Documento Media

Γιώργος Νταλάρας

«Δεν γουστάρω καθόλου τη διασημότητα»

Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη Φωτογραφίες Αγγελική Παπαϊωάννου

Ο κορυφαίος ερμηνευτής μιλάει για την τέχνη, την πολιτική, τον πολιτισμό, τη ζωή

ΟΓιώργος Νταλάρας έχει αποφασίσει πλέον να μη δίνει συχνά συνεντεύξεις. Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν οι δύο πρόσφατες δισκογραφικές εκδόσεις του «Η κασέτα του Μελωδία» και «Της σιωπής ο τόπος», τραγούδια δηλαδή που αγαπήσαμε με τη φωνή του, και ένα ολοκαίνουργιο έργο σε μουσική Ανδρέα Κατσιγιάννη και στίχους των Λίνας Νικολακοπούλου – Ελένης Φωτάκη. Αλήθεια είναι πως ο Νταλάρας δουλεύει ακατάπαυστα. Συνεχώς ηχογραφεί νέο υλικό σύγχρονων δημιουργών σαν να παλεύει με τον χρόνο ή, σύμφωνα με τον ίδιο, σαν να θέλει να είναι η ελπίδα ενός ανθρώπου που του αρέσει το τραγούδι. Είναι η τέταρτη μεγάλη συζήτηση που κάνουμε μέσα σε μια εικοσαετία και σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει εδώ, ότι πολλές φορές δεν ξέρει να μιλάει, εγώ θα έλεγα ότι είναι από τους ελάχιστους συνεντευξιαζόμενους που δεν αλλάζεις σχεδόν τίποτε κατά την απομαγνητοφώνηση.

Φτάσατε αισίως 71 χρόνων. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Στις 29 Σεπτεμβρίου θα γίνω 72. Ας το θέσω απλά: για μένα σημαίνει ότι από το χαρακάκι ενός μέτρου που μετράει την ηλικία μας έχει μείνει ένα μικρό κομμάτι. Το παρατηρώ, γιατί έχω τη σιγουριά του θανάτου. Τη γνωρίζω, έχω συμφιλιωθεί με τον θάνατο.

Λόγω των απωλειών που έχετε βιώσει;

Οχι, όχι. Από μικρό παιδί κάτι έλεγε μέσα μου ότι το μόνο που δεν ξέρουμε είναι πώς θα πεθάνουμε. Δεν ξέρω ακόμη αν αυτό με βοήθησε ή όχι, αν και τελικά πιστεύω ότι με βοήθησε. Αλλοι που με παρατηρούν μου λένε: «Οχι, δεν είναι καλό αυτό. Πρέπει να ζεις με ελπίδες και με τις καλές αυταπάτες». Εγώ όμως από μικρός δεν έμενα στον κήπο της Εδέμ με τις νεράιδες. Το ξήλωσα το παραμύθι αυτό· έφυγα.

Και δεν στερηθήκατε πράγματα;

Το αντίθετο. Στερήθηκα το κομμάτι της μυθολογίας, αλλά με έκανε να εντρυφήσω πιο πολύ σε αυτήν έχοντας οδηγούς πια τη γνώση και την επιστήμη, όχι φυσικά επειδή είμαι επιστήμων ή παντογνώστης. Μάλλον επειδή ακριβώς δεν είμαι τίποτε από όλα αυτά, θα ήθελα μέρα με τη μέρα, βιβλίο με το βιβλίο που διαβάζω, να αντιληφθώ για ποιο λόγο το ένστικτό μου δεν έκανε λάθος. Εζησα μια ζωή καθαρή, προσγειωμένη, με μεγάλη αγάπη. Οσο έβλεπα όλο αυτό το άπειρο να απλώνεται από πάνω μου καθώς περνούσαν τα χρόνια πρόσθετα γνώσεις, προσπαθώντας να καταλάβω το μέγεθος, τις αποστάσεις, το μεγαλείο της ζωής.

Θεωρείτε καλό να παίρνονται οι αποφάσεις στη ζωή σχετικά νωρίς;

Η ανάγκη είναι μεγάλη δύναμη. Λέει ο κοινός μας φίλος, ο ποιητής Δημήτρης Λέντζος: «Η πιο μεγάλη δύναμη στον κόσμο είναι η ανάγκη». Αυτό στο πλάτος του είναι η αλήθεια. Ολη η διαδρομή μας είναι μια ανάγκη και έχει σημασία πώς την ελέγχεις για να μη γίνει απληστία. Αν θες να τραγουδήσεις, δεν μπορείς να το κάνεις χαζοχαρούμενα. Για μένα το τραγούδι δεν είναι διασκέδαση. Στην Ελλάδα ο μισός πληθυσμός είναι Πόντιοι, Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες. Σε αυτό τον τόπο πρέπει να πονέσεις για να τραγουδήσεις.

Αυστηρό και απόλυτο δεν ακούγεται αυτό;

Ισως, αλλά μελετημένο. Αυστηρό. Οταν είσαι σε μια σκηνή και τραγουδάς, απορροφημένος από αυτό που κάνεις, έχεις μια ομάδα ανθρώπων που τους αγαπάς και δουλεύετε μαζί. Βλέπεις λοιπόν από κάτω ξένους ανθρώπους να γίνονται μέρος της ομάδας. Τους αγαπάς και σε αγαπάνε εξίσου και αυτό δεν μετριέται, απλώς το αισθάνεσαι. Εκεί δημιουργείται η εξής αντίθεση: «Τα δυο σου χέρια πήρανε/ βεργούλες και με δείρανε» το λέει ένας μάγκας με παράπονο. Πού το λες αυτό; Αν το λες μέσα σ’ έναν τεκέ ή σ’ ένα μαγαζί με μεθυσμένο κόσμο, έχει τη σημασία του. Αν το λες σε ένα θέατρο, πάλι έχει σημασία. Ο Ακης Πάνου αναρωτιόταν: «Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να τραγουδάνε “Πονάει η καρδιά μου” και την ίδια στιγμή να χαμογελάνε;». Ο κόσμος μπορεί να χαμογελάσει μόνο γιατί πόνεσε ωραία.

Και ο πόνος είναι μια ψυχολογική ανάγκη λοιπόν.

Ακριβώς. Οταν κάποιος παίζει ένα ουσάκ με το κλαρίνο του και κλαίει ο τόπος όλος και η Παναγιά μαζί, έτσι και γυρίσει ένας συνάδελφός του να του πει «τι έπαιξες, ρε συ, απόψε!», αυτός θα χαμογελάσει. Τι σημαίνει; Οτι μες στον πόνο είναι η χαρά της δημιουργίας.

Υποτίθεται ότι ο καλλιτέχνης κρατά αποστάσεις ασφαλείας από τον κόσμο, κάτι που εσείς έχετε ξεπεράσει. Συνέβαινε από παλιά αυτό ή απλώς τώρα έχετε χτίσει τον μύθο σας;

Δεν ξέρω να σας το πω. Εγώ πιστεύω ότι δεν έχω χτίσει τίποτε. Είμαι ακόμη στον δρόμο και τραγουδάω. Και τώρα μέσα σε αυτή την πανδημία με τον εγκλεισμό και την απομόνωση το ίδιο πράγμα έκανα. Εβρισκα καλά τραγούδια χωρίς να με ενδιαφέρει ποιος τα γράφει και

αν τα θέλουν ή δεν τα θέλουν οι εταιρείες. Ερχόμουν στη συνέχεια στο καμαράκι –εδώ που καθόμαστε– και τα ηχογραφούσα. Χωρίς σχέδιο. Ούτε με ενδιέφερε πότε θα βγουν. Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους γιατί έκανα στη ζωή μου αυτό που ονειρεύτηκα. Χαίρομαι που υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν τραγούδια και μου λένε: «Θέλουμε πολύ να συνεργαστούμε, γιατί όταν τα γράφαμε ακούγαμε τη φωνή σου». Τεράστιο δώρο, που δεν μπορώ να το δω αλλιώς πέραν αυτής της αγνής ματιάς, της αγνής δικαιολογίας.

Είστε όμως επιμελής. Φροντίσατε να κρατηθεί η φωνή σας σε άρτια επίπεδα όλα αυτά τα χρόνια. Προσέχετε.

Ετσι φαίνεται, αλλά, πίστεψε με, ποτέ δεν πρόσεξα τη φωνή μου. Ποτέ και για κανένα λόγο. Πέρασα τη μισή μου ζωή με βρογχίτιδα.

Σας έχω δει ωστόσο λίγο προτού βγείτε στη σκηνή να πίνετε ένα τσάι ζεστό.

Ναι, τσάι ή χαμομήλι. Δεν θα βρείτε στη ζωή σας πιο βαρετό άνθρωπο. Από τα 16-18 μου έκανα το ίδιο πράγμα. Πάντως ποτέ δεν πρόσεξα τη φωνή μου. Καταναλώθηκα υπερβολικά, ειδικά τον πρώτο καιρό, αφού μέχρι τα 35 μου έδινα τρίωρες συναυλίες ώσπου έγδερνα τον λαιμό μου και την επομένη δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Αυτό που λένε άλλοι ότι γυμνάζομαι κ.λπ. δεν έχει σχέση με το τραγούδι. Από μικρός έτρεχα σαν βολίδα. Αργότερα σταμάτησα ύστερα από ένα ατύχημα με τη μηχανή. Συνέχισα να γυμνάζομαι όμως. Είμαι εγκρατής. Δεν μου αρέσει να καταναλώνω δώδεκα μπιρόνια και να πηγαίνω με την κοιλιά μπροστά. Μου αρέσουν τα ρεμπέτικα και τα χασικλίδικα χωρίς να έχω σχέση με μαύρα, άσπρα και βελόνες. Προσέξτε όμως: αυτό που εκφράζει κάθε είδος τραγουδιού για μένα είναι στόχος και μελέτη. Αγαπώ την παράδοση. Εχω σεβασμό και λατρεία στα πρόσωπα που αγάπησα: από τον Μάρκο και τα παιδιά του που είμαστε φίλοι μέχρι τον Τσιτσάνη που επίσης γνώρισα και συνεργάστηκα. Είναι οι δάσκαλοί μου.

Σας είχε προγκήξει κάποιος για τη συναυλία με τα χασικλίδικα στο Ηρώδειο.

Το έζησα κι αυτό. Οταν κάναμε με τον Κουνάδη στο Ηρώδειο αυτή την ωραία συναυλία κατεβαίνει από ψηλά ένας σοβαρός κύριος και μου λέει: «Κύριε Νταλάρα, εμείς σας είχαμε εμπιστοσύνη. Τι είναι αυτά τα πράγματα που τραγουδάτε μες στον ναό της τέχνης;». «Μα έγραφε στο πρόγραμμα “τραγούδια με ουσίες”» του απαντάω. Εφυγε μουρμουρίζοντας.

Απορίας άξιο, γιατί οι φανατικοί σας γνωρίζουν την αγάπη σας για τον Μάρκο ή γενικά για το ρεμπέτικο.

Από παιδί συμβαίνει αυτό. Εμαθα τα ρεμπέτικα από τον Μπιθικώτση, τον Τσαουσάκη, τον Παγιουμτζή, μελέτησα πολύ. Δεν καταλαβαίνω… για να είμαι αυθεντικός έπρεπε να τα τραγουδάω στον τεκέ, να γίνω χασικλής; Γνώρισα τον Ηλία Πετρόπουλο και στο Παρίσι και εδώ.

Στο Παρίσι μου είχε πει: «Βρε Γιωργάκη, εσύ έχεις πει τα ωραιότερα τραγούδια. Τι τα θες τα ρεμπέτικα;». Μου το έλεγε αυτό ένας άνθρωπος που έχει φάει τη ζωή του με το ρεμπέτικο. Του απάντησα: «Κύριε Ηλία, υπάρχει ένα θέμα. Μιλάτε στον γιο του Λουκά Νταράλα αυτήν τη στιγμή. Στον γιο ενός ρεμπέτη». Εκεί συναίνεσε. όταν συνειδητοποίησε τα βιώματά μου.

Ισως ο Πετρόπουλος να είχε πιο αστική παιδεία.

Νομίζω πως ήταν τόσο λάτρης του ρεμπέτικου και των παλιών ηχογραφήσεων που έφτανε στο σημείο να γίνεται αιρετικός.

Το ίδιο συνέβαινε και με το δημοτικό τραγούδι. Η Δόμνα Σαμίου π.χ. εχθρευόταν τις ηχητικές προσμείξεις. Μήπως στην περίπτωσή σας η τέχνη εκφράζει μέχρι σήμερα την πιο ασφαλή οδό;

Κοιτάξτε, η αναζήτηση της τέχνης είναι η πρώτιστη ανάγκη. Η τέχνη, ακόμη και η λαϊκή τέχνη, είναι από τα υψηλότερα κομμάτια διανόησης του ανθρώπου. Είναι αφύσικο το πώς λειτουργεί στον κάθε άνθρωπο. Αν υποτεθεί πως βασικά μελήματά του ήταν η τροφή, η αναπαραγωγή και η στέγη σε σπηλιές και μετά σε καλύβες, πού χωρούσε εκεί μέσα η τέχνη; Πουθενά… ήταν επομένως κάτι παράλογο. Ωσπου μια μέρα χωρίς κεραυνούς ένας άνθρωπος που δεν φοβόταν ξεπρόβαλε και άρχισε να χτυπάει έναν κορμό με δυο ξύλα. Στη συνέχεια μέσα σε όλον αυτό τον πρωτογονισμό σηκώθηκε ένας ή μια άλλη και άρχισε να χορεύει. Σκεφτείτε τώρα και έναν τρίτο που άρχισε να κάνει τσαλκάντζες, διάφορα επιφωνήματα πάνω στον σκοπό αυτό ή και έναν που σχεδίασε τα ζώα με τέτοιες μονοκοντυλιές που δεν μπορούν να τις κάνουν

ούτε οι καλύτεροι ζωγράφοι σήμερα. Αυτό είναι η τέχνη. Η ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί. Εγώ λοιπόν δεν ξεχωρίζω την ασφάλεια από την έκφραση. Κανένας καλλιτέχνης δεν είναι ασφαλής.

Κάποτε υπήρξατε στρατευμένος καλλιτέχνης. Σήμερα αισθάνεστε το ίδιο υπέρ κάποιας ιδέας;

Ναι, είμαι στρατευμένος και θα παραμείνω. Δεν θα ήθελα να ανήκω στις περιπτώσεις εκείνων που αντιδρούν αθόρυβα απέναντι σε πράγματα που τσιγκλάνε και πονάνε για να έχουν την ησυχία τους. Ευτυχώς οι περισσότεροι καλλιτέχνες που θαυμάσαμε δεν ήταν έτσι. Δεν γίνεται να είσαι θρεψίνη για όλα τα ψωμιά. Πέρα από το αν κάνεις καλά τη δουλειά σου ή αν είσαι καλός καλλιτέχνης, οφείλεις να έχεις ένα στίγμα. Το οφείλεις στον κόσμο που σε ακολουθεί. Και αυτό το κάτι, το στίγμα, είναι βαρύ. Μπορεί να σου φορέσουν καμιά σφραγίδα στην πλάτη, να σου βάλουν τρικλοποδιά, μπορεί και να σε επαινέσουν.

Αυτό το κάτι μπορεί να είναι είτε θετικό είτε αρνητικό.

Στέκομαι στο θετικό. Μέσα σε όλο αυτό που περνάμε, ας πούμε, εγώ θέλω να σου αναφέρω το όνομα του δημοσιογράφου Δημήτρη Ψαρρά που έγραφε για χρόνια στην «Ελευθεροτυπία» και έψαχνε τη γέννηση της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Ούτε φίλος του είμαι ούτε τον ξέρω προσωπικά – του οφείλω όμως ένα μεγάλο ευχαριστώ αυτού του ανθρώπου. Οπως οφείλω και στον Θανάση Καμπαγιάννη, τον δικηγόρο που η αγόρευσή του στη δίκη της Χρυσής Αυγής πέρασε στην ιστορία. Το ίδιο και σε εκείνο τον νεαρό γιατρό από την Κρήτη που έσωσε το σκυλάκι το οποίο ξέσκισε ο παλαβός που το είχε πριν. Εχουμε κάθε μέρα τέτοιους ανθρώπους δίπλα μας.

Είναι η πρώτη φορά που γίνεστε λίγο μελό σε μια συνέντευξή σας.

Δεν είμαι μελό, καμιά φορά όμως λέω πράγματα που παρεξηγούνται. Ζούμε σε εγκλεισμό εδώ κι έναν χρόνο και είναι λογικό ο κόσμος να παρασέρνεται σε λάθος κρίσεις και πράξεις. Τα ένστικτα αγριεύουν. Πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι σε αυτήν τη μαυρίλα, στο σάβανο που μας έχει τυλίξει, πήρα θάρρος και ελπίδα από πράξεις, λόγια και σκέψεις άλλων ανθρώπων. Αυτά όλα θέλω να καλλιεργήσουμε όταν βγούμε από την πανδημία σε λίγους μήνες, γιατί θα τα έχει ανάγκη ο κόσμος. Ο άνθρωπος, μην ξεχνάμε, είναι πολύ σκληρό ζώο και έχει επιβιώσει των πάντων. Και ξέρει να επιβιώνει. Θα τα καταφέρουμε, πιστεύω. Είναι κρίμα που η πανδημία δεν μας βρήκε έτοιμους, ούτε ως οργανωμένο κράτος ούτε ως κοινωνία ούτε ως σύστημα υγείας. Είμαστε ένα κράτος που έπρεπε να έχουμε 3.500 ΜΕΘ και δεν τις έχουμε. Κάνω έναν απολογισμό αυτήν τη στιγμή των τελευταίων δεκαετιών. Θέλω όταν περάσει το κακό να μείνει κάτι. Εγώ ένιωσα αυτό το διάστημα πλάι μου ανθρώπους που θέλουν να συμπαρασταθούν και που πονάνε για άλλους.

Σας αρέσει να γίνεστε εξομολογητής των άλλων;

«Στην Ελλάδα ο μισός πληθυσμός είναι Πόντιοι, Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες. Σε αυτό τον τόπο πρέπει να πονέσεις για να τραγουδήσεις»

Οχι. Δεν ξέρω τι είναι εξομολογητής και δεν ξέρω τι είναι εξομολόγηση. Αυτό που κάνουμε εμείς τώρα δεν είναι εξομολόγηση. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για να γίνω γνωστός και μάλιστα διάσημος. Δεν γουστάρω καθόλου τη διασημότητα. Θα ήθελα να ξέρεις τον Γιώργο και όχι τον Νταλάρα που τον βγάζουν αφίσες στον δρόμο και μετά πάνε οι άλλοι και του προσθέτουν γυαλιά ή δόντια. Δεν είμαι εγώ αυτός.

Θα λέγατε ότι ζήσατε τη νύχτα ως τραγουδιστής;

Σχεδόν καθόλου, έκατσα πολύ λίγο. Δούλεψα κυρίως στις μπουάτ, τις συναυλίες και στα θέατρα. Θυμάμαι γύρω στο 2004 μια φορά που δούλεψα σε πολύ ωραίο περιβάλλον, πρέπει να πω, αλλά δεν ταίριαζα εκεί. Μάλιστα επιβεβαιώθηκα με τον καλύτερο τρόπο. Είχα τραγουδήσει στο πρώτο μέρος και ήταν όλοι ενθουσιασμένοι. Στο διάλειμμα μαθαίνω ότι «έφυγε» πριν από λίγες ώρες ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Εχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Βγαίνω στη σκηνή και λέω: «Είναι μια πολύ δυσάρεστη στιγμή για μένα και θέλω με αυτό το τραγούδι να εκφράσω την αγάπη μου και την ευγνωμοσύνη μου σε αυτό τον άνθρωπο που “έφυγε” πριν από λίγες ώρες» – ο κόσμος δεν το είχε μάθει ακόμη. Παίρνει το μάτι μου έναν νεαρό, μεθυσμένο προφανώς, να κάνει έναν μορφασμό, μπορεί να έριξε και μια μούντζα. Του έσπασα το κλίμα. Καταλαβαίνεις την παρανόηση των πραγμάτων. Γι’ αυτό εκτιμώ πολύ τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος έγραφε: «Πρέπει να κυριολεκτούμε. Αν αλλάξουμε το νόημα των λέξεων, τίποτε δεν θα είναι το ίδιο». Και είναι αυτοκριτική αυτό. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι πρέπει να δείχνουμε κατανόηση, να καταλαβαίνουμε ποιους έχουμε απέναντι και να μην τους προκαλούμε. Εγώ πιο μικρός ήμουν προκλητικός. Αναβα αμέσως. Δεν ήξερα να μιλάω. Και ακόμη δεν ξέρω πολλές φορές.

Εσείς το λέτε αυτό;

Ναι, ναι, καθόλου δεν ξέρω. Μιλάω μαζί σου για την ώρα που μιλάω. Και τα λέω όλα γιατί είμαι εμπειρικός άνθρωπος. Θα τα βάλω κάτω όλα: τις απορίες μου, τις αγωνίες μου, τις απόψεις μου. Θέλω ύστερα από τόσα χρόνια στο τέλος της μέρας μέσα από τα τραγούδια και από τη δουλειά μου να δώσω έναν λόγο, ένα αφήγημα για τα παιδιά που επιθυμούν να φτιάξουν το όνειρό τους στο τραγούδι. Οπως θέλω να σταματήσει αυτός ο τόπος να βαυκαλίζεται με ψέματα και λαϊκισμούς. Το επιλέξαμε να είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πρέπει να δουλέψουμε γι’ αυτό. Αυτοί που γκρινιάζουν πιστεύουν ότι κάπου αλλού θα ήταν καλύτερα; Πού όμως; Στην πρώην Σοβιετική Ενωση ή στην τωρινή Ρωσία; Ή στην Κίνα; Που κάθε μήνα παρουσιάζει και έναν δισεκατομμυριούχο μέλος του κόμματος;

Πόσο Ευρώπη είναι τελικά η Ελλάδα;

Εγώ πιστεύω ότι είναι πιο πολύ Ελλάδα η Ευρώπη. Ολόκληρη η κουλτούρα της είναι ελληνοκεντρική. Οπως πιστεύω πως ήταν λάθος η χρονική στιγμή που μπήκαμε στο ευρώ. Επρεπε να προετοιμαστούμε καλύτερα και μετά να πούμε «τώρα».

Πότε, είκοσι χρόνια μετά;

Ναι, τουλάχιστον. Θα το κρίνει βέβαια ο ιστορικός του μέλλοντος. Εγώ μιλάω γι’ αυτά τα πισωγυρίσματα: να ξαναγυρίζαμε στη δραχμή, να κάναμε εκείνο και το άλλο. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό, εξού και με την «πρώτη φορά Αριστερά» με την οποία το «όχι» έγινε «ναι». Ηταν προδότες αυτοί ή οι προηγούμενοι; Ή μήπως αυτοί που κατηγορούν εύκολα τους άλλους για προδοσία έχουν άλλη ατζέντα;

Βγάλατε πρόσφατα έναν δίσκο με τίτλο «Η κασέτα του Μελωδία». Εκεί μέσα έχετε Καλδάρα, Ακη Πάνου, Κουγιουμτζή, Σπανό, Καζαντζή και άλλους, νέους συνθέτες. Οσμίζεστε πάντα το σπουδαίο που θα προκύψει από ένα τραγούδι;

Αν έχω μια ιδιαίτερη δεξιότητα, είναι ότι από παιδί κρατούσα μια σήτα, ένα κόσκινο. Εβαζα μέσα τα τραγούδια, τις αγάπες μου και έψαχνα να βρω τι λέει το καθένα. Τραγουδούσα από το πρωί έως το βράδυ, είτε ήταν η Ελίζα Μαρέλη είτε η Καίτη Γκρέυ είτε ο Γούναρης, ο Πολυμέρης, ο Καζαντζίδης κ.ο.κ. Εβλεπα διαφορετικούς κόσμους, αλλά και το ίδιο δάκρυ του καλλιτέχνη που ζητάει αποδέκτες. Ο Πολυμέρης έλεγε ένα ταγκό και ο Παγιουμτζής ένα βαρύ μάγκικο. Αρχισα να κεντάω μέσα μου τη βιογραφία του τόπου μου. Τις ήττες και τις νίκες των ανθρώπων, τον πόνο τους, τις ταξικές διαφορές τους, την Ιστορία την ίδια. Η Ιστορία καμιά φορά είναι καθοδηγούμενη, ενώ τα τραγούδια δεν

είναι. Γλίτωσαν. Είναι επαναστατικά όνειρα φευγάτα. Τον καιρό που τραγουδούσα «Πού να σε ταξιδέψω, γυαλιά και λαμαρίνες» στον Ορφέα, στο ίδιο πρόγραμμα έλεγα «Βαρέθηκα το ναργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη». Μου άρεσε να μπλέκω τα τραγούδια όπως είναι μπλεγμένη η ζωή. Είναι θέμα κοινωνιολογίας.

Και φτάνουμε στο τώρα: ηχογράφησα 17 τραγούδια που αγαπώ, τα διασκεύασα με τους μουσικούς και τα παίξαμε με μεράκι. Δεν έκανα τίποτε ιδιαίτερο. Και έγιναν ωραία και τα βγάλαμε δίσκο. Πανδημία είχαμε, δεν παίζαμε πουθενά. Ασε που όπου παίζω μου φωνάζουν: «Γιώργο, τα “Παραπονεμένα λόγια”, τη “Φαντασία”, τον “Καφενέ”». Ηθελα κι εγώ να πω άλλα τραγούδια τώρα που ήμασταν κλειστά και δεν φώναζε κανένας.

Προτού κλείσουμε να πούμε και για τον άλλο δίσκο σας με τον Ανδρέα Κατσιγιάννη και τη συμμετοχή του Τζόναθαν Τζάκσον, που ομολογώ δεν τον γνώριζα.

Ο Τζόναθαν είναι εξαιρετικός ηθοποιός, είναι φιλέλληνας, έχει βραβευτεί για το ντοκιμαντέρ που έχει κάνει για το Αγιο Ορος και νομίζω ότι είναι ορθόδοξος χριστιανός στο δόγμα.

Ο Κατσιγιάννης σημειώνει πως η τέχνη είναι μια απόπειρα βελτίωσης των συνθηκών ζωής.

Είναι λίγο παράξενο, αλλά είναι αλήθεια. Η ζωγραφική είναι απαραίτητη στον άνθρωπο; Οταν ένα μικρό έργο του Πικάσο κοστίζει στον οίκο Sotheby’s 11 εκατ. λίρες κάτι τρέχει. Αυτή είναι η μια όψη της τέχνης. Η υπερτιμολόγησή της. Δεν αντιλαμβανόμαστε την τέχνη όμως μέσα από αυτό. Από την άλλη

στην μπάλα, που είναι το πιο λαϊκό σπορ, δεν πέφτουν πάνω της σαν τα κοράκια; Δεν ξοδεύονται εκατομμύρια; Με τη βιομηχανία του τραγουδιού δεν έγινε το ίδιο; Δεν ήταν μονοπώλιο τριών τεσσάρων εταιρειών; Τώρα όμως δεν είναι έτσι. Η επανάσταση βρίσκεται στο διαδίκτυο, το οποίο έπληξε τα μονοπώλια. Εφόσον θεσπιστούν και τηρούνται οι νόμοι των πνευματικών δικαιωμάτων, αυτό είναι καλή πλευρά γιατί έτσι έχει πρόσβαση στην πληροφορία ακόμη και στην τέχνη όλος ο κόσμος. Τι είπε ο Στιβ Τζομπς προτού φύγει; «Κυνηγάτε το άπιαστο». Μαρξιστικό. Η επανάσταση είναι καθημερινή υπόθεση, όχι όμως το κυνήγι της εξουσίας. Από αυτή την άποψη έχει δίκιο ο Κατσιγιάννης. Ηρθε και με βρήκε με αυτό το νέο έργο, με αγνότητα και αγάπη και με συγκίνησε. Μπήκαν στη συνέχεια μουσικοί, η Λίνα Νικολακοπούλου και η Ελένη Φωτάκη με τους υπέροχους στίχους τους, και ακόμη ένα ποίημα του Νίτσε που μελοποίησε ο Ανδρέας και τα λόγια του Αλέξανδρου Φωτεινού που τραγούδησε ο Τζόναθαν. Είναι πραγματικά μια αξιόλογη παραγωγή του Ινστιτούτου Αγιος Μάξιμος ο Γραικός που κάνει εξαιρετικές εκδόσεις.

Τελειώνοντας θέλω να σας ρωτήσω αν έχετε αμαρτίες που να σας βαραίνουν.

Φυσικά. Εσύ όχι; Ολα τα πράγματα χρειάζονται αναθεώρηση. Τα πάντα. Κι εγώ κι εσύ και η τέχνη και η δημοσιογραφία και το τραγούδι. Και η επιστήμη αναθεωρεί, είναι η φύση της. Δεν μπορούμε να παίζουμε τον παπά με τις ζωές των ανθρώπων. Οσο για σένα που κάθισες και σου μιλάω τόση ώρα, καλά να πάθεις, ας πρόσεχες (γέλια).

Doc Ville

el-gr

2021-05-16T07:00:00.0000000Z

2021-05-16T07:00:00.0000000Z

https://epaper.documentonews.gr/article/282553021127497

Documento Media