». Ούτε ένα. Το να νιώθεις θρίαμβο είναι κάπως ναΐφ. Να μην παρεξηγηθώ, δεν τελειώνω το έργο και κλαίω λέγοντας «τι βλακεία έκανα». Αισθάνομαι ότι έκανα έναν αγώνα απέναντι στον εαυτό μου και αυτή είναι η σωτηρία μου. Οταν τελειώσει το έργο αισθάνεσαι στιγμιαία απελευθέρωση. Θέλεις να πας μια βόλτα, να ρεμβάσεις, να τεμπελιάσεις. Αλλά ταυτόχρονα βιώνεις και μελαγχολία γιατί ήταν ενέργημα της ψυχής το οποίο ολοκληρώθηκε και έρχεται αυτή η παράξενη πλήξη· πρέπει να ξεκινήσει μια καινούργια περιπέτεια.

Μιας και μιλάμε για τα μοντέλα, θα ήθελα να σχολιάσουμε το γεγονός ότι στη Σχολή Καλών Τεχνών ο αριθμός τους έχει μειωθεί πλέον δραματικά. Πιστεύετε ότι είναι αποτέλεσμα της απομάκρυνσης των νέων καλλιτεχνών από την παραδοσιακή ζωγραφική;

Θα διακινδυνεύσω μια γνώμη, χωρίς όμως να πιστεύω ότι απαντώ με ακρίβεια. Τα πρώτα δύο χρόνια στην ΑΣΚΤ ζωγράφιζα με μοντέλο οκτώ εννιά ώρες την ημέρα, 15 μέρες δοκιμάζαμε την ίδια πόζα κ.λπ. Ολα τα εργαστήρια είχαν μοντέλο. Ηδη όμως από τότε είχε αρχίσει η ανάγκη που τότε ονομάζαμε –πιστεύω ότι είναι αδόκιμος ο όρος–

αποδόμηση. Επειδή όμως δεν είχε φτάσει η ώρα να πουν «δεν θα χρησιμοποιήσουμε μοντέλο αλλά μια σύνθεση με σκουριασμένα μέταλλα», χρησιμοποιείτο το μοντέλο και ο σπουδαστής έπρεπε να το διαλύσει, να το καταργήσει. Σαν να θέλαμε να νικήσουμε το στοιχείο που ενυπάρχει σκοτεινό ενδομύχως σε κάθε άνθρωπο όσον αφορά την ιερότητα του προσώπου.

Τα λέω σήμερα που ζωγραφίζω τόσα χρόνια με μοντέλο. Αυτό θεωρήθηκε ότι αποτελούσε εμπόδιο στην ελεύθερη δημιουργία και πως θα έπρεπε ο σπουδαστής –θυμάμαι ακόμη τη φράση– «να δει τον άνθρωπο σαν τοπίο». Ξεκίνα και άλλαξέ του τα φώτα, απελευθερώσου. Η άποψή μου είναι ότι αυτή η απελευθέρωση ήταν και παραμένει βλακώδης. Αυτό που θα πω θα ακουστεί σαν βαθύτατος συντηρητισμός αλλά δεν με νοιάζει. Η ζωγραφική έχασε την ικανότητα να δημιουργεί συγκλονιστικά έργα όταν απώλεσε το δικαίωμα να απεικονίζει το πρόσωπο του θεού. Ο ιμπρεσιονισμός για παράδειγμα δεν κατάφερε να προσεγγίσει το δέος του συγκλονισμού που βλέπαμε στις απεικονίσεις των ιερών παθών την εποχή της Αναγέννησης. Γι’ αυτό όσοι καλούνται τώρα μπροστά σε έναν άνθρωπο να απελευθερωθούν, άλλο δεν κάνουν παρά αποφεύγουν τη δυσκολία.

«Οταν τελειώσει το έργο αισθάνεσαι στιγμιαία απελευθέρωση. Αλλά ταυτόχρονα βιώνεις και μελαγχολία γιατί ήταν ενέργημα της ψυχής το οποίο ολοκληρώθηκε και έρχεται αυτή η παράξενη πλήξη»

Docville

el-gr

2021-06-19T07:00:00.0000000Z

2021-06-19T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282527251391208

Documento Media